Παιδική Ανάμνηση
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, που κοιμούνται οι μεγάλοι,
ένας κουβάς νερό πέφτει απ’ τη σκάλα στα πλακάκια του διαδρόμου.
Και τότε, κάτω απ’ το διάδρομο,
στο ίσιο ακριβώς σημείο που χύθηκε ο κουβάς,
ανοίγεται μια δροσερή αποθήκη λησμονημένη χρόνια ολόκληρα.
Και μέσα καταφεύγουν πουλιά με τα μικρά βιολιά τους,
τα λινά πετσετάκια, κολλαριστές πετσέτες
μιας παλιάς θλιμμένης νοικοκυροσύνης,
δύο σπασμένες καρέκλες, ένα καλάθι σταφύλια,
ένα ζευγάρι κόκκινα σαντάλια, ένα ψηλό ποτήρι,
η κιμωλία, το σχολικό κουδούνι, κι ο μικρός ξυλουργός
που πριονίζει τη μεγάλη σκάλα του τζίτζικα.
Σε λίγο αρχίζει να φυσάει από κει μέσα μια λεπτότατη αύρα
ρυτιδώνοντας μια ελάχιστη θάλασσα και το μέτωπο της ποίησης
μ’ αυτή την παραμελημένη, αστεία, παιδική, συνοφρύωση.
Μετεωρισμός
Τα δέντρα, με τα πρώτα κρύα, φεύγουν σκυφτά στον άνεμο.
Το βράδι, ο ουρανός γίνεται μια μεγάλη κλεισμένη τζαμόπορτα.
Και μέσα, συναγμένοι πολλοί, κουβεντιάζουν σιγανά και καπνίζουν,
γιατί βλέπουμε, πίσω απ’ τα χνωτισμένα τζάμια,
ν’ αναβοσβήνουν κάτι ασήμαντες λάμψεις.
Πότε πότε, κάποιος πετούσε από κει πάνου το τσιγάρο του
κ’ εμείς μαζεύαμε τα δάχτυλά μας μην καούμε.
Κανένας μας δεν είχε πια λίγο χώμα δικό του,
ένα στρέμμα χωράφι ή έναν τάφο.
Γυναίκες
Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες.
Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.
Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι
για να μη νιώσουμε πως λείπουν.
Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε.
Σηκωνόμαστε απ’ την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα»,
ή «άσε, θ’ ανάψω εγώ τη λάμπα».
Όταν ανάβουμε το σπίρτο, εκείνη στρέφει αργά πηγαίνοντας
με μιαν ανεξήγητη προσήλωση προς την κουζίνα.
Η πλάτη της είναι ένα πικραμένο βουναλάκι
φορτωμένο με πολλούς νεκρούς –
τους νεκρούς της φαμίλιας,
τους δικούς της νεκρούς και τον δικό σου.
Ακούς το βήμα της να τρίζει στα παλιά σανίδια
ακούς τα πιάτα να κλαίνε στην πιατοθήκη κ’ ύστερα ακούγεται
το τραίνο που παίρνει τους φαντάρους για το μέτωπο.
Περιμένουμε
Νυχτώνει αργά στη συνοικία. Δε μας παίρνει ο ύπνος.
περιμένουμε να ξημερώσει. Περιμένουμε
να χτυπήσει ο ήλιος σα σφυρί τις λαμαρίνες των υπόστεγων,
να χτυπήσει το μέτωπό μας, την καρδιά μας,
να γίνει ένας ήχος, ν’ ακουστεί ο ήχος – ένας ήχος άλλος,
γιατί η σιωπή είναι γεμάτη πυροβολισμούς από άγνωστα σημεία.