Καθολική αναμόρφωση, το κλειδί της απεξάρτησης. Του Γιάννη Τσούτσια
Τα μέτρα ψηφίστηκαν. Η πειθήνια υποταγή επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά. Όμως το γαϊτανάκι με τη δόση δεν σταμάτησε. Εναλλαγή ζεστού-κρύου, με δηλώσεις, από την πλήρη αθέτηση ώς τις γαλαντόμες υποσχέσεις που τροφοδοτούν τα πρωθυπουργικά μειδιάματα. Τραγέλαφος, ώστε να μην μπορεί κανένας να υποθέσει και να βασιστεί. Να αποθαρρύνεται η σκέψη και η διάθεση, να καλλιεργείται η απάθεια και η υποταγή. Να είναι κανείς αναγκασμένος να δεχτεί την ευρωκρατία ως τον πατέρα-αφέντη, που όλα εξαρτώνται από τις ανεξιχνίαστες διαθέσεις του. Έτσι, χειρότερα κι από την κατρακύλα, αποκαλύπτεται το απεχθές πρόσωπο της Ευρώπης.
Οι Έλληνες βιώνουν όχι μόνον έναν τελικό εκβιασμό, αλλά το διαρκή εκβιασμό σε κάθε φάση της διαδικασίας. Αποκαλύπτεται έτσι και εμπεδώνεται στα μάτια του κόσμου, ένα πανευρωπαϊκό σύστημα πολιτικής κυριαρχίας, αναξιόπιστο, ψευδολόγο, τρομακτικό, χειρότερο κι από το δικό μας. Η Ευρώπη των θεσμών, των κανόνων, των δεσμεύσεων, η πρόσοψη του ευρωπαϊσμού, κατεδαφίζεται. Βιωμένη από την πλευρά των καταπιεσμένων, αποκαλύπτεται γυμνή, μια ωμή αποικιοκρατική δύναμη. Συγκροτείται, έτσι, μια στρατηγικού τύπου αντιπαλότητα, υλικά εδραιωμένη, όχι μόνο ιδεολογικά. Με τη σειρά τους, οι ντόπιοι θιασώτες του ευρωπαϊσμού, κενοί, χωρίς ιδεολογικό μανδύα και φτιασιδώματα, παραμένουν κι αυτοί έκθετοι, άρα και ευάλωτοι πολιτικά, οδεύουν προς το χαμό.
Ωστόσο, σ’ αυτό το τοπίο, ας μη μας διαφεύγουν και κάποιες ειδικότερες αξιολογήσεις. Το πολιτικό σύστημα δεν σταθεροποιείται, δεν βρίσκει τόπο να σταθεί, ούτε καν την πρέπουσα υποστήριξη από την τρόικα. Η απευθείας διοίκηση της χώρας από τους δανειστές, χωρίς εγχώρια διαμεσολάβηση είναι στο πρόγραμμα· προωθείται και προκρίνεται συστηματικά. Έπεται συνέχεια και δεν θα υπάρξουν πολυτέλειες ή δισταγμοί. Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι παίζουν με τη φωτιά, συνυπολογίζουν, όμως, ότι δεν υπάρχει ικανή δύναμη αντίθεσης, πως δεν συντρέχει άμεσος πολιτικός κίνδυνος για την ανατροπή των σχεδιασμών τους.
Το κλειδί της χειραγώγησης
Στη χώρα εξαπλώνεται μια γενικευμένη αίσθηση αδυναμίας. Πολλά φταίνε και πολλά λείπουν που διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση. Ωστόσο, η ευρωκρατία έχει βρει ένα κλειδί που της επιτρέπει να αναπαράγει επί δυόμισι χρόνια παιχνίδια χειραγώγησης. Αυτό το κλειδί συναιρείται στο θέμα της δόσης και σε όσα εξυφαίνονται γύρω από αυτήν. Η κοινωνία έχει πειστεί πως η καταβολή της είναι αναγκαία, ότι η δόση δεν είναι αχρείαστη. Όσο κι αν τα σενάρια εκφοβισμού γίνονται κατανοητά, όσο κι αν γίνεται αντιληπτό ότι ο πρωθυπουργός ψεύδεται κινδυνολογώντας, όσο κι αν συνειδητοποιούνται τα μύρια όσα παγιδευτικά γύρω μας, θεωρείται επιβεβλημένη. Γιατί, βαθύτερα, η κοινωνία έχει αποδεχτεί τη χρεοκοπία, προσδίδοντάς της καθολικό περιεχόμενο, πέρα και από την οικονομία, ένα περιεχόμενο οντολογικό.
Είμαστε μια χώρα χωρίς δυνατότητες. Συνεπώς, το να ανακάμψουμε από μόνοι μας είναι εξαιρετικά δύσκολο, σχεδόν αδύνατο. Αυτή είναι η πεποίθηση που εμφιλοχωρεί πίσω από την έννοια της χρεοκοπίας και της συνακόλουθης δόσης. Επιπλέον, υπάρχει συνείδηση, όχι άδικα, πως η τροχιά μας καθορίζεται από μια παγκόσμια διάσταση. Η έξοδος από την κρίση είναι δεσμευμένη σε αλλότριες παραμέτρους και νομοτέλειες. Πόσο μάλλον όταν στο τιμόνι της χώρας βρίσκονται οι συνεργοί και οι αναξιόπιστοι. Όπως και αυτοί που διαθέτουν εύκολες, πρωτόγονες λύσεις και -υποτίθεται- πως απομένει μόνο να τις εφαρμόσουν. Και οι άλλοι, που κατέχουν μέρος της λύσης, αγνοούν επιδεκτικά τα υπόλοιπα, πολλά από τα οποία επισημαίνει διαισθητικά ο ίδιος ο κόσμος. Έτσι, λοιπόν, υπό αυτήν την οπτική, η δόση φαντάζει αναγκαία, παρ’ όλο που όλοι γνωρίζουν ότι κι αυτή θα κατευθυνθεί στις τράπεζες και όχι στις συντάξεις.
Ας αναλογιστούμε λίγο την εικόνα, πώς έφτασε η Ελλάδα ώς εδώ. Απαιτήθηκαν μεθοδεύσεις, να ευθυγραμμιστεί το παγκόσμιο παιχνίδι κονιορτοποίησής της, να αναιρεθούν τα όπλα της άμυνάς της. Χρειάστηκε πρώτα να ηττηθεί η χώρα σε ηθικό επίπεδο, να υπομονευθεί η εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Μπορεί η Ελλάδα να μη διέθετε αξιόλογο ηθικό στάτους. Κι αυτό που είχε, όμως, πάλι θα ήταν αρκετό για να αποτραπεί μια τόσο ανεμπόδιστη πτώση.
Η πίστη στις δυνατότητες κόντρα στα διλήμματα
Όσα σχεδιάστηκαν τα τελευταία δυόμισι χρόνια έπληξαν την αυτοπεποίθηση της κοινωνίας απέναντι στις ίδιες της τις δυνάμεις. Ακόμη και η Αριστερά συνέβαλε σ’ αυτό, με την εύκολη, ιδιοτελή καταγγελτικότητά της. Είμαστε χρεοκοπημένοι, έλεγε, συντηρώντας τη σύγχυση ανάμεσα σε μια οικονομική ορολογία και σ’ ένα σεισμικό γεγονός καθολικής, πυρηνικής, ανεπανάληπτης καταστροφής. Δεν είπε ποτέ η Αριστερά πως είμαστε σε θέση άμεσα, ακόμη και σήμερα, την τελευταία ώρα, να παλέψουμε και να σταθούμε. Αυτό ήταν το πολλαπλά διαμορφωμένο κλίμα που επέτρεψε στην Ελλάδα των αρνητικών οικονομικών αποτελεσμάτων (όχι μόνη σε παγκόσμιο επίπεδο) να μετατραπεί από μια χώρα απλώς ελλειμματική ανάμεσα σε πολλές άλλες, σε χώρα-Ιφιγένεια και πειραματόζωο.
Η φοβία της δόσης έπαιξε το ρόλο της και εξακολουθεί να τον παίζει. Η ανάκαμψη έχει ολοένα πιο δύσκολους όρους. Ήδη παραπέμπει στη διαλεκτική τού ότι δεν έχουμε πολλά πλέον να χάσουμε. Οι εκβιασμοί αποδυναμώνονται εξαιτίας της διαρκούς αποδοχής τους και η Ελλάδα πλησιάζει στο σημείο που δεν θα έχει, όντως, πολλά να χάσει από την μη καταβολή της δόσης. Ίσως έτσι, σιγά-σιγά, μπει σε τροχιά αποπαγίδευσης.
Όσο για τους εξαρχής, αλλά και για τους εκ των υστέρων, προφήτες, πρέπει να επισημάνουμε ότι η κοινωνία έχασε πολλά αυτά τα χρόνια. Δεν έγινε κατορθωτό να διασωθεί τίποτα! Κι αυτό ήταν το πραγματικό επίδικο, απέναντι στο οποίο οι κάθε λογής προφήτες δεν είχαν καμία πραγματική προσφορά. Το μοτίβο της αντίστασης, ίδιο, επαναλαμβανόμενο, στο οποίο δεν πιστεύει πλέον κανείς, ήταν ότι με διεκδικήσεις, έτσι όπως αυτές επιχειρήθηκαν, θα μπορούσε κάτι να γίνει. Η διαμόρφωση, όμως, όρων για την απόρριψη των παγιδευτικών διλημμάτων, όπως η δόση, σχετίζεται με τη διαμόρφωση πίστης, όχι μεταφυσικής, αλλά ότι μπορούμε σήμερα, ότι υπάρχουν δυνατότητες ακόμη και στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πραγματικότητας -και όχι αύριο, στο πλαίσιο του σοσιαλισμού- να μεταστρέψουμε τα πράγματα, να μεταστρέψουμε την πορεία.