Γράφει ο Γιώργος Γιαλούρης
Αυτήν την εβδομάδα είπα να μην γράψω τίποτα και μένοντας πιστός στην απόφασή μου, ιδού, δεν γράφω τίποτα, ακόμη και αυτά που θ’ ακολουθήσουν στην πραγματικότητα δεν ξεφεύγουν από αυτήν μου την απόφαση αφού τίποτα δεν αξίζει πια να γραφτεί κι επομένως δεν αξίζει να αποτυπωθεί στο ηλεκτρονικό χαρτί που έχω μπροστά μου, θα κάθομαι μόνο να κοιτάω το πληκτρολόγιο και θα προσπαθήσω να μην γράψω τίποτα, να μην σκέφτομαι τίποτα και να φαντάζομαι ότι βρίσκομαι στην αμμουδιά, μόνος, λίγο πιο πίσω από το σημείο που σκάει το κύμα, θα κάθομαι εκεί, θα βρίσκομαι ξαπλωμένος εκεί, είμαι ξαπλωμένος εκεί και δεν σκέφτομαι τίποτα, μόνο αναρωτιέμαι γιατί θα πρέπει να προσπαθώ ν’ αποτολμήσω το οτιδήποτε και γιατί θα πρέπει να προσπαθώ να μεταλαμπαδεύω τις ίδιες αξίες τις οποίες αμφισβητώ σε έναν κόσμο στον οποίο έτυχε να βρεθώ μέσα του, έπεσα μέσα στην χύτρα μα τον Τουτάτη και προσπαθώ να περάσει η επήρεια του μαγικού ζωμού, αλλά δεν θέλει κανείς να περάσει η επήρεια του μαγικού ζωμού, σήκω από εκεί, η πατρίδα σε χρειάζεται, ποιος είπες ότι με χρειάζεται, ποια είναι η πατρίδα μου, είναι αυτή που θα σε στείλει να πολεμήσεις για να ξεφύγεις από την πλήξη σου, θα πας να πολεμήσεις με χαμόγελο, μ’ ευχαρίστηση, χρειάζεται λίγη αλλαγή στη ζωή σου, μπορεί και να μην σκοτωθείς, αλλά αν σκοτωθείς, θα το κάνεις για την πατρίδα, φύγε από εδώ, μου κρύβεις τον ήλιο, μα είμαι μόνος μου, τα φαντάζομαι όλα, ήμουν σίγουρος ότι δεν σκεφτόμουν τίποτα, πώς γίνεται να γράφω, δεν έχω ούτε χαρτί μπροστά μου, τα σκέφτεσαι όλα αυτά και δεν ακούς τον ήχο του κύματος καθώς σκάει στην αμμουδιά, συγκεντρώσου εκεί, ψάξε εκείνο το κοχύλι, σου έπεσε από την παλάμη όταν ήσουν μικρός, βρισκόσουν ακριβώς στο ίδιο σημείο που βρίσκεσαι και τώρα, μην με διακόπτετε, μα η πατρίδα, σας παρακαλώ, είπα ότι δεν θα γράψω τίποτα κι επιμένω σε αυτό, δεν έχω πατρίδα πια, πατρίδα μου η γειτονιά μου, πάει η γειτονιά μου, τώρα πια εκεί τσακώνονται για το πάρκινγκ και θέλουν φορτιστές για τα ηλεκτρικά τους αυτοκίνητα, ωραία μας τα λες, πολύ ήλιο έχει εκεί που κάθεσαι, σήκω να βάλουμε πάνελ, δεν είμαι πάνελ, είμαι ελεύθερος άνθρωπος, έτσι είναι μωρέ οι ελεύθεροι άνθρωποι, οι ελεύθεροι άνθρωποι έχουν λεφτά, κι εγώ έχω λεφτά, κοίτα, πήγα σούπερ μάρκετ και ψώνισα χωρίς να κοιτάω τις τιμές, τα πέταξα όλα στα σκουπίδια, κράτησα όμως τη σακούλα, ω, μα τι σπατάλη, έτσι κάνει ο καπιταλισμός, μα το ηθικό σου αποτύπωμα ποιο είναι, δεν έχω κανένα αποτύπωμα, ό,τι άφησα στην άμμο όταν ήμουν μικρός, τώρα πια είμαι ελεύθερος άνθρωπος και καταναλώνω, όχι πια όμως, η πατρίδα με χρειάζεται γιατί αγοράζει όπλα, θα πάω έξω που αγοράζουν ακόμη περισσότερα όπλα, πρέπει να υπερασπιστούμε τις πατρίδες μας από τις άλλες πατρίδες, έλα, κάτσε παρέα μαζί μου, αλλά σε παρακαλώ μην πεις τίποτα, προσπαθώ να καταλάβω τα κύματα, νομίζω ότι κάτι μπορώ να καταφέρω επειδή αποφάσισα να μην καταφέρω και να μην γράψω τίποτα, μερικές φορές φαντάζομαι ότι βρίσκομαι κάπου, ότι κάθομαι κάπου και επιβάλω στον εαυτό μου να γράφει έτσι ώστε να προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει αυτά που διαβάζει και παρατηρεί, παραμιλάω στον ύπνο μου, παραληρώ μέσα σ’ ένα ακατανόητο σύμπαν μιας φρικιαστικής καθημερινότητας όπου τα πάντα κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και όλοι ψάχνουν λύσεις σε προβλήματα που οι ίδιοι δημιουργούν, όλοι περιμένουν κάτι, όλοι τρέχουν για κάτι, όλοι χρωστάνε σε κάποιον, όλοι πληρώνουν, όλοι αγοράζουν, όλοι πουλούν, όλοι αναρωτιούνται, όλοι ξυπνούν πρωί πρωί για να πάνε κάπου και όχι για να αφήσουν το πρώτο φως ν’ αγγίξει το πρόσωπό τους, όλοι έτοιμοι να ορμήσουν, να μπουν σε μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ, δεν τελειώνει ποτέ, ποτέ, π ο τ έ και ξυπνάω βρίζοντας, με τρόμο, κάθιδρος και μόλις συνειδητοποιήσω ότι βρίσκομαι ακόμη στην αμμουδιά, ξεφυσάω με ανακούφιση, φέρνω τα χέρια μου γύρω από τα γόνατά μου κι επικεντρώνομαι στις ανάσες μου, στη θάλασσα και στο απέραντο, στο αέναο, στο τίποτα, στο άδειο, στο κενό.




































































