Η συστηματική παγίδευση, η επιμονή στο «καλό σενάριο» και το έλλειμμα πολιτικής προετοιμασίας για μια άλλη πορεία

 Του Ρούντι Ρινάλντι

 

Πλησιάζουν οι «καταληκτικές» ημερομηνίες μιας διαπραγμάτευσης κατά την οποία η μία πλευρά κατέβαλε προσπάθειες ενός έντιμου συμβιβασμού, αντιμετωπίζοντας όμως την αδιαλλαξία και την κυνική στάση των «θεσμοϊκανών». Είμαστε, λοιπόν, τώρα υποχρεωμένοι να αναλογιστούμε προς τα πού πηγαίνει το καράβι «Ελλάς» και αν πορευτήκαμε εν γένει σωστά μέχρι τώρα, με τη… βελόνα κολλημένη στο «καλό σενάριο».

 

Αν δεν υπάρχει καλό σενάριο;

Έχουμε υποστηρίξει ξανά ότι η νέα κυβέρνηση διάβασε λανθασμένα τον συσχετισμό και τις δυνατότητες ενός πραγματικά έντιμου συμβιβασμό με τους δανειστές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εγκλωβίστηκε στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, νομίζοντας ότι κερδίζεται έτσι χρόνος. Στην πραγματικότητα, όμως, η Συμφωνία μετέτρεπε τον παράγοντα χρόνο σε εχθρό, ενώ ταυτόχρονα έδενε τα χέρια για πρωτοβουλίες διεξόδου και υλοποίησης προγραμματικών κατευθύνσεων.

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υποστηρίζεται η εκδοχή του «καλού σεναρίου», ότι δηλαδή, στο τέλος οι δανειστές θα εξαναγκαστούν σε έναν συμβιβασμό και δεν θα προχωρήσουν σε τιμωρητικές ενέργειες. Η εκδοχή που προβάλλεται είναι πως όλα γίνονται προσχηματικά για να πιεστούμε, ώστε να κάνουμε πίσω σε ορισμένες «κόκκινες γραμμές». Μήπως όμως πρέπει να διαβάσουμε διαφορετικά όσα γίνονται και κυρίως την στρατηγική των «θεσμοϊκανών» δανειστών απέναντι στην Ελλάδα και τον ΣΥΡΙΖΑ;

Φαίνεται πως για διάφορους λόγους, κυρίως πολιτικούς, οι τροϊκανοί αποφάσισαν από τον Αύγουστο του 2014 να σταματήσουν κάθε χρηματοδότηση για να αντιμετωπίσουν το διπλό πρόβλημα την ελληνικής ιδιαιτερότητας. Από τη μια, τη διαφθορά-μιζοκρατία και το φθαρμένο μνημονιακό ντόπιο πολιτικό προσωπικό. Από την άλλη, την απειλή μιας νέας, αριστερών κατευθύνσεων, αντιμνημονιακής διακυβέρνησης. Η απόφαση αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο ενός σχεδίου παγίδευσης και εγκλωβισμού των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα. Τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και υπάρξει παραδειγματική επίλυση του κόμπου προς όφελός τους.

Η δίμηνη παράταση που δόθηκε πριν τις εκλογές (και έληξε την 28 Φλεβάρη), ακολουθήθηκε από μια τετράμηνη παράταση που ονομάστηκε «γέφυρα». Και οι δύο φάσεις συνδέονταν ενιαία με το σχεδιασμό της παγίδευσης του πολιτικού κόσμου και ειδικά της νέας κυβέρνησης με στόχο είτε την ανατροπή της είτε την πλήρη υποταγή στα μνημονιακά πρότυπα.

Έτσι, οι «θεσμοϊκανοί» πλέον (κι ας είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι με τους τροϊκανούς που ξέραμε…) εφαρμόζουν μια διαρκή και παρατεταμένη πολιορκία, έχοντας σύμμαχο τον χρόνο και τη διαρκή φθορά-αποστράγγιση της χώρας και πιέζοντας για υποχωρήσεις. Αλλά και παίζοντας σε διάφορα ταμπλό στο πολιτικό σκηνικό, αφού δεν αποκλείονται πολιτικές εξελίξεις και μάλιστα ραγδαίες μέσα στους επόμενους μήνες.

Το πρόβλημα αρχίζει και γίνεται ασφυκτικό όταν, για πολλούς λόγους, ο στραγγαλισμός που επιβάλλουν δεν αναγνωρίζεται ανοικτά σαν τέτοιος, και συνεχίζει να κυριαρχεί η άποψη ότι στο τέλος θα πρυτανεύσει η «λογική», η «σύνεση», το «κοινό όραμα» ή το «πνεύμα του διαφωτισμού».

Πράγματι, οι δανειστές (τι ωραία, ουδέτερη έκφραση) γνωρίζουν ότι δεν έχουν να κάνουν με έναν Αναστασιάδη ή Σαμαρά στην κυβέρνηση. Για αυτό άλλωστε ακολουθούν μια τέτοια πολιτική στρατηγική. Ακόμα κι αν δεν είναι ενιαίοι σε όλα τα σημεία, ωστόσο δεν υπάρχουν δείγματα σημαντικών διαφοροποιήσεων, τέτοιων που να δείχνουν ότι επεξεργάζονται ένα «καλό σενάριο» για την χώρα. Κάνει μεγάλο λάθος κανείς αν δεν αντιλαμβάνεται το πολιτικό ζήτημα που υπάρχει, και νομίζει ότι βρισκόμαστε μπροστά στο σύνηθες μπρα-ντε-φερ πριν από κάθε συμφωνία. Το ίδιο και όποιος πηγαίνει με τη λογική του τεφτεριού να μετρήσει τι οικονομική ζημιά θα προκύψει για τα ισχυρά κέντρα αν σημειωθεί ένα πιστωτικό γεγονός. Πολλές φορές οι ενάρετοι και ηθικοί «δανειστές» για μικροποσά, με πολιτικές τους αποφάσεις, κατέστρεψαν χώρες, δημιουργώντας χάος και προβλήματα, χωρίς ο λόγος να είναι μόνο ή καθαρά οικονομικός. Η Αργεντινή και η Κύπρος είναι τα πιο γνωστά παραδείγματα τέτοιας συμπεριφοράς.

Πρέπει, επομένως, στα σοβαρά να αναρωτηθούμε αν πράγματι υπάρχει «καλό σενάριο» μέσα από τις (άριστες ή λιγότερο πετυχημένες) ενέργειες ενός διαπραγματευτικού team. Διότι αν μας εξασθενίσουν, όπως κάνουν με την παράταση του χρόνου, ακόμα και το «καλό σενάριο» θα εξανεμιστεί μέσα από τη διοχέτευση της όποιας χρηματοδότησης στην αποπληρωμή των δανειστών. Έπεται, γύρω στον Ιούνη, ένα κενό περίπου 20 δισ. ευρώ και μια νέα συμφωνία (Μνημόνιο) που πρέπει να συναφθεί με τους ίδιους δανειστές. Άντε τότε να ξανα-οριστούν οι κόκκινες γραμμές και να επανέλθουν οι πάγιες θέσεις για διαγραφή, επιμήκυνση, πάγωμα κ.λπ. του μεγαλύτερου μέρους του χρέους…

 

Υπάρχει διέξοδος;

Εύστοχα παρομοιάστηκε η πορεία μας με αυτήν του Τιτανικού που πορεύεται σημαδεύοντας ένα τεράστιο παγόβουνο. Με τη συμπλήρωση ότι στην περίπτωσή μας υπάρχουν φωνές που ορκίζονται ότι δεν υπάρχει παγόβουνο και ότι το ταξίδι θα ολοκληρωθεί κατ’ ευχήν.

Το πρώτο που χρειάζεται για να οδηγηθούμε σε διέξοδο, είναι να μην έχουμε την παραμικρή αυταπάτη ότι οι «διασώστες» – δανειστές νοιάζονται σοβαρά να σωθεί η χώρα. Στην πραγματικότητα, θέλουν να βουλιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού έχουν βουλιάξει το λαό, την οικονομία και την κοινωνία. Δεν υφίσταται κοινό όραμα, κοινές συνθήκες, κοινή μοίρα, κοινές πολιτικές. Το σχήμα «κοινό ευρωπαϊκό όραμα» δεν λειτουργεί παρά μόνο σαν απόηχος ενός ξεπερασμένου «ευρωπαϊσμού» που έχει ανατιναχθεί από τις ίδιες τις πολιτικές της γερμανικής Ευρώπης και των συμμάχων της.

Άρα, ένα «τέρμα στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις» και μια αποφασιστική συναίσθηση απέναντι στην παγίδευση και την καταστροφή που επιβάλλονται θα αποτελούσαν μια μεγάλη πολιτική στροφή, έστω και τώρα, προς μια πιο ρεαλιστική πιο πραγματική πολιτική στάση.

Οι ρίζες της λαθεμένης εκτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων βρίσκονται σε μια αντίληψη που επικράτησε μετά τις Ευρωεκλογές του 2014. Αυτή ενός «προωθητικού συμβιβασμού» στο εσωτερικό για μια «διαπραγμάτευση χωρίς σύγκρουση» στο εξωτερικό. Γραμμή που συμπληρώθηκε, αργότερα, με τον «έντιμο συμβιβασμό» προς τα έξω. Έτσι, παρουσιάστηκε σαν επιτυχία η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, παρ’ όλο που μας έδενε χειροπόδαρα στις μνημονιακές προδιαγραφές, χωρίς μάλιστα καν να εξασφαλίζει κάτι στον τομέα της χρηματοδότησης!

Η καλλιέργεια της ιδέας πως θα υπάρξει συμβιβασμός και συμφωνία με τους εταίρους και μια διαπραγμάτευση διαφορετική από την στάση των αναξιόπιστων μνημονιακών δυνάμεων, προσέδωσαν πολιτική δύναμη και υποστήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, όμως, μπροστά στα αδιέξοδα που δημιουργεί η παγίδευση, η ίδια ιδέα λειτουργεί ανασταλτικά. Δηλαδή, αντί να προετοιμάζει, αποθαρρύνει, δημιουργεί αμηχανία και σύγχυση, παθητικοποιεί, ώστε να αναμένεται απλά η «στιγμή 0», είτε συμφωνίας είτε ρήξης με ό,τι η κάθε μία επιφέρει. Είτε μια καταστροφική συμφωνία εγκλωβισμού της χώρας στο διαρκές δανειακό καθεστώς από μια αριστερή κυβέρνηση που θα έχει δεχτεί ταπεινωτικούς όρους, είτε η πρόσκρουση στο παγόβουνο, το πιστωτικό γεγονός, τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες.

 

Το γεωπολιτικό «χαρτί» και οι θολές εικόνες

Ακόμα και η γεωπολιτική διάσταση που έπρεπε εξαρχής να αξιοποιηθεί στη διαπραγμάτευση, έπρεπε να συνεπάγεται σαφή πορεία προς μια πολυδιάστατη πολιτική και όχι καθησυχασμό ότι θα τηρήσουμε στο ακέραιο τις δεσμεύσεις μας σαν συμμαχική δύναμη και αξιόπιστος εταίρος.

Η καταστροφή που επέφερε η μνημονιακή πολιτική έθετε μια σειρά διαφορετικών προτεραιοτήτων και άρα την ανάγκη διαφορετικής στάσης στους διεθνείς οργανισμούς. Μιας διακριτικής αλλά σαφούς διαφοροποίησης στο βαθμό που οι «εταίροι» δεν έπαιρναν υπ’ όψιν την ανθρωπιστική κρίση και την καταστροφή που είχαν προκαλέσει.

Παράλληλα, η θολή εικόνα που καλλιεργούσαν ορισμένοι πως τάχα το ΔΝΤ είναι κοντά μας στα θέματα του χρέους ή ότι οι ΗΠΑ θα μας στηρίξουν στην κόντρα με τη μερκελική Ευρώπη, στην συνέχεια οι προσδοκίες για τα ανοίγματα σε Ρωσία και Κίνα ως αντίβαρο στις πιέσεις και όχι ως στοιχείο μιας πειστικής πολυδιάστατης πολιτικής, δημιουργούν μεγαλύτερη σύγχυση και αυταπάτες.

Το γεωπολιτικό παιχνίδι είναι πιο πολυσύνθετο, απαιτεί εκτιμήσεις βάσει δεδομένων, προσεκτικά βήματα και προετοιμασία κάθε βήματος, και βεβαίως μια εκτίμηση ότι μερικοί που παριστάνουν τους φίλους μπορεί να οδηγούν σε παγίδες. Τα ταξίδια στις ΗΠΑ, οι επαφές με το ΔΝΤ και οι εγγυήσεις προς αυτούς, δεν τους ουδετεροποιούν όσον αφορά το πρόβλημά μας απέναντι στην Ε.Ε. Ιδιαίτερα σε στιγμές που στήνεται η ομπρέλα του ευρωατλαντισμού και προωθείται η διαρκής απομόνωση της Ρωσίας. Η «συνέχεια» της πολιτικής του ελληνικού κράτους ως μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. θα δοκιμαστεί από αποφάσεις και πιέσεις ευθυγράμμισης.

Η κεντροαριστεροποίηση της πολιτικής συμπεριφοράς με τα ποικιλώνυμα ανοίγματα και τις συνταγές διαχείρισης του «υπάρχοντος» θα είναι στην ημερήσια διάταξη. Μόλις προχθές είχαμε τη συνάντηση με τον ΓΑΠ ως δείγμα αναζητήσεων στηριγμάτων και διαύλων, αλλά και κίνηση εξισορρόπησης των ευρωπαϊκών πιέσεων (για Ποτάμι, οικουμενική κυβέρνηση κ.λπ.). Η νομιμοποίηση ενός προσώπου πολιτικά φθαρμένου και εμπλεκόμενου στην μνημονιακή καταστροφή της χώρας, δεν μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά. Οι γέφυρες με τον παλιό χρεοκοπημένο πολιτικό κόσμο δεν βοηθούν σε τίποτα, ούτε σε μια κατ’ επίφαση «εθνική ενότητα» απέναντι σε μεγάλους κινδύνους.

 

Ο λαός και το έλλειμμα πολιτικής

Αμηχανία, παθητικότητα, αναμονή των εξελίξεων διατρέχουν το κοινωνικό σώμα, πολιτικοποιημένο και μη. Το λαϊκό κίνημα έχει υποχωρήσει, αφήνοντας χώρο στον κυβερνητισμό να κάνει τη δουλειά του και φυσικά ανάμεικτα συναισθήματα διαπερνούν κάθε ΣΥΡΙΖΑίο μέσα στον κατακλυσμό γεγονότων, αντιπαραθέσεων και διαγκωνισμών.

Το κεντρικό ζήτημα της σύγκρουσης με τον ευρωπαϊκό παράγοντα αφήνεται έξω από κάθε κινηματική και λαϊκή διεργασία και αν μια στροφή επιβληθεί εκ των πραγμάτων ή κληθεί η κοινωνία σε μια στάση αντιμετώπισης των εκβιασμών και των πιέσεων, δεν θα λειτουργήσουν εύκολα διάφοροι αυτοματισμοί. Με απονευρωμένη την κοινωνία και υποβαθμισμένο τον πολιτικό λόγο, με παραμονή στο «καλό σενάριο» και χωρίς ουσιαστική προετοιμασία του φρονήματος, είναι δύσκολο να γίνει η αναγκαία στροφή. Παραμένουμε στο έδαφος των ψαλιδισμένων προσδοκιών και της πλοήγησης χωρίς σαφείς στόχους. Η υπόθεση της μετάβασης σε μια Ελλάδα ποιοτικά διαφορετικής παραμένει ζητούμενο, αλλά και δείκτης αξιολόγησης κάθε προσπάθειας.

Αριστερή διακυβέρνηση, κρατικός και διοικητικός μηχανισμός υπό μνημονιακή ή διαπλεκόμενη επιρροή, διαπραγμάτευση με όρους απαγόρευσης «μονομερών» ενεργειών, εντεινόμενη κεντροαριστεροποίηση, ακυρωμένο λαϊκό κίνημα, υποβαθμισμένο κόμμα και γενικευμένη σύγχυση, αμηχανία. Αυτό το χαρμάνι οδηγεί σε μεγάλο κόμπο που φτάνει σε μικρό χτένι. Αναγκαία λοιπόν η ανάταξη και η αλλαγή πορείας με πλήρη εμπιστοσύνη στην αφύπνιση του λαϊκού παράγοντα. Εδώ και τώρα πολιτικές πρωτοβουλίες για μια τέτοια στροφή. Όρος, εκ των ων ουκ άνευ, η απεμπλοκή από τις αυταπάτες!

 

 

* Ο Ρούντι Ρινάλντι είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
www.rudirinaldi.gr

 

Σκίτσο του Βαγγέλη Παπαβασιλείου: Συμφωνία-γέφυρα!

Βαγγέλης Παπαβασιλείου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!