Για τις ναυαρχίδες του Τύπου, το συγκρότημα Λαμπράκη που έβγαζε Το Βήμα, Τα Νέα, τον Ταχυδρόμο και τον Οικονομικό Ταχυδρόμο και το συγκρότημα της Ελένης Βλάχου με την Καθημερινή και τις εκδόσεις Γαλαξία, που όριζαν τι είναι ποιοτικό και τι δεν είναι στα γράμματα και τις τέχνες, το Χάραμα ήταν ένα σκυλάδικο στην Καισαριανή κι ας ξημεροβραδιάζονταν μερικοί από τους πιο γνωστούς δημοσιογράφους τους στα μπουζούκια. Και στην πιο πολυφωνική Ελευθεροτυπία, οι απόψεις για τα λαϊκά κέντρα διχάζονταν, αλλά δεν έφταναν σε αυστηρούς αποκλεισμούς.

Σκυλάδικο ήταν και για τους πανεπιστημιακούς, τους εύπορους αστούς με ακαδημαϊκούς τίτλους, τους συγγραφείς ευυπόληπτων μυθιστορημάτων και δοκιμίων, τους μουσικοσυνθέτες και μουσικούς που είχαν σπουδάσει στα ωδεία ή έπαιζαν ποπ και ροκ μουσική.

Επίσης, ανάλογη θέση είχαν και οι περισσότεροι πολιτικοί όλων των κομμάτων, οι ευρωπαΐζοντες, όπως και σημαντική μερίδα των διανοουμένων του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ., που χωρίς να έχουν ποτέ περάσει ούτε έξω από το Χάραμα ή από τα αντίστοιχα μαγαζιά που ήταν διάσπαρτα σε όλη τη χώρα, το είχαν απορρίψει «σε επίπεδο αρχής», ως «μπουζουκτσίδικο», χαρακτηρισμός που ήταν ισοδύναμος με το «σκυλάδικο».

Αργότερα, μετά τη δικτατορία, το Χάραμα άρχισε να αποχαρακτηρίζεται χάρη στη λεγόμενη «αναβίωση» του ρεμπέτικου, δηλαδή την ανάδειξη του ρεμπέτικου στο προσκήνιο της μουσικής και την αποδοχή που γνώριζε σταδιακά μέχρι να καθιερωθεί πανηγυρικά ως σημαντικό είδος της νεότερης παράδοσης, αλλά και ως πολύ ενεργό στοιχείο της επικαιρότητας, κάτι σαν μετενσάρκωση υπό διαφορετικές συνθήκες. Γιατί ούτε η κοινωνία ήταν ίδια με την προπολεμική ούτε οι νεαροί μουσικοί που εκτελούσαν τα τραγούδια ήταν όμοιοι με τους ρεμπέτες. Η αναβίωση αυτή, όμως, έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην αναβάθμιση ειδικά του Χαράματος, κι ας μην είχε αλλάξει τίποτα στο περιεχόμενο και τον τρόπο λειτουργίας του και κατ’ επέκταση στον αναχαρακτηρισμό των μπουζουκτσίδικων όλης της επικράτειας, με κάποια να αναβαθμίζονται σε «μπουζούκια», όπως τα ονομάτιζε ο λαϊκός κόσμος από τη δεκαετία του 1950 ή με το γενικότερο και πιο κόσμιο «κέντρο διασκέδασης», ενώ κάποια παρέμεναν στην κατώτερη κατηγορία, των σκυλάδικων.

Στον αποχαρακτηρισμό του Χαράματος, πέρα από τη γενικότερη αναθεώρηση και επαναξιολόγηση των ρεμπέτικων και μεταπολεμικών λαϊκών τραγουδιών, καθοριστικός ήταν κι ο ρόλος του Τσιτσάνη και της Μπέλλου. Πιθανά θα ήταν και του Γιάννη Παπαϊωάννου αν δεν είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1972.

Η Σωτηρία

Στα χρόνια που ήμουν στη Λύρα, από το 1972, η Μπέλλου έδινε τακτικά το παρόν στην εταιρία, επειδή ηχογραφούσε ακατάπαυστα τραγούδια για μια μεγάλη σειρά δίσκων με ρεμπέτικα τραγούδια, την ενορχηστρωτική επιμέλεια των οποίων είχαν αναλάβει ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Στέλιος Ζαφειρίου και ο μαέστρος Νίκος Μαμαγκάκης.

Στην εποχή της δισκογραφίας, η ηχογράφηση των τραγουδιών και η κυκλοφορία των δίσκων ήταν αποφασιστικής σημασίας για την επικαιρότητα του τραγουδιστή και την προσέλκυση πελατείας στο μαγαζί που εμφανιζόταν. Με δεδομένο ότι στη Λύρα ήμασταν μόνο τέσσερα-πέντε άτομα που κάναμε όλες τις δουλειές καλύπτοντας τους βασικούς τομείς των σχέσεων με τους καλλιτέχνες, της παραγωγής των δίσκων και των εξωφύλλων και της δημοσιότητας που περιλάμβανε τις φωτογραφίσεις και τις παρουσιάσεις στον Τύπο και το ραδιόφωνο, η συνεργασία με τους καλλιτέχνες ήταν πάρα πολύ στενή, καθημερινή.

Στις πιο μεγάλες εταιρίες υπήρχε μεγαλύτερη εξειδίκευση και ο καθένας είχε ένα τομέα. Γι’ αυτό η επαφή μου με την Μπέλλου ήταν εξ αρχής πολύ κοντινή και φιλική. Κι αυτό συνέτεινε στο να πηγαίνω συχνά στο μαγαζί που τραγουδούσε. Ήταν ατύπως μέσα στις υποχρεώσεις μας για να ξέρουμε τι γίνεται στην πιάτσα και να κρατούμε ικανοποιημένους τους καλλιτέχνες δηλώνοντας με την παρουσία μας όχι μόνο τη δική μας ευαρέσκεια, αλλά και το ενδιαφέρον της εταιρίας γι’ αυτούς. Ως ο πιο νέος της «ομάδας» του πρώτου ορόφου, ήμουν και ο πιο φιλομαθής και πιο κινητικός. Έχοντας δουλέψει σε νυχτερινό μαγαζί για τέσσερα περίπου χρόνια, στη ντισκοτέκ Φαληρικό Δέλτα, κι έχοντας σαν θαμώνας επισκεφτεί πολλά λαϊκά μαγαζιά κάθε είδους και κατηγορίας, είχα εξοικειωθεί με τα κέντρα διασκέδασης παρατηρώντας πολύ προσεκτικά τη λειτουργία τους.

Μια από τις ωραιότερες αναμνήσεις που έχω από τη σχέση μου με την Μπέλλου ήταν η συνεργασία μας για την ηχογράφηση των τραγουδιών που θα ερμήνευε συμμετέχοντας στο δίσκο των Αργύρη Κουνάδη και Βαγγέλη Γκούφα «Δεν περισσεύει υπομονή», το 1973. Επειδή η συνάδελφος Κατερίνα Γεωργή ήταν απασχολημένη με άλλη δισκογραφική εργασία εκείνο τον καιρό και επειδή είχα προσωπική σχέση με τη Σωτηρία, την Ελένη Βιτάλη και τον ομοϊδεάτη συνθέτη του έργου, μου ανατέθηκε να ασχοληθώ με τη διεκπεραίωση της παραγωγής του συγκεκριμένου δίσκου. Έκανα όλα τα προκαταρκτικά και είχα συνεχή παρουσία στο στούντιο. Σε αντίθεση με τις ηχογραφήσεις των λαϊκών και ρεμπέτικων που η Σωτηρία έκανε «περίπατο», όπως και η Ελένη στα δημοτικά, οι λαϊκές ερμηνεύτριες χρειάζονταν την καθοδήγηση του Κουνάδη που ήταν εξαιρετικός δάσκαλος για να εξοικειωθούν με το ύφος και τις τεχνικές των συγκεκριμένων τραγουδιών που είχαν πιο λόγιο ύφος.

Στην παρουσίαση του δίσκου «12 νέες λαϊκές δημιουργίες», οι συντελεστές: ο Βασίλης Τσιτσάνης, οι ερμηνευτές Ελένη Γεράνη, Ηλίας Μακρής, Ανθή Αγγελίδου και ο παραγωγός Στέλιος Ελληνιάδης… (φωτό Αρχείο ντέφι)

Ο Μπελογιάννης

Κανένας δεν ήξερε ότι οι στίχοι των τραγουδιών που είχαν γραφτεί αριστοτεχνικά από τον έμπειρο Γκούφα είχαν σαν ήρωα τον Νίκο Μπελογιάννη! Και να το ήξερε ο Πατσιφάς που ήταν η κεφαλή της Λύρας, δεν θα το έλεγε σε κανένα φοβούμενος κάποια διαρροή. Τα τραγούδια είχαν περάσει από τη λογοκρισία ως κοινωνικο-ερωτικά, ενώ αναφέρονταν αλληγορικά στους ήρωες κομμουνιστές της εθνικής αντίστασης. Επί πλέον, η μουσική του τραγουδιού με τίτλο «Εις μνημόσυνον», γνωστότερο ως «Άι γαρούφαλλό μου», αποτελούσε διασκευή ενός αντιφασιστικού τραγουδιού του ισπανικού εμφυλίου! Αν οι λογοκριτές είχαν πληροφορηθεί την αλήθεια που κρυβόταν στα τραγούδια, η ποινή για τους συντελεστές του δίσκου δεν θα περιοριζόταν μόνο στην απαγόρευση της ηχογράφησής τους!

Ούτε το εξώφυλλο με το χαρακτικό του Τάσσου κίνησε τις υποψίες όταν ο δίσκος βγήκε στην αγορά, γιατί είχαν προηγηθεί πολλά εξώφυλλα δίσκων της Μπέλλου με χαρακτικά του Τάσσου και της Βάσως Κατράκη, οπότε για κάθε ανυποψίαστο ήταν φυσική επιλογή. Έτσι πέρασε ασχολίαστο και το φόντο στο χαρακτικό το οποίο ήταν σκοπίμως έντονο κόκκινο!

Ο Κουνάδης μού αποκάλυψε συνωμοτικά το μυστικό γιατί είχε αντιληφθεί από τις συζητήσεις μας ότι ήμουν μπλεγμένος στο παράνομο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Και τον είχα εκτιμήσει πάρα πολύ γιατί, πέρα από την καλλιτεχνική του αξία, μαζί με τον επίσης πολύ σπουδαίο Γκούφα, είχαν αποφασίσει να διακινδυνεύσουν κάνοντας προμελετημένα μια αντιδικτατορική πράξη που ελάχιστοι από τους συναδέλφους τους συνθέτες και στιχουργούς είχαν αποτολμήσει!

Αυτή είναι μια από τις πιο σημαντικές εμπειρίες μου, τόσο εξαιτίας των συγκεκριμένων δημιουργών και του έργου τους, όσο και για την απόλαυση που μου έχει μείνει ανεξίτηλη από τον εκφραστικό άθλο των δύο γυναικών που ερμήνευσαν αριστουργηματικά τα τραγούδια, υποψιασμένες ότι κάτι πολύ σημαντικό τραγουδούσαν. Τελικά, επειδή ο Κουνάδης ζούσε και δίδασκε μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ στη Γερμανία, από δικό μου δημοσίευμα, στη μεταπολίτευση, δημοσιοποιήθηκε το κρυφό νόημα αυτών των τραγουδιών.

Ο Τσιτσάνης

Με αφορμή την Μπέλλου, συνδέθηκα με τον Τσιτσάνη, κι ήμουν μόνο 22 χρονών. Ο Τσιτσάνης είχε μια ισχυρή γήινη γοητεία και κόλλησα, μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Για πολλά χρόνια ήμουν τακτικός θαμώνας στο Χάραμα. Είχα αποκτήσει σχέσεις με την Ευαγγελία Μαργαρώνη, τον Γιάννη Δέδε, τον Ηλία Μακρή, την Ελένη Γεράνη, την Ανθή Αγγελίδου και τους υπόλοιπους μουσικούς και τραγουδιστές, με τα αφεντικά, τον πρώην παλαιστή του κατς Κώστα Παπαλαζάρου και τον επιχειρηματία Κίμωνα Φαρατζή, την όμορφη Ντίνα Δρόσου, τη λουλουδού, που ήταν πολύ καλή στη δουλειά της χωρίς να δίνει δικαιώματα στους πελάτες και τον φωτογράφο που ολημερίς ήταν στο φωτογραφείο δίπλα στο σινεμά Ριβολί, στην Αριστείδου, και το βράδυ, γνωστός με ένα όχι πολύ κολακευτικό παρατσούκλι, απ’ αυτά που συνηθίζονταν στη νύχτα, φιλικός, βαρύς, εύσωμος και σβέλτος, φωτογράφιζε τους πελάτες στο Χάραμα που πόζαραν στις παρέες και δίπλα στους καλλιτέχνες.

Αυτός ο πολυπρόσωπος μικρόκοσμος του μαγαζιού ήταν ο χώρος παραγωγής και αναπαραγωγής του Τσιτσάνη. Ο Βασίλης, όσα τραγούδια κι αν είχε γράψει και ηχογραφήσει, παρέμεινε μέχρι το τέλος μουσικός του πάλκου. Εκεί ήταν η δουλειά του, εκεί ήταν οι κοινωνικές του σχέσεις, εκεί ήταν το γραφείο του, εκεί ήταν η προσωπική του αναψυχή, εκεί ήταν η ψυχή του, εκεί ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζυμώνονταν οι δημιουργικές του ανησυχίες μέσα από μια ανεξάντλητη αλληλοτροφοδοσία με το ακροατήριο, κάθε βράδυ. Στο Χάραμα αισθάνεται βασιλιάς, είχε εύστοχα επισημάνει ο Τάσος Φαληρέας στο «ντέφι», το 1982. Εκεί τρώει, εκεί κλείνει συμφωνίες, εκεί δέχεται φιλικές και επαγγελματικές επισκέψεις, εκεί γράφει μουσικές, προβάρει τραγούδια, δίνει συνεντεύξεις, κάνει γυρίσματα, εκεί φλερτάρει… Πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του αυτή τη σχέση, για να εκτιμήσει το ρόλο και τη σημασία των κέντρων διασκέδασης γιατί χωρίς αυτά τα φυτώρια το λαϊκό τραγούδι με το μπουζούκι δεν θα έφτανε να κατακτήσει την οικουμένη. Στα μαγαζιά, οι εμπνεύσεις των καλλιτεχνών περνούσαν από χίλια στρώματα και διυλίζονταν εξαντλητικά. Κι απ’ αυτή την άποψη, πέρα από τον σημαντικό ρόλο του μαγαζιού ως τόπο συνάθροισης και ψυχαγωγίας των ανθρώπων της δουλειάς και των νέων που αγαπούν τη λαϊκή μουσική, το Χάραμα θα έπρεπε να είχε παραμείνει ακέραιο στη θέση του στην Καισαριανή για ιστορικούς και συμβολικούς λόγους ως στοιχείο της λαϊκής πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Βασίλης Τσιτσάνης (σκίτσο του Πέτρου Ζερβού για το Περίπτερο)

Το Χάραμα

Στο Χάραμα κάναμε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τα γυρίσματα με φιλμ ενός τηλεοπτικού προγράμματος που παίχτηκε στην ΕΡΤ με σκηνοθέτη τον κολλητό μου φίλο και συνεργάτη Γιάννη Μπασίπαγλη. Στη σκηνή που ο Τσιτσάνης φιλοξενεί τον Γιώργο Νταλάρα, κάθονται και παίζουν στο τραπεζάκι που συνήθως ο Τσιτσάνης τρώει το βραδινό του με φόντο τις στοίβες από τα λευκά πιάτα, στην κουζίνα του μαγαζιού. Τι πιο φυσικό για ένα λαϊκό καλλιτέχνη;

Ο Τσιτσάνης είναι τόσο δεμένος με το Χάραμα που τη μοναδική μέρα που έχει ρεπό, δεν τον χωράει ο τόπος. Γι’ αυτό με θέλει στη Γλυφάδα, για παρέα, να μου παίζει μελωδίες που σκαρώνει στο μπουζούκι, στην αυλή με το γρασίδι, με καφέ πάνω στο μικρό τραπέζι που ακουμπάει το μαγνητοφωνάκι στο οποίο ηχογραφεί ό,τι παίζει αυτοσχεδιάζοντας, κι όταν έχει δροσιά στο υπόγειο, κάτω από το μεγάλο διώροφο σπίτι, που είναι το μέρος που προτιμάει να μένει, ένα μακρύ δωμάτιο με διπλό κρεβάτι κι ένα ποδήλατο γυμναστικής που δεν χρησιμοποιείται ποτέ. Νυχτώνοντας, κάνουμε μεγάλους περίπατους συζητώντας, μέχρι τη Βούλα, για να περάσει η ώρα και να εκτονωθεί το σύνδρομο στέρησης που νιώθει από την απουσία του πάλκου. Κι αυτό δεν έχει σχέση με το αν έχει ή δεν έχει κόσμο το μαγαζί. Το μαγαζί είναι τρόπος ζωής κι όπως έκαναν οι παλιοί, δεν περνάει από το ταμείο να πάρει το μεροκάματο αν οι παρέες είναι λίγες και η είσπραξη δεν φτάνει για να πληρωθούν όλοι. Μ’ αυτό το σύστημα, το οποίο κρατήθηκε σε ισχύ σε πολλά μαγαζιά μέχρι τη δεκαετία του 1980, κρατιόταν το μαγαζί ανοιχτό. Έτσι ούτε η επιχείρηση ζημιωνόταν ούτε οι καλλιτέχνες φορτώνονταν μια αποτυχία.

Το γεγονός ότι το Χάραμα ανέβηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, μπορεί να έχει δημιουργήσει τη λανθασμένη εντύπωση ότι πήγαινε καλά όλα τα χρόνια ύπαρξης του. To 1978-1979, στη χειμερινή σεζόν, ο Τσιτσάνης μετακόμισε στην επίκαιρη τότε πιάτσα της Πλάκας, αλλά δεν ρίζωσε. Είχα εμπλακεί στο πρόγραμμα και ήμουν κάθε βράδυ στο «Θεμέλιο», το μαγαζί του Α. Ζαχαρόπουλου, στην Κυδαθηναίων, κάτω από το «Ζουμ», απέναντι από το «Ζυγό», κοντά στη «Διαγώνιο» και τη «Λήδρα». Στο ρεπερτόριο, ο Τσιτσάνης είχε συμπεριλάβει τραγούδια που ηχογραφούσαμε στο στούντιο Action, στην οδό Αλκαμένους, για το δίσκο που κυκλοφόρησε το 1979 με τον γενικό τίτλο «12 νέες λαϊκές δημιουργίες».

Ο λαϊκός ήρωας

Στις επόμενες σαιζόν ήταν πάλι στο Χάραμα. Εκείνη τη χρονιά, ήταν χαρούμενος που είχε βρει καινούργια εταιρία μετά την τραυματική μη ανανέωση της μακρόχρονης συνεργασίας του με την EMI-Columbia. Τον είχε σοκάρει η αχαριστία της νέας διεύθυνσης που τον «έβγαλε στο δρόμο» θέλοντας να επικεντρωθεί στην ποπ εκδοχή του ελληνικού τραγουδιού και με ανομολόγητη αφορμή την ενόχληση των κυριλέ στελεχών της εταιρίας από το τραγούδι του Τσιτσάνη «Το βαπόρι απ’ την Περσία» που αναφέρεται στην κατάσχεση από τις αρχές έντεκα τόνων χασισιού στον Ισθμό της Κορίνθου, το οποίο άγγιζε τους βαρύμαγκες που σύχναζαν στα μπουζούκια αλλά και τους νέους που γοητεύονταν από το άντεργκραουντ περιεχόμενο των λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών.

Με πολλή πικρία για το «απαλλακτικό» από την Κολούμπια, δεν ήθελε να ακούσει για άλλο συμβόλαιο, γι’ αυτό χρειάστηκε να τον πολιορκήσω επί ενάμιση χρόνο μέχρι να τον πείσω να υπογράψει με τη CBS. Μάλιστα, όταν του έκλεισα στούντιο κατεπειγόντως για να ηχογραφήσουμε το τραγούδι που εμπνεύστηκε αγανακτισμένος από την κυβερνητική απόφαση να κλείνουν τα μαγαζιά στις δύο τη νύχτα για εξοικονόμηση καυσίμων, με το ευρηματικό μότο «Πω, πω ζημιά που πάθαμε και επί δημοκρατίας» που βγήκε σε λίγες μέρες σε μικρό δίσκο, παρ’ όλο που οι 45άρηδες δεν είχαν πια ζήτηση, έκανε σαν μικρό παιδί απ’ τη χαρά του. Το τραγουδούσε κάθε βράδυ στο μαγαζί μαζί με το «Μπλόκο», «Το Δηλητήριο στη φλέβα», «Την τελευταία μου ζαριά» κ.ά. που συμπεριλαμβάνονταν στο μεγάλο δίσκο.

Αφοσιωμένος στις μουσικές του, το 1980, ηχογράφησε στο Χάραμα μια σειρά κομματιών, τραγουδιών και αυτοσχεδιασμών στο μπουζούκι, για λογαριασμό της UNESCO, που κυκλοφόρησαν από την εταιρία Τζίνα-Venus, μιας και με την αποχώρησή μου από τη CBS, διακόπηκε και η δική του συνεργασία.

Όμως, στα επόμενα τρία χρόνια το ρεμπέτικο είχε θεριέψει καθώς η νεολαία είχε στραφεί φουλ στο λαϊκό τραγούδι, με υπολογίσιμη και τη συμβολή της δικής μας εκπληκτικής παρέας με επίκεντρο το «ντέφι» και τις ιστορικές συναυλίες στο Θέατρο Λυκαβηττού, τις εκδόσεις δίσκων και βιβλίων και την παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων με θέμα τη λαϊκή, δημοτική και ρεμπέτικη μουσική. Πλέον ο Τσιτσάνης αναδεικνυόταν σε εθνική φυσιογνωμία παγκόσμιας εμβέλειας, γεγονός που επιβεβαιωνόταν και από τον τότε πρωθυπουργό της χώρας που έριχνε τις στροφές του στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου στο Χάραμα.

Το δεύτερο «ντέφι» είχε τον Τσιτσάνη στο εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον Δημήτρη Αρβανίτη, με ξεχωριστό άρθρο για το Χάραμα. Πέρα από τον πρωτοπόρο Γιάννη Τσαρούχη, πάρα πολλοί διανοούμενοι και πολιτικοί, ακολουθώντας το ρεύμα και τη νεολαία, είχαν ξεπεράσει τις αναστολές τους κι έτσι ο Τσιτσάνης δεν χρειάστηκε, κανένα άλλο βράδυ, να φύγει από το μαγαζί χωρίς να περάσει από το ταμείο…

Μέρος παρέμβασης στην εκδήλωση της «Ανυπότακτης Καισαριανής» για το Χάραμα και το λαϊκό τραγούδι στο Μουσείο Εαμικής Εθνικής Αντίστασης»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!