Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Στο Σταυραητό
Από μικρό κι απ’ άφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια
και μεσ’ στα σύγνεφα πετάς, μεσ’ στα βουνά ανεμίζεις.
φωλιάζεις μεσ’ στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ’ άστρα,
με την βροντή ερωτεύεσαι, κι απιδρομάς και παίζεις
με τ’ άγρια αστροπέλεκα και βασιλιά σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,
κι απ’ άφαντο, κι απ’ άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει.
κι έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος
κι εφώλιασε βαθιά-βαθιά μέσ’ στ’ άσαρκο κορμί μου
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει την νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ’ αψήλου ν’ ανεβώ. ν’ αράξω θέλω, αητέ μου,
μέσ’ στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν’ αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ’ εσένα.
Θέλω τ’ ανήμερο καπρί, τ’ αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερινή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ’ αγέρι
νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα, σαν αδέρφι
να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ’ άνοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, ή ρεματιά, παλιές γλυκιές μου αγάπες
να μου προσφέρουν γιατρικό τ’ αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ.
Και θέλω νάχω στρώμα μου νάχω και σκέπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμώ τα χιόνια.
Κλωνάρια απ’ αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνου να πλαγιάζω,
ν’ ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδεντρον, αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ’ άγριο γίδι.
Θέλω ν’ ακούω τριγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.
Θέλω ν’ ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν’ ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω
Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβυέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο
και δος μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!