του Θανάση Μουσόπουλου

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης εδώ και δύο αιώνες αποτελεί ένα «βαρόμετρο» που μετρά τις ποικίλες καταστάσεις του Νεοελληνικού πολιτικού λόγου και πολιτισμού. Τα δύο κείμενά του, τα «Απομνημονεύματα» και «Οράματα και Θάματα», που μετά από πολλές δεκαετίες δημοσιεύθηκαν (το πρώτο στα 1943/7 και το δεύτερο μόλις το 1983), αποτελούν τεκμήρια όχι μόνο αγώνα αλλά και λόγου.

Έχω στο μυαλό μου κάτι που γράφει ο Μακρυγιάννης για τον Γώγο Μπακόλα (1770-1826): «Όλοι οι αρχηγοί που ήταν εκείνη την ημέρα έκαναν τα χρέη τους. Λαμπρύνεται και δοξάζεται ο μακαρίτης ο Γώγος. Χάριτες του χρωστάει η πατρίς. Ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε. Και ανάστησε την πατρίδα εκείνη την ημέρα».

Λιοντάρι, λοιπόν, και φιλόσοφος! και ο Μακρυγιάννης.

Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γεώργιος Θεοτοκάς, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής με τις εργασίες τους έκαναν μια ουσιαστική τομή στη μελέτη του έργου του στρατηγού Μακρυγιάννη. Να μνημονεύσω τον Γιάννη Βλαχογιάννη στον οποίο οφείλουμε τη διάσωση των δύο έργων του Μακρυγιάννη.

Το 1978 εξέδωσα το βιβλίο «Μακρυγιάννης και το 1821: ένα παράδειγμα ιστορικής μνήμης». Το μικρό εκείνο βιβλίο βασίζεται σε ομιλίες που πραγματοποίησα το 1977 και 1978 στο Πολυτεχνείο Ξάνθης καλεσμένος από τους φοιτητικούς συλλόγους και αλλού. Τα σημειώνω αυτά για να θυμίσω ότι τότε υπήρχε ενδιαφέρον για τον στρατηγό Μακρυγιάννη, που θεωρούνταν ένας γνήσιος επαναστάτης, ένα λαϊκό σύμβολο.

Αναφέρω το άρθρο μου στον Δρόμο της Αριστεράς με τίτλο «Μακρυγιάννης από την αρχή: από την παλαιά σε μια νέα ανάγνωση» (17 Δεκεμβρίου 2020).

Στη συνέχεια θα παραθέσουμε σύντομο εργοβιογραφικό σημείωμα (βασισμένο σε δημοσίευμα του Αρχείου Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.) και χαρακτηριστικά αποσπάσματα κειμένων του Μακρυγιάννη.

***

Ο Ιωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης του Δημητρίου και της Βασιλικής γεννήθηκε στο Αβορίτι Δωρίδας, σε παιδική ηλικία όμως κατέφυγε με την οικογένειά του στη Λιβαδειά, μετά από το φόνο του πατέρα του από Τουρκαλβανούς. Πέρασε επώδυνα και στερημένα παιδικά χρόνια. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση. Πολέμησε σε πολλές μάχες, τραυματίστηκε πολλές φορές, συχνά βαριά. Οι πληγές του οδήγησαν το κορμί του σε σταδιακή σήψη. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την άφιξη του Καποδίστρια διορίστηκε γενικός αρχηγός της εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου, θέση την οποία έκρινε ως υποτιμητική της προσφοράς του και η οποία τον οδήγησε σε πικρία. Την περίοδο εκείνη ο Μακρυγιάννης έμαθε να γράφει, ώστε να μπορέσει να γράψει τα Απομνημονεύματά του. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, τον οποίο θεωρούσε υπαίτιο για την άδικη στάση του κράτους έναντι των αγωνιστών του ’21, τάχθηκε υπέρ των Συνταγματικών. Απογοήτευση δοκίμασε και από τη στάση του Όθωνα και αποσύρθηκε στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη Σκουζέ, με την οποία απέκτησε δώδεκα παιδιά. Επανήλθε στον πολιτικό χώρο λίγο αργότερα και ως το 1834 εκλέχτηκε κατ’ επανάληψιν δημοτικός σύμβουλος. Οι ενέργειές του για παραχώρηση Συντάγματος οδήγησαν σε κατ’ οίκον περιορισμό του, συνέχισε ωστόσο να αγωνίζεται και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Το 1853 φυλακίστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και αποφυλακίστηκε ένα χρόνο αργότερα με ενέργειες του Δ. Καλλέργη. Μετά την έξωση του Όθωνα ξαναπήρε τιμητικά τον τίτλο του υποστράτηγου και το 1864 του αρχιστράτηγου. Πέθανε στην Αθήνα από εξάντληση. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

***

«Τα απομνημονεύματα» είναι ιστορήσεις των πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Μερικοί αγωνιστές (Φωτάκος, Μακρυγιάννης, Κασομούλης, Καν. Δεληγιάννης) τα έγραψαν μόνοι τους, ενώ άλλοι τα υπαγόρεψαν σε κάποιον γραμματισμένο, όπως ο Κολοκοτρώνης στον Τερτσέτη. Υπάρχουν και ξένοι απομνημονευματογράφοι, όπως ο Βουτιέ και ο Ρεϋμπάουντ, που έζησαν τα γεγονότα της Επανάστασης και γράφουν γι’ αυτά.

Ο Λίνος Πολίτης (στην Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, 1969) παρατηρεί: «Με την αποκατάσταση του ελληνικού κράτους ύστερ’ από τον δεκάχρονο αγώνα της Επανάστασης αρχίζει και για την πολιτική και για την πνευματική ιστορία μια καινούρια εποχή. Οξύτατες πολιτικές και κοινωνικές διαμάχες […] Οι πολυσύνθετες και σε πολλά αντίρροπες τάσεις δημιουργούσαν μια κατάσταση εκρηκτική. Κανένα άλλο κείμενο δεν αντικατοπτρίζει πιστότερα την κατάσταση αυτή όσο τα “Απομνημονεύματα” του στρατηγού Μακρυγιάννη» (σελ. 44-45).

Θα προσεγγίσουμε κείμενα του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος μιλώντας για το έργο «Οράματα και Θάματα» στο βιβλίο του «Το Τετράδιο του Μακρυγιάννη» (MSS 262) σχολιάζει και αναδεικνύει το σημαντικό αυτό έργο, σε σχέση με τα «Απομνημονεύματα»:

«Ο Μακρυγιάννης το βροντοφώναξε αυτό με την περίφημη φράση του: “Είμαστε στο ‘εμείς’ κι όχι στο ‘εγώ’”, και με την επεξήγηση, λίγο παρακάτω στην ίδια σελίδα, πως: “Ένα πράγμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι”».

Από την ομιλία του Γ. Σεφέρη: «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης», ο Σεφέρης αναφέρεται θα λέγαμε στην ψυχή και στην ιδεολογία του Μακρυγιάννη, μέσα από χαρακτηριστικές στιγμές της ζωής και του αγώνα του:

«Η ακόλουθη συνομιλία του Μακρυγιάννη με τον Αιντέκ μας το δείχνει: “Ο φίλος μου ο Αιντέκ επειράχτη και μ’ όκρινε με πολύ φαρμάκι: ‘Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε, και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγενέτα και τα φέρνει εδώ και σας υποτάζει’ Τότε βρέθηκα σε θέση δεινή […]. Του λέγω: ‘Δυστυχία μας των καημένων! Κακά και ψυχρά θα πάμε. Εγώ σου μίλησα αλλιώς κι εσύ μου απαντείς διαφορετικά με μπαγενέτα. Σας λέγω ως φίλος να πασκίσετε και το βασιλέα κι εσάς ν’ αγαπούμε κι όχι να σας φοβόμαστε […]. Να’ρθεί ένας να μου ειπεί ότι θα πάει ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλει και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ’χω, στραβός θανά είμαι […]’. Μου λέγει: ‘Τον βασιλέα δεν τον αγαπάς;’ ‘Όχι’ του λέγω ‘δεν ξέρω ψέματα. Όταν χαθεί η πατρίδα μου, ούτε αυτός μ’ έχει υπήκοόν του, ούτε εγώ βασιλέα. Και γι’ αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη από σας, κι όχι φοβέρες με μπαγενέτες’”».

Κλείνουμε με ένα ακόμη χαρακτηριστικό απόσπασμα «διαχρονικής» νεοελληνικής στάσης:

«Ύστερα μας γιομόσετε και φατρίες –ο Ντώκινς μάς θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσους· και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα– πήρε ο καθείς σας το μερίδιόν του· και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας· και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση· οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κι εμάς τους δυστυχείς».

Στο επόμενο κείμενό μας θα αναφερθούμε στον Ελληνικό Ρομαντισμό (1830-1880).

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!