Η αλήθεια είναι ότι οι πληροφοριοδότες ενοχλούν πολύ. Ιδιαίτερα τα πρώην αφεντικά τους και κατόπιν όλους αυτούς που βλέπουν τα άπλυτά τους να βγαίνουν στη φόρα. Δεν είναι πολλοί σε νούμερο οι ενοχλημένοι αλλά όμως πρόκειται για μεγάλους συστεμικούς παράγοντες και κυβερνήσεις των πιο ισχυρών κρατών – καταστάσεις που δεν συγχωρούν. Έτσι μόλις οι ενοχλητικοί πληροφοριοδότες ξεκινήσουν τις αποκαλύψεις, αρχίζει και η καταδίωξή τους, οι πολλαπλές βαριές κατηγορίες, οι προσπάθειες έκδοσής τους, οι απειλές κατά της ζωής τους. Το ίδιο πάνω-κάτω συμβαίνει με τους διάφορους χάκερ εκτός αν «πιάσουν» δουλειά για κάποια μυστική υπηρεσία. Και όλα αυτά γιατί παγκοσμίως μαίνεται ένας μεγάλος μυστικός –και όχι μόνο– πόλεμος στο πεδίο των πληροφοριών μεταξύ των μεγαπαικτών. Πόλεμος για το ποιος θα έχει τον έλεγχο της ροής και της συλλογής των δεδομένων και της πληροφορίας.
Πάνω σε αυτό το μοτίβο έχει κινηθεί και η υπόθεση του Τζούλιαν Ασάνζ που μόλις προχτές παραδόθηκε από την κυβέρνηση του Ισημερινού στη βρετανική αστυνομία. Ο Τζούλιαν Ασάνζ μετά τη σύλληψή του δήλωσε μέσα από τα κρατητήρια ότι: «Σας το είχα πει». Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο Ασάνζ περίμενε την παράδοσή του, ναι μεν γιατί οι ΗΠΑ είχαν «λυσσάξει» με τις αποκαλύψεις των Wikileaks αλλά και γιατί κάποια στιγμή, το 2007, τα Wikileaks είχαν δώσει στην δημοσιότητα έγγραφα όπου οι Αμερικάνοι ισχυρίζονταν ότι ο Μορένο, ο σημερινός πρόεδρος του Ισημερινού, είναι άνθρωπός τους.
Κακό σπυρί
Ο Τζούλιαν Πολ Ασάνζ, Αυστραλός στην υπηκοότητα, το 2006 ίδρυσε μαζί με άλλους οκτώ πολίτες τα WikiLeaks. Ο Ασάνζ σύντομα γίνεται ένας από τους κύριους εκπροσώπους της ιστοσελίδας στον Τύπο και είχε την βασική ευθύνη για τις δημοσιεύσεις στην ιστοσελίδα. Εδώ και χρόνια ζούσε εθελοντικά φυλακισμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο για να αποφύγει την έκδοσή του στη Σουηδία (όπου θα περνούσε από δίκη –κατηγορούμενος για βιασμό– παγιδευμένος από μία πράκτορα της Μοσάντ) και στη συνέχεια την έκδοση στις ΗΠΑ. Ο Ασάνζ ήταν κακό σπυρί στα οπίσθια των ΗΠΑ –όπως σίγουρα θα έλεγε νευριασμένος κάποιος Αμερικάνος πράκτορας– και αυτό γιατί τα Wikileaks δημοσίευσαν –μεταξύ άλλων– χιλιάδες ηλεκτρονικές επιστολές της CIA. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη δημοσιοποίηση εσωτερικών εγγράφων της CIA που έγινε ποτέ. Ενέργεια που στάθηκε δυνατή γιατί η CIA έχασε τον έλεγχο μέρους της δουλειάς της. Πώς έγινε δυνατό να συμβεί αυτό; Χάρη στο outsourcing (ανάθεση εργασιών σε εξωτερικούς συνεργάτες) και τις ιδιωτικοποιήσεις, που εφαρμόζονται και στο στρατιωτικό πεδίο ή στο πεδίο της δημόσιας ασφάλειας. Στην ουσία, μερικοί χάκερς που είχαν σύμβαση ορισμένου χρόνου με τη CIA κατάφεραν να κυκλοφορήσουν «απόρρητο» υλικό, προφανώς συνεργαζόμενοι με «φίλους» τους που παρέμειναν στις γραμμές των επίσημων πρακτόρων.
Οι μεγαλύτερες αποκαλύψεις των Wikileaks
Γκουαντάναμο: Περισσότερα από 100 απόρρητα έγγραφα του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας για το Γκουαντάναμο, το Αμπού Γκράιμπ και άλλες φυλακές-κολαστήρια, όπου κρατούνται ύποπτοι για τρομοκρατία, άρχισαν να δημοσιεύονται το 2007.
TPP: Το 2015 οι λεπτομέρειες της συμφωνίας TPP αναρτήθηκαν αναλυτικά στην επίσημη ιστοσελίδα του Wikileaks. Η συμφωνία είναι ανάμεσα στις ΗΠΑ με το Μεξικό, τη Σιγκαπούρη, τον Καναδά, την Ιαπωνία, την Αυστραλία, το Μπρουνέι, τη Χιλή, τη Μαλαισία, το Νέα Ζηλανδία, το Περού, και το Βιετνάμ κι εκτιμάται ότι επηρεάζει το 40% της παγκόσμιας αγοράς. Πρόσφατα οι ΗΠΑ αποχώρησαν από την συμφωνία λόγω της πολιτικής Τραμπ.
Ιράκ-Αφγανιστάν: Στα 500.000 έγγραφα που έδωσε στη δημοσιότητα η ιστοσελίδα γίνεται πλήρης καταγραφή του πολέμου (πρόκειται για την πιο λεπτομερή καταγραφή πόλεμου που έχει δημοσιευτεί ποτέ). Σε αυτά αναφέρεται κάθε επίθεση και θάνατος, ενώ αποκαλύπτονται και 15.000 θάνατοι που είχαν κρατηθεί μυστικοί.
Trafigura: Η ευρωπαϊκή εταιρεία πετρελαίου Trafigura πέταξε παράνομα τοξικά απόβλητα στην Ακτή του Ελεφαντοστού και κατάφερε να κάνει το δικαστήριο να φιμώσει τα διεθνή μέσα. Το Wikileaks διέρρευσε το 2009 μια αναφορά για την επικινδυνότητα των τοξικών αποβλήτων και στη συνέχεια έδωσε στη δημοσιότητα έγγραφα που αποκάλυπταν την προσπάθεια φίμωσης της υπόθεσης από τον πετρελαϊκό κολοσσό. Η Trafigura αναγκάστηκε με δικαστική απόφαση να καταβάλει το ποσό των 46 εκατ. δολαρίων στα θύματα της περιβαλλοντολογικής καταστροφής.
Δολοφονίες αμάχων: Το 2010 τα WikiLeaks δημοσιοποίησαν ένα απόρρητο στρατιωτικό βίντεο των ΗΠΑ που έδειχνε μια επίθεση με ελικόπτερα Απάτσι που είχαν αποτέλεσμα τον θάνατο δώδεκα ανθρώπων στη Βαγδάτη, περιλαμβανομένων δύο μελών του πρακτορείου ειδήσεων Reuters.
Cablegate: Επίσης το 2010 τα WikiLeaks δίνουν στη δημοσιότητα περισσότερα από 250.000 απόρρητα έγγραφα της αμερικανικής διπλωματίας (Σκάνδαλο Cablegate). Μετά από αυτό ο Τζούλιαν Ασάνζ έγινε ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός των ΗΠΑ.
Συρία: Περίπου 2,3 εκατομμύρια emails δημοσιεύτηκαν για τη Συρία, συμπεριλαμβανομένων και του ίδιου του Άσαντ, στα οποία αποκαλύπτονται πώς οι δυτικές εταιρείες επωφελήθηκαν από τον πόλεμο στη Συρία.
NSA: Τα Wikileaks αποκάλυψαν έγγραφα της NSA (Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας) που αποδεικνύουν ότι η υπηρεσία κατασκοπεύει παγκόσμιους ηγέτες, όπως την Άνγκελα Μέρκελ, τον Μπαν Κι Μουν, τον Μπερλουσκόνι και τους τρεις τελευταίους Γάλλους πρόεδρους.
DNC e-mails: Πρόκειται για έγγραφα της Δημοκρατικής Εθνικής Επιτροπής που αποκαλύπτουν συνομωσία κατά Μπέρνι Σάντερς από την Χίλαρι Κλίντον, του αντιπάλου της στις εσωτερικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος.
Πηγές: wikipedia, agonaskritis.gr
Η παράδοση του Τζούλιαν Ασάνζ δημιουργεί ακόμα ένα επικίνδυνο προηγούμενο για όλους όσους μάχονται υπέρ της αλήθειας και της δημοσιοποίησής της. Γιατί αυτή η παράδοση σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να εκδοθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή έχει δημοσιεύσει αληθινές πληροφορίες σχετικά με τις ΗΠΑ
Ο πόλεμος των πληροφοριών
Η «λύσσα» των μυστικών υπηρεσιών και των διάφορων κρατών απέναντι στους πληροφοριοδότες δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι «αλλαξοπίστησαν» ή πρόδωσαν. Υπάρχει και αυτή η πλευρά αλλά σίγουρα σημαντικότερο είναι ότι μαίνεται ένας μεγάλος πόλεμος για το έλεγχο των πληροφοριών παγκοσμίως και τέτοιες ριζοσπαστικές συμπεριφορές δεν μπορούν να ανεκτές.
Στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, και του πολυπλόκαμου πληροφοριακού δικτύου της, οι πληροφορίες –και τα δεδομένα όλων των ειδών κατ’ επέκταση– αξιολογούνται σαν το υπ’ αριθμό ένα περιουσιακό στοιχείο – αναλόγως αξιολογούνται και όλα τα προγράμματα εντοπισμού και ανάκτησης πληροφοριών και δεδομένων, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται και οι άνθρωποι που τα χειρίζονται. Έτσι μεγάλες πολυεθνικές όπως η Google, το Facebook και άλλες, οι στρατιωτικές και οι μυστικές υπηρεσίες μιας σειράς ισχυρών κρατών όπως των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Κίνας, του Ισραήλ κ.α. «σκοτώνονται» στο πεδίο των πληροφοριών για το ποιος θα επικρατήσει.
Στρατιωτικά μυστικά, διπλωματικά έγγραφα, βιομηχανικές πατέντες όλων των ειδών, προσωπικά και άλλα δεδομένα έχουν γίνει το θήραμα όλων των παραπάνω λαγωνικών. Στόχος ποιος θα κατέχει τα περισσότερα, ποιος θα ελέγχει τις ροές τους και τα εργαλεία ανάκτησής τους – δηλαδή τα εργαλεία και τα μέσα για να μπορεί ο ένας να τα κλέψει από τον άλλο. Γιατί; Γιατί στα πλαίσια του μεγάλου γεωπολιτικού παιχνιδιού οι πληροφορίες και τα δεδομένα παρέχουν σοβαρά πλεονεκτήματα. Από οικονομικά και στρατιωτικά μέχρι την χρησιμοποίησή τους για εκβιασμούς, δολοφονία χαρακτήρων κ.ο.κ.
Και μέσα σε αυτό τον ψηφιακό πόλεμο που διεξάγεται, που δεν γνωρίζει σύνορα και αρχές, εμπλέκονται και κάποιοι που θέλουν να δημοσιεύσουν ότι μπορούν για χάρη της αλήθειας. Αυτό το έγκλημα καθοσιώσεως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και οι υπεύθυνοι θα πρέπει να κυνηγιούνται και να τιμωρούνται παραδειγματικά. Αυτή είναι και η περίπτωση του Τζούλιαν Ασάνζ.
Η περίπτωση του Μορντεκάι Βανούνου
Το 1986 ο Μορντεκάι Βανούνου –Ισραηλινός πρώην πυρηνικός τεχνικός– αποκάλυψε στον βρετανικό Τύπο λεπτομέρειες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ. Ο Βανούνου είχε προσεγγίσει αρχικά την εφημερίδα Sunday Times. Η έρευνα της εφημερίδας για την εξακρίβωση των στοιχείων καθυστερούσε, γι’ αυτό επικοινώνησε και με το σκανδαλοθηρικό έντυπο Sunday Μirror, ο ιδιοκτήτης του οποίου, ο Ρόμπερτ Μάξγουελ, είχε στενές σχέσεις με τη μυστική ισραηλινή υπηρεσία Μοσάντ. Οι Ισραηλινοί αποφάσισαν να απαγάγουν τον πληροφοριοδότη, αλλά όχι όσο αυτός βρισκόταν σε βρετανικό έδαφος, γιατί δεν ήθελαν να προκαλέσουν εντάσεις με τη βρετανική κυβέρνηση. Για αυτό τον παρέσυραν στη Ρώμη όπου τον νάρκωσαν και τον απήγαγαν. Ο Βανούνου καταδικάστηκε σε 18 χρόνια κάθειρξη, 11 από τα οποία τα πέρασε στην απομόνωση. Αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή το 2004. «Δεν καταφέρατε να με κάνετε να λυγίσω, δεν καταφέρατε να με τρελάνετε», δήλωσε σχετικά με την μακροχρόνια παραμονή του στην απομόνωση.
Μετά την αποφυλάκισή του επιβλήθηκαν στον Βανούνου σκληροί περιοριστικοί όροι όπως: να μην φύγει ποτέ από το Ισραήλ, να μην μιλήσει ποτέ σε αλλοδαπούς εκτός αν έχει ειδική άδεια, να μην πλησιάζει σε συνοριακές γραμμές, αεροδρόμια ή ξένες πρεσβείες, να δέχεται να είναι σε καθεστώς μόνιμης παρακολούθησης, να ειδοποιεί τις αρχές για τυχόν αλλαγές του τόπου διαμονής του και να ενημερώνει για τις συναντήσεις του με άλλους πολίτες. Το 2007 καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλακή για παραβίαση της αναστολής του ενώ το 2010 σε ακόμα τρεις μήνες φυλάκιση για τον ίδιο λόγο. Στις 3 Ιουλίου του 2018 με μήνυμά του στο twitter δήλωσε: «Ανανεώθηκαν οι περιοριστικοί μου όροι για ακόμα ένα έτος».
Ο Σνόουντεν και η NSA
Το 2013, ο Έντουαρντ Τζόζεφ Σνόουντεν –Αμερικανός διαχειριστής συστημάτων που εργαζόταν, βάσει συμβολαίου, για την NSA και την CIA– διοχέτευσε στον Τύπο απόρρητες πληροφορίες από την NSA σχετικά με τα προγράμματα μαζικής παρακολούθησης που εφαρμόζουν οι αμερικανικές και βρετανικές κυβερνήσεις. Οι πληροφορίες αποκαλύπτουν τα προγράμματα παρακολούθησης που τρέχει η NSA με τη συνεργασία εταιριών τηλεπικοινωνιών και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Στις 20 Μαΐου 2013, ο Σνόουντεν πέταξε στο Χονγκ Κονγκ αφού εγκατέλειψε την εργασία του σε μια εγκατάσταση της NSA στη Χαβάη και στις αρχές του Ιουνίου αποκάλυψε χιλιάδες διαβαθμισμένα έγγραφα της NSA στους δημοσιογράφους Γκλεν Γκρίνγουολντ, Λάουρα Πόιτρας και Ίγουεν Μακ Άσκιλ. Ο Σνόουντεν έγινε γνωστός όταν το υλικό που έδωσε στις εφημερίδες The Guardian και The Washington Post είδε το φως της δημοσιότητας. Περαιτέρω αποκαλύψεις έγιναν και από άλλες εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένης της Der Spiegel και της The New York Times.
Στις 21 Ιούνη 2013, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ αποσφράγισε τις κατηγορίες εναντίον του Σνόουντεν, δύο κατηγορίες για παραβίαση του νόμου κατασκοπείας και της κλοπής κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Στις 23 Ιουνίου, ο Σνόουντεν πέταξε στη Μόσχα, όπου σύμφωνα με πληροφορίες παρέμεινε για περισσότερο από ένα μήνα. Αργότερα εκείνο το καλοκαίρι, οι ρωσικές αρχές του χορηγούν προσωρινό πολιτικό άσυλο ενός έτους, το οποίο στη συνέχεια παρατάθηκε έως τρία χρόνια. Από το 2015, εξακολουθεί να ζει σε άγνωστη τοποθεσία στη Ρωσία, ενώ αναζητά άσυλο και αλλού.