Ἀφιερωμένο στὴν Katerina ποὺ εἶναι Hellene. Γράφει ο Άγγελος Καλογερόπουλος

Ὁ τόπος μας εἶναι ἀνοιχτός. Ἔρχονται κυνηγημένοι καὶ πεινασμένοι ξένοι. Φεύγουν ἀπογοητευμένοι νεαροὶ ἕλληνες. Ὅπως ἄλλοτε, ἄλλωστε, ποὺ ρίζωναν ἀρβανῖτες στὴ Ρούμελη καὶ στὸ Μωριὰ κι ἔφευγαν στὴν φωτισμένη Ἑσπερία ἕλληνες ἔμποροι καὶ λόγιοι. Ὁ τόπος μας εἶναι ἀνοιχτὸς. Κι αὐτὸ διαμορφώνει τὴν ἰδιαίτερη πνευματική μας φυσιογνωμία τὴν ὁποία οὐδεὶς δύναται ἀποινεὶ νὰ παραθεωρήσει στὸ ὄνομα ὁποιασδήποτε ἰδεολογίας ἤ κοινωνικοπολιτικῆς ἀνάλυσης. Ὁ τόπος μας, ποὺ δὲν ὁρίζεται ἀπὸ τὰ σύνορα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἁπλόχωρο ἱστορικό μας βίωμα, ποὺ δὲν ζεῖ μὲ ἀφηρημένες ἔννοιες, ἀλλὰ μὲ ζωντανοὺς ἤ πεθαμένους ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη τὰ στερεότυπα μιᾶς ἐθνικιστικῆς μυθοπλασίας γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ταυτότητά του καὶ τὴν συνέχειά του, φαίνεται σὰ νὰ μᾶς στενεύει στὶς μέρες μας, σὰ νὰ χάνει ταὴ συνοχή του, καθὼς καταρρέουν οἱ ψευδαισθήσεις μιᾶς δῆθεν γενικευμένης εὐζωίας.
Ὁ τόπος μας εἶναι ἀνοιχτός, ἀλλὰ δὲν εἶναι ξέφραγ(κ)ο ἀμπέλι. Εἶναι ὁ τόπος τῶν Γραικῶν, τῶν Ρωμιῶν, τῶν Ἑλλήνων, τῶν Ἀρβανιτῶν, τῶν τουρκόσπορων και πάει λέγοντας. Μὲ ὀνόματα ἀρχαῖα, ἑβραϊκά, σλάβικα ἤ ἀρβανίτικα. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαπᾶμε –ζῶντες καὶ τεθνεῶτες- ποὺ δίνουν ὑπόσταση σὲ ἔννοιες ὅπως ἡ δημοκρατία, ἡ ἐλευθερία, ἀλλὰ καὶ ἡ κοινότητα, ἡ κοινοκτημοσύνη ἤ ἡ ἀλληλεγγύη. Ποὺ σημαίνει ὅτι ἄν δὲν ἀγαπᾶμε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε ὡς λαὸς δὲν ἔχουμε λόγο νὰ ἀντισταθοῦμε σὲ ὁποιαδήποτε ἐπιβουλὴ ἐφ’ὅσον μᾶς ἐγγυᾶται ἕνα ἀνεκτὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο. Δηλαδή, ἄν στὴν οἰκονομικὴ κρίση ἀναζητᾶ κανεὶς ἁπλῶς οἰκονομικὲς λύσεις δὲν ἀντιμετωπίζει τὴν αἰτία τοῦ προβλήματος. Ἡ αἰτία τοῦ προβλήματος ἀντιμετωπίζεται ὅταν μπορεῖ κανεὶς νὰ προσφέρει μιὰ πίστη. Ἕνα ὅραμα ποὺ ξεπερνᾶ τὶς ρεαλιστικὲς λύσεις καὶ τοὺς ἀριθμούς. Ἄν λοιπὸν πρέπει κανεὶς νὰ ἀναζητήσει λόγους ποὺ τὸν κάνουν «περήφανο ποὺ εἶναι Ἕλληνας», μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ ἐπαναδιατυπώσει ἕναν ἀρκούντως ρεαλιστικό, ἀλλὰ γνησίως ἐπαναστατικὸ λόγο. Καὶ γιὰ ἕνα τέτοιον λόγο θὰ ἔχει πολλὰ νὰ ἀντλήσει ἄν σκύψει μὲ σεβασμὸ στὴν παράδοση αὐτοῦ τοῦ τόπου, τὴν δημοκρατική, τὴν κοινοβιακὴ καὶ τὴν κοινοτική.
Ὁ -λεγόμενος- προοδευτικὸς λόγος ἀκολουθώντας μιὰ ἰδεολογικὴ προκατασκευὴ ἐπέτρεψε στὴν ἄκρα δεξιὰ νὰ καπηλευθεῖ οὐσιώδη τμήματα τῆς πνευματικῆς μας παραδόσεως. Ὅταν ὁ Ἄδωνις Γεωργιάδης στὴν σύντομη θητεία του ὡς ὑφυπουργὸς χρησιμοποίησε τὸ πολυτονικό, ὅλοι -δημοσιογράφοι καὶ μή- παρέπεμπαν στὴ χούντα καὶ τὴν συντηρητικὴ Ἑστία, λὲς καὶ δὲν ὑπῆρξαν ὑποστηρικτὲς τοῦ πολυτονικοῦ ὁ Καστοριάδης, ὁ Ἐλεφάντης ἤ ὁ Κονδύλης. Μὲ ἀνάλογο τρόπο ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα θεωρεῖται προνόμιο τῆς ἄκρας δεξιᾶς, λὲς καὶ δὲν ὑπῆρξε ὁ Μανόλης Γλέζος ἤ τὸ ΕΑΜ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντίθεση στὴν ἀνεξέλεγκτη εἴσοδο μεταναστῶν ἰσοδυναμεῖ μὲ ρατσιστικὴ ἀπανθρωπία, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Μὰρξ θεωροῦσε ἀντεπαναστατικὴ τὴν εἴσοδο ξένων μεταναστῶν διότι θὰ ἔθιγαν τὴν γηγενὴ ἐργατικὴ τάξη.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ -λεγόμενος- προοδευτικὸς συνδικαλισμὸς ἀφέθηκε στὸν χειρότερο συντηρητισμό. Πάντοτε διεκδικοῦσε νὰ μὴν έφαρμοστεῖ κάτι. Ποτὲ δὲν ἀγωνίστηκε γιὰ νὰ γίνει κάτι. Λὲς καὶ δὲν ὑπῆρξε ποτέ ἡ παράδοση τῶν ἀγώνων ἐκείνων ποὺ διεκδικοῦσαν ὄχι τὴν διατήρηση τῶν κεκτημένων –ποὺ ἄλλωστε δὲν ὑπῆρχαν τότε- ἀλλὰ τὰ θετικὰ αἰτήματα γιὰ σημαντικὲς ἀλλαγές.
Ὁ τόπος μας εἶναι ἀνοιχτός. Ἄν τὸν ἔκλεισε κάτι, τὸν ἔκλεισε αὐτὴ ἡ παράδοση στὴν καταναλωτικὴ εὐμάρεια, ἀποτέλεσμα ἑνὸς ἰδιότυπου, δικοῦ μας, ὑπαρκτοῦ «σοσιαλισμοῦ», ὅπου διερράγη ὁ κοινωνικὸς ἱστὸς καὶ ὡς μόνος συνεκτικὸς ἱστὸς ἀνεδείχθη ἡ ἀναλογικὴ μετοχὴ ὅλο καὶ περισσοτέρων στὸ ὅραμα αὐτῆς τῆς ὑλόφρονος εὐωχίας.
Εἶναι ἀνθρωπίνως κατανοητό, ἀλλὰ παράλληλα ἀπογοητευτικό, νὰ βιώνει κανεὶς τὴν παρούσα κρίση ἁπλῶς κάνοντας λογαριασμούς. Ὅλοι κάνουμε λογαριασμοὺς καὶ ὁ λογαριασμὸς τελικὰ δὲν μᾶς βγαίνει, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ λογιστικὸ ἔλλειμμα δὲν πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν κατάθλιψη ἤ στὴν αὐτοκτονία, δηλαδὴ στὴν κατεξοχὴν ἀναίρεση τῆς ὕπαρξής μας. Αὐτὴ ἡ κρίση ἀνοίγει μπροστά μας ἕναν δρόμο κοινότητας καὶ ἀλληλεγγύης ποὺ τὸν εἴχαμε ξεχάσει. Τὸ ὅραμα μιᾶς ἄλλης ζωῆς ἐπανέρχεται, μὲ πιὸ ρεαλιστικοὺς ὅρους αὐτὴ τὴ φορά, καὶ ἔχει νὰ κάνει ὄχι μὲ ἕνα ἀπώτερο μέλλον, ἀλλὰ μὲ τὴν παρούσα πραγματικότητα. Τώρα θὰ μοιραστοῦμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε, τώρα θὰ ἐφεύρουμε τρόπους μιᾶς ἐναλλακτικῆς οἰκονομίας, τώρα θὰ σώσουμε τὸν διπλανό μας -ὄχι τὶς ἀφηρημένες ἔννοιες: λαός, ἐργατικὴ τάξη κλπ- ἀπὸ τὴν λαίλαπα ποὺ τὸν ἀπειλεῖ. Τώρα πρέπει νὰ ἐφαρμόσουμε στὴν πράξη -ἔστω καὶ σὲ συμβολικὸ ἐπίπεδο- μιὰ διαφορετικὴ λογικὴ τῶν ἀμοιβῶν. Δηλαδή, οἱ βουλευτές, οἱ πρωθυπουργοί, οἱ ὑπουργοί, ὁ ἀρχιεπίσκοπος κλπ νὰ ἀμείβονται μὲ τὸν κατώτερο μισθό, αὐτὸν ποὺ ἐπιβάλλει ἡ τρόικα καὶ οἱ κατώτεροι νὰ ἀμείβονται ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τους. Λαϊκισμός; Ὄχι! Ἔστω κι ἄν ἡ ἐξοικονόμηση ποὺ θὰ προκύψει ἀντιστοιχεῖ σὲ μισό εὐρὼ παραπάνω γιὰ τὸν χαμηλόμισθο, αὐτὴ ἡ κίνηση συνιστᾶ μιὰ χειρονομία πνευματικῆς τάξεως, καθὼς δηλώνει μιὰ ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ.
Ὅπως, ἐξ ἄλλου, δὲν εἶναι λαϊκισμὸς νὰ βλέπεις μὲ καχυποψία τὴν ὀργανωμένη φιλανθρωπία ποὺ ἁπλῶς αὐξάνει τὰ κέρδη τῶν σουπερμάρκετ κάτω ἀπὸ τὶς εὐλογίες τῆς Διοικούσας Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ θίγονται ποτὲ τὰ συμφέροντα ὅσων εἶναι ὑπεύθυνοι –μὲ τὸν ἕνα ἤ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο- γιὰ τὴν παρούσα κρίση. Ὡστόσο, Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅταν στρεφόταν ἐναντίον τῶν τοκογλύφων –τῆς κοινωνικῆς λαίλαπας τῆς ἐποχῆς του- ἔγραφε:
Εἰ μὴ πλῆθος τοκιστῶν, οὐκ ἄν ἦν πλῆθος πενομένων. Λῦσον σου τὴν φατρίαν, καὶ πάντες ἕξομεν τὴν αὐτάρκειαν. ( Ἄν δὲν ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν τοκιστῶν [διάβαζε: τραπεζῶν] δὲν θὰ ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν φτωχῶν. Διάλυσε τὴ φατρία σου [τὴ φατρία τῶν τοκιστῶν] καὶ ὅλοι θὰ ἔχουμε αὐτάρκεια). [Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ τοκιζόντων].
Πολὺ ἐπίκαιρος δὲν εἶναι ὁ Γρηγόριος;
Ἡ παρούσα κρίση, λοιπόν, μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία μιᾶς νέας σύνθεσης, καὶ ὄχι κάποιων μύθων ψυχολογικῆς ὑπεραναπλήρωσης. Ὁ τόπος μας εἶναι ἀνοιχτὸς κι αὐτὸ ποὺ μᾶς μαθαίνει εἶναι ὅτι πρέπει νὰ σκάψεις βαθιὰ στὴ γῆ σου γιὰ νὰ καρπίσει ὁ καινούργιος σπόρος…

* Ὁ Ἄγγελος Καλογερόπουλος εἶναι ποιητής.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!