Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή
Στη συνέντευξη του Νίκου Παναγιωτόπουλου, πριν από δυο χρόνια (φύλλο 200, 8/2/2014), με αφορμή την ταινία του Λιμουζίνα (2013), ο σκηνοθέτης μας μίλησε για την κλασική μουσική και τον Μότσαρτ, αφήνοντας τη λαïκή μουσική διάσταση των ταινιών του για επόμενη συνάντηση. Μετά τον αδόκητο θάνατό του, στις 12/1/2016, ο πλέον κατάλληλος γι’ αυτό ήταν ο ταλαντούχος μουσικοσυνθέτης Σταμάτης Κραουνάκης, συνεργάτης του σε έξι ταινίες.
Ο εκρηκτικός τραγουδοποιός, διονυσιακή περσόνα που διακρίνεται για την ορμή και το πάθος του, μαλακώνει απότομα στη θύμηση του αγαπημένου του φίλου και μοιράζεται με συγκίνηση μαζί μας προσωπικά του βιώματα.
Δύσκολα, όμως, μπορεί να αποτυπωθεί στο χαρτί το εκκεντρικά πρωτότυπο ενδυματολογικό του στυλ, οι έντονες χειρονομίες και η πληθωρικά εκφραστική και πάντα συναρπαστική παρουσία του.
Στη συγκινητική εκπομπή σας στο Κόκκινο, τη μέρα του θανάτου του Παναγιωτόπουλου, τον χαρακτηρίζετε εστέτ αναρχικό και ταυτόχρονα είρωνα.
Πάντα χαρακτήριζα τον Νίκο εστέτ αναρχικό. Ήταν αριστοκράτης και είρων, με την αρχαία έννοια. Σατίριζε με συνταρακτικό τρόπο την εξουσία και την αστική τάξη. Εισχωρούσε ο ίδιος στις ταινίες του, όχι εμφανισιακά, όπως ο Χίτσκοκ, αλλά ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος, με τις πνευματώδεις ατάκες του. Κατέγραψε την Αθήνα με έρωτα, αλλά στάθηκε και στην ανθρώπινη απώλεια. Η εκπομπή ήταν συγκινητική, γιατί είχε την αλήθεια μου για τον άνθρωπο, ενώ συνειδητοποίησα πως όσα έπαιξα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια μου, για τις ταινίες του, σχετίζονταν με την αναχώρηση.
Η συνεργασία σας ξεκίνησε με το Αυτή η νύχτα μένει (1999);
Προερχόμενος από το θέατρο, δίχως παρελθόν στο σινεμά, βρέθηκα για πρώτη φορά στο προσωπικό του ταξίδι. Πρώτη σκέψη ήταν να χρησιμοποιήσουμε γνωστά σκυλάδικα, αλλά τα δικαιώματα κόστιζαν και συμφωνήσαμε να γράψω εγώ μερικά, που τραγουδήθηκαν από ορίτζιναλ ανθρώπους και δικαιωθήκαμε. Έψαξα όμως και τον ήχο της φθηνής ορχήστρας της κάτω νύχτας της επαρχίας. Δεν έβαλα μπάσο, μόνο ντραμς, μπασοκίθαρο, αρμόνιο και μπουζούκι με ενισχυτή, ώστε να αποδοθεί ο «βρόμικος» ήχος. Με το Βραβείο Μουσικής, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, επιβραβεύτηκε η πειθαρχία με την οποία μπήκα στην ταινία και υπηρέτησα τον ήχο των σκυλάδικων. Το ομότιτλο τραγούδι, ύμνος στην καριέρα μου, ξεπέρασε την ταινία και τους πάντες. Η εισαγωγή με πιάνο το έκανε προσφιλές σε όλες τις γενιές.
Με τον αδιέξοδο έρωτα των πρωταγωνιστών, ο Νίκος προέβλεψε ένα μέλλον δίχως ελπίδα, που αντανακλάται και στους στίχους μου «…αυτή η νύχτα μένει αιώνες παγωμένη, που δυο ψυχές δεν βρήκαν καταφύγιο». Με τον Νίκο «παντρευτήκαμε» σιωπηλά, γιατί ταιριάξαμε κι αυτό πήγε γαϊτάνι. Ποτέ δεν είπαμε πολλά. Μου διάβαζε ψυχρά τα σενάρια, αλλά είχα αναπτύξει άμεση σχέση με την όλη διαδικασία. Μαζί με τον Νίκο συναντήσαμε τις τραγουδίστριες και ήμουν παρών σε όλες τις σκηνές στα σκυλάδικα που γυρίστηκαν στα «Αραπάκια», στο Αιγάλεω.
Στο Όλα είναι δρόμος (1998), του Παντελή Βούλγαρη, ένα χρόνο πριν, ο Γιώργος Αρμένης ισοπεδώνει το σκυλάδικο «Βιετνάμ». Σύμπτωση;
Πιστεύω ότι εκείνη την εποχή καταγράφεται, στην ουσία, το ξεπούλημα της Ελλάδας της αντιπαροχής, που δίνει τα σώβρακά της για τα φράγκα. Είναι ενδεικτικό ότι με το άκουσμα στην ταινία του Παναγιωτόπουλου «στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού γίνονται τα καλύτερα γαμήσια στα σκυλάδικα», η Δάφνη Σημίτη αποχώρησε από την αίθουσα…
Στα Οπωροφόρα της Αθήνας (2010), διακρίνεται μια χατζιδακική επιρροή.
Η αίσθηση Χατζιδάκι ήταν επιθυμία του Νίκου. Επιρροή… τι να σχολιάσω… Είναι σαν να σου λένε από ποιο χωριό είσαι. Φυσικά είμαι απ’ αυτό το χωριό! (γέλιο) Όλος ο Παναγιωτόπουλος αποτελεί κομμάτι της ιστορίας του κινηματογράφου μας. Θα αναλύουμε για χρόνια τις εμμονές του, ενώ θα μελετούμε και την Αθήνα, όπως ήτανε στην εποχή των γυρισμάτων. Στην ταινία αυτή, του οφείλουμε την κινηματογράφηση του Λευτέρη Βογιατζή, που μετά από δική μου επιμονή ερμήνευσε το τραγούδι Αθήνα μου. Μετά τον θάνατό του, ο στίχος μου «θα αφήσω στο σκληρό τα όνειρά μου…» αποκτά άλλη διάσταση.
Στο δραματικό μιούζικαλ Πεθαίνοντας στην Αθήνα (2006), κυριαρχούν τα εξαιρετικά τραγούδια σας. Υπάρχει αναφορά στις Ομπρέλες του Χερβούργου (1964);
Ο Νίκος επιδίωξε αυτή την αναφορά, ενώ ήθελε να του γράψω και πιάνο-έγχορδα, όπως ο Μισέλ Λεγκράν, αλλά είχαμε χαμηλό προϋπολογισμό. Τους στίχους του αυτόχειρα, επί χούντας, σπουδαίου ποιητή Γιώργου Μακρή, στους Εραστές και Τα Κόκκινα Σκουλαρίκια, τους διάλεξε ο Νίκος, ενώ στα Φεγγάρια, Βόλτα, Πετάω και Τέτοια μέρα είναι δικοί μου, με την τραγουδιστική τριπλέτα Ερωφίλη, Ρίτα Αντωνοπούλου και Νατάσσα Μποφίλιου. Η σύγκρουση με την ιδέα του θανάτου με τσάκισε, αλλά πρόκειται για έργο που με ξεπερνάει. Όταν ηχογραφούσαμε τα πλεϊμπάκ, του λέω «τώρα ο σκηνοθέτης αποχαιρετάει την περίοδο εραστής». Τότε, είδα στο μάτι του τη χαρά της αναγνώρισης μιας βαθύτερης σχέσης. Καταλάβαινα σιωπηλά την αιτία των ταινιών του. Όταν γράφεις, ο θεός σου σε οδηγεί σε κάτι διαχρονικό. Γράφοντας το Δεντράκι ερωτευμένο στη βεράντα, σκεφτόμουν τη βεράντα του Νίκου, τη Μαριάνα και τη σχέση τους, τη λάτρευε… οι δυο τους είχαν γίνει ένα.
Στην κηδεία του Νίκου, σκεφτόμουνα έντονα το στίχο μου Μια ώρα διαρκεί ο βίος των εντόμων, από τα Φεγγάρια.
Στην ταινία Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου (2002), γίνεται πέρασμα από έντεχνο σε λαϊκό.
Το ζητούσε η ταινία. Ο Νίκος ήθελε να κάνει ένα νουάρ… έγχρωμο. Έφτιαξα ένα μπλουζ, όπου έμπλεξα και σαξόφωνα, ενώ στην αναζήτηση του Νίκου για κάποιον λαμπερό τραγουδιστή, μεταξύ Βίσση και Βανδή, πρότεινα τον Μαζωνάκη.
Το Delivery (2004) διαφέρει…
Στην ουσία είναι η πρώτη ταινία που καταγράφει την Αθήνα των άστεγων, με σκληρό τρόπο. Μάλιστα την γύρισε με 16άρι και καθόλου λεφτά. Απλά πήρε την κάμερα και του βγήκε εύκολα. Όλες οι ταινίες του είναι ιδιαίτερες, το Delivery όμως είναι μνημείο.
Τη συνεργασία σας σφράγισε η τελευταία, μπονιουελικής έμπνευσης ταινία του Η κόρη του Ρέμπραντ (2015).
Του έβγαλα καπέλο για την ευφυή σκηνή του φινάλε, με την παρέλαση όλων αυτών των τουρταρισμένων σούργελων που αποχωρούν, ενώ ένα σκυλί γαβγίζει…
Με τον Χρήστο Λούλη στο πιάνο, χάρηκα πώς μπορεί το σινεμά να αποτυπώσει μια ερμηνεία και πώς ένας καλός ηθοποιός μετατρέπει σε διαμάντι τον αυτοσχεδιασμό τύπου ραγκτάιμ, που του είχα στείλει. Σκέφτηκα ότι με τις αναφορές στο βωβό σινεμά με κωμικά στιγμιότυπα, ταίριαζαν πρώιμες τζαζ πινελιές. Όσο για τα λυπητερά πιανιστικά μοτίβα, πάντα θέλω να πέφτει και λίγο δάκρυ στο τέλος.
Όλο μου το ταξίδι με τον Νίκο ήτανε ένα υπέροχο παιχνίδι. Μου άνοιξε πλατφόρμες με τις οποίες δεν θα είχα ασχοληθεί.
Παιδί του Μάη του ’68, ο Παναγιωτόπουλος έκανε ένα ακαριαίο γεια, για να μην χρειαστεί να σχολιάσει άλλο αυτή τη χώρα. Το θέμα είναι ότι άντεξε, μίλησε με παραβολές όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, γιατί ήταν ένας ποιητής.
Ένα σχόλιο για την πρώτη και δεύτερη φορά Αριστερά;
Να μην είναι η τελευταία φορά Αριστερά, και φτάσουμε στο για πρώτη φορά αληθινός φασισμός… Ανήκω σε όσους μάχονται για το επόμενο πρωί, για τη δικαιοσύνη. Όμως η κυβέρνηση δεν μπορεί να υπηρετεί δυο θεούς. Έχω κυβέρνηση ή διαχειριστές; «Κάθε κόμμα που πάει καβάλα στην εξουσία, αναγκάζεται προεκλογικά να πάρει και κάποιους που δεν κοντρολάρει…», έχει πει μια φίλη. Μπήκαν και κατσικώθηκαν άσχετοι, που δεν είναι της πίστης, είναι της καριέρας. Εγώ θα είμαι απέναντι από τα μνημόνια, με το μεροκάματο. Ώς πότε παλικάρια…