Του Μάρκου Δεληγιάννη. Χρόνια τώρα η ίδια απορία τριβελίζει το μυαλό μου: Πώς κακοστημένες παραστάσεις, από θιάσους-μπουλούκια καταφέρνουν, όχι μόνο να επιζούν, αλλά και να θριαμβεύουν; Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι κάκιστοι ηθοποιοί με κοιλιές έτοιμες να διαρραγούν από υπερχείλιση, θέλγουν αφτιά και μάτια θεατών; Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι περιφερόμενοι διεκπεραιωτές κακογραμμένων σεναρίων να διαστρέφουν προαιώνιες έννοιες λέξεων κι οι ακροατές να δέχονται με απάθεια τους τόσους βιασμούς;
Αναρωτιέμαι: Τόσο εύκολα υπερισχύει το ψέμα;

Λέξεις που συγκλόνισαν το είναι μας, αφού ξεπέζεψαν από της νιότης το άρμα, αφέθηκαν στις ορέξεις των βαρύγδουπων ανακριτών στα νυχτερινά ραντεβού των οκτώ, να κοσμούν το πολύχρωμο πάνελ της εκπόρνευσης της αλήθεια. Λέξεις που ξέπεσαν σε ρόλο διακοσμητικό: Να διαλαλούν τον ερχομό του γενικού ξεπουλήματος! Ενώ οι δρόμοι βογκάνε κάτω από τα κουρασμένα βήματα της μοναχικής μας οδοιπορίας, τα μεγάφωνα, ακούραστα, υμνούν αποστειρωμένους κόλπους, οι τυφλοί στα ρείθρα των σπασμένων πεζοδρομίων εκλιπαρούν ελεημοσύνη κι η επιγραφή: «Απαγορεύεται η στάθμευση τροχοφόρων» αυτοσαρκάζεται. Πάει καιρός που κανείς δεν την προσέχει.
Κι όμως, κάπως έτσι μεθοδεύεται η κηδεία των λέξεων. Πριν εκδηλωθεί η οποιαδήποτε επιχείρηση, είτε είναι πολεμική ή πολιτική, προηγείται η επίθεση των λέξεων. Η εμπροσθοφυλακή κάθε επέλασης. Σ’ αυτό το πεδίο η νίκη είναι αδιαπραγμάτευτη. Σε υπόγεια εργαστήρια, ύποπτοι κοντυλοφόροι πλάθουν καινούργιες λέξεις. Διαστρέφουν τις ήδη υπάρχουσες. Κατασκευάζουν όρους δανεισμένους από αλλοτινές εποχές. Ονομάζουν την απόλυτη κυριαρχία του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου, παγκοσμιοποίηση! Προσπαθούν να μας πείσουν πως τα σύνορα, συνήθεια παλιά κι αναχρονιστική, δεν θα μας εμποδίζουν πια στου γείτονα τα χωράφια να ροβολάμε. Και την ίδια στιγμή σταλάζουν στις ψυχές μας το δηλητήριο του πιο στείρου, του πιο επικίνδυνου εθνικισμού. Οπλίζουν με μίσος τις ψυχές των γειτόνων μας. Εξάπτουν πάθη με άνομα ταξίματα, ενώ επιτήδειοι γλωσσοπλάστες πλημμυρίζουν τις αγορές, απαγγέλλοντας τετράστιχα για την εθνικοφροσύνη και την πατριδοκαπηλία. Κι ύστερα έρχεται η τακτοποίηση της συνείδησης -κάποια αργυρώνητη πένα θα φροντίσει γι’ αυτήν- με παράλληλο, βέβαια, φούσκωμα του πορτοφολιού.
Οι πολεμικές βιομηχανίες, όταν πουλάνε πεπαλαιωμένο υλικό, γίνονται ιδιαίτερα γαλαντόμες στην παροχή μίζας!
Προσπαθούν πάλι να μας πείσουν πως η εκποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας είναι ταυτόσημη με την αξιοποίηση! Βάφτισαν το ξεπούλημα ανάπτυξη! Αλήθεια! Τόσα και τόσα νησιά μεσοπέλαγα ξοδεύουν το χρόνο τους άνεργα. Τόσες μαγευτικές ακρογιαλιές μένουν άπραγες κάτω από το απόλυτο γαλάζιο. Γιατί, λοιπόν, να μην τα νοικιάσουμε όλα αυτά, βρε αδελφέ. Ένα συμβόλαιο μικρό: των ενενήκοντα εννέα ετών. Σιγά! Τι είναι εκατό χρόνια μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Άσπονδοι φίλοι, πλαισιωμένοι από πληρωμένους ρήτορες, πλημμυρίζουν τα λογής-λογής τηλεοπτικά δίκτυα, εκεί, κραδαίνοντας χαρτιά υπογεγραμμένα από βαρύγδουπους προέδρους ληστρικών οργανισμών προσπαθούν να μας πείσουν πως οι θάλασσες μας, τα βουνά μας, οι πλατείες μας, τα σπίτια μας δεν μας ανήκουν πια και πως κάθε ανυπακοή στο γράμμα του νόμου είναι μάταιη.
Άλλωστε, οι ραβδούχοι, θα το ‘χετε ήδη καταλάβει, δεν αστειεύονται! Αυτά που ξέραμε να τα ξεχάσουμε: Από εδώ και εμπρός ο νόμος θα τηρείται. Και βάφτισαν το θάνατο του οκταώρου, εκσυγχρονισμό. Την τσιμεντοποίηση, πράσινη ανάπτυξη. Τη διαμαρτυρία, συντεχνιακά τερτίπια. Μας χαρακτήρισαν τσαμπατζήδες, επειδή αντιδράσαμε θυμωμένα στους παραφουσκωμένους λογαριασμούς που μας σερβίρουν.
Και ο θίασος συνεχίζει, απρόσκοπτα, τις παραστάσεις κι οι ηθοποιοί υπακούουν τυφλά στου σκηνοθέτη τις εντολές.
Μα εσύ, σύντροφε, τούτες τις απαρηγόρητες μέρες του χειμώνα που ήρθαν απροειδοποίητα -έτσι νόμιζες- χωρίς προετοιμασίες, έτσι απλά, όπως απλά λάμνει ο βαρκάρης του Αχέροντα, σαν μεταφέρει ψυχές στου Άδη την επικράτεια, έκλεισες πόρτες και παράθυρα, τυλίχτηκες της ομίχλης το σάβανο και ταξιδεύεις στα λιβάδια του ένδοξου παρελθόντος, προφέρεις με δέος τις χιλιοειπωμένες λέξεις: Η μη λειτουργία των οργάνων είναι ο μεγάλος ένοχος!
Σύντροφε, κι οι πιο όμορφες λέξεις ξινίζουν αν δεν ειπωθούν την κατάλληλη στιγμή, σαν το γάλα που κανείς δεν έστερξε να το σερβίρει στην ώρα του. Σύντροφε, άνοιξε το παράθυρο κι άκουσε τα τύμπανα του ολοκληρωτισμού πως ηχούν! Πληθώρα καπετάνιων έχουμε, σύντροφε, ο καινούργιος λόγος μας λείπει.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!