Του Φώτη Τερζάκη
Ελπίζω ότι στα προηγούμενα άρθρα μου σκιαγράφησα με κάποια επάρκεια την τελευταία μεγάλη αναμόρφωση του καπιταλισμού, που οδήγησε από το κρατικογραφειοκρατικό μοντέλο (τον λεγόμενο «καπιταλισμό της ρύθμισης») στις άγριες μορφές χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού των ημερών μας. Και αυτή η αναμόρφωση, που ξεκίνησε από τα μέσα περίπου της δεκαετίας τού ’70, έγινε σε δύο στάδια: ένα πρώτο, «διαμορφωτικό» θα λέγαμε ότι διανύθηκε ως τα τέλη της δεκαετίας τού ’80 (με ορόσημα τη χρηματιστηριακή κρίση τού1987 και την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ το 1989), στάδιο για το οποίο κυρίως έχει νόημα να χρησιμοποιούμε τον όρο «νεοφιλελευθερισμός»· κι ένα δεύτερο στάδιο «ωριμότητας» είναι αυτό που ξετυλίγεται ως τις μέρες μας, με κύριο χαρακτηριστικό τη μονοκρατορία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου που μεταφράζεται σε ολοκληρωτικό πόλεμο της κεφαλαιοκρατικής διεθνούς απέναντι στους λαούς της γης.
Στον πόλεμο αυτό οι ιδέες έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Έπρεπε πρώτα να εκκαθαριστεί ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός και τα αμφισβητησιακά ρεύματα της δεκαετίας τού ’60, έργο που ανέλαβε μία δέσμη ιδεολογιών οι οποίες βρίσκονται σε παράταξη μάχης γύρω στα 1970 και που μία δεκαετία αργότερα (μετά τη «διακήρυξη» του J.F. Lyotard) θα συνοψιστούν υπό τον όρο-ομπρέλα του μεταμοντέρνου (αμερικανικό αντίστοιχο του οποίου ήταν ο νεοπραγματισμός). Οι μεταστρουκτουραλιστικές φιλοσοφίες, που άσκησαν αξιοσημείωτη σαγήνη ακόμα και σε τμήματα της αριστεράς, έπληξαν την καρδιά κάθε νοηματοφόρας δράσης διασπείροντας έναν μηδενιστικό σχετικισμό, με τρόπο που διατηρούσε ακόμη κάποιες αντικομφορμιστικές προσποιήσεις: το αυτοστοχαζόμενο υποκείμενο ήταν φενάκη, η διαλεκτική ήταν μια ύπουλη λογική της ταυτότητας, τα μεγάλα χειραφετησιακά προτάγματα ήταν αποδομήσιμες «αφηγήσεις», η γλώσσα είναι το βασίλειο της ετερονομίας και δεν έχει αναφερόμενο… Αν υπάρχει εδώ οιαδήποτε εικονοκλαστική ορμή που επιδιώκει να πλήξει, υποτίθεται, τα θεμέλια του δυτικού λογοκεντρισμού (με όλες τις εξουσίες που συνυφαίνονται μαζί του), παραλήπτης ήταν εντέλει ο μαρξισμός, στον οποίον χρεώθηκαν συλλήβδην όλες οι γραφειοκρατικές μορφές καπιταλισμού ερήμην κάθε συγκεκριμένης ιστορικής ανάλυσης· και από αυτό το σημείο ανοίγει ο δρόμος να πούμε ότι κάθε απελευθερωσιακή απόβλεψη είναι μύθος που οδηγεί αναγκαστικά σε μια νέα τυραννία.
***
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης παρομοίασε επιτυχημένα κάποτε αυτές τις φιλοσοφίες με τα βλήματα «decoy» του αμερικανικού στρατού, τα οποία, χωρίς να είναι τα ίδια πυρηνικά, έλκουν πάνω τους τα αντιπυρηνικά βλήματα του αντιπάλου ώστε να περάσουν σε δεύτερη φάση οι όντως πυρηνικές βολές. Αυτή ακριβώς ήταν η λειτουργία των παραπάνω θεωριών: χωρίς να είναι οι ίδιες κυριολεκτικά νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα, απενεργοποίησαν δραστικά όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για την κριτική τού προελαύνοντος καπιταλισμού, ανοίγοντας σε δεύτερη φάση τον δρόμο για τον χυδαίο αντικομμουνισμό της Νέας Δεξιάς (προπομπός τής οποίας ήταν οι λεγόμενοι «Νέοι φιλόσοφοι» στη Γαλλία). Και δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι το πραξικόπημα κατά τού αναφερομένου στη γλώσσα (το περίφημο δόγμα της «αυθαιρεσίας του σημαίνοντος») αντανακλούσε ακριβώς την αποδέσμευση του αξιακού ισοδυνάμου της μορφής χρήμα από την υλική παραγωγή: τη βάση, δηλαδή, του γεννώμενου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Οι «μεταμοντέρνες» θεωρίες, και οι πυρετώδεις αντιπαραθέσεις που τις συνόδευσαν, εξέπνευσαν περίπου στα τέλη της δεκαετίας τού ’80 – τη στιγμή ακριβώς που ολοκληρώνεται η προπαρασκευαστική φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Υπάρχει μια προφανής αντιστοιχία, ακόμη και χρονική, ανάμεσα στο πνευματικό κλίμα που δημιούργησαν και τον νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογικό έρεισμα των νέων στρατηγικών του κεφαλαίου. Από τη στιγμή αυτή και μετά, καθώς η χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας είναι γεγονός και η κατάρρευση του γεωπολιτικού διπολισμού οδηγεί σε αυξανόμενη ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς (αυτό που ονόμασαν «παγκοσμιοποίηση»), η έκλειψη κάθε αληθινά φιλοσοφικής συζήτησης είναι το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό που σφραγίζει την ευρωπαϊκή (και αμερικανική) σκηνή. Η θριαμβική επάνοδος του πιο μανιασμένου θετικιστικού πνεύματος στο πεδίο των επιστημών συντονίζεται με πολιτικές θεωρίες της «σοσιαλδημοκρατικής» διαχείρισης που προσφεύγουν καθ’ υποτροπήν στους πιο τετριμμένους φιλελεύθερους τόπους· και στον χώρο των ιδεών, παράλληλα με νεορατσιστικές διακηρύξεις τύπου SamuelHuntigton (που παράγουν νομιμοποίηση για την δολοφονική δράση τού Ατλαντικού άξονα και του ένοπλου βραχίονά του στη Μέση Ανατολή), επανέρχεται μια μόδα «κριτικής των ουτοπιών» η οποία, με ισοκράτημα μία εκλαϊκευμένη ρητορική περί «τέλους της ιστορίας» (τύπου Fukuyama), πασχίζει να συμπήξει φορτικά ένα διττό μήνυμα: πρώτον, ότι οι φιλελεύθερες ολιγαρχίες της Δύσης δεν είναι η πηγή και ο κληρονόμος τού ολοκληρωτισμού, αλλ’ απεναντίας το ηθικό και πολιτικό ενάντιό του (και ο ίδιος ο ολοκληρωτισμός, με μια ταχυδακτυλουργική ακροβασία, γίνεται όλο και περισσότερο μια μετωνυμία του «κομμουνισμού»)· δεύτερον, ότι οποιαδήποτε απόπειρα αμφισβήτησης ή ανατροπής τού υπάρχοντος θεσμικού πλέγματος των κοινωνιών της αγοράς οδηγεί αναπόδραστα στον θρησκευτικό σκοταδισμό ή στον Πολ Ποτ και τη Βόρειο Κορέα.(1)
***
Δεν θα πω ότι δεν υπήρξαν προσπάθειες για έναν ριζοσπαστικό αντίλογο στην επίσημη μηχανή ιδεών (που ήταν και παραμένει προπαντός το αγγλοσαξονικό πανεπιστήμιο) μέσα σε αυτά τα χρόνια. Παραμένουν ωστόσο σκόρπιες, αποδυναμωμένες και περιορισμένου βεληνεκούς, ενώ συχνά δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να απεμπλακούν από δίκτυα σημασιών του αντιπάλου (πράγμα που δίνει το μέτρο τής ηγεμονίας του). Η σύγχυση που διέσπειραν μεταστρουκτουραλιστικές, αποδημητικές, κλπ. θεωρίες είναι ακόμαπρόσφατη και πολύ βαθιά, όπως φαίνεται, και το τραύμα που άφησε η αποκοπή της τρέχουσας σκέψης από τις μεγάλες διαλεκτικές παραδόσεις του παρελθόντος θα χρειαστεί χρόνο για να επουλωθεί. Η σκέψη όμως δεν είναι παρθενογένεση. Οι ιδέες, ακόμη και όταν δεν το ξέρουν, πηγάζουν από αυτό που σαλεύει αδιόρατα στον βυθό της κοινωνίας. Το στοίχημα μιας σκέψης που θα επαναπροσανατολιστεί στον μετακαπιταλιστικό ορίζοντα ως μόνη ελπιδοφόρα προοπτική για την ανθρωπότητα, θα εξαρτηθεί από τη δημιουργία ορατών και αναγνωρίσιμων συλλογικών υποκειμένων με ανυποχώρητη θέληση γι’ αυτόν τον ακόμη επαγγελλόμενο ορίζοντα. Το ερώτημα είναι ποια τέτοια υποκείμενα, τέτοιες υπερατομικές συγκλίσεις θελήσεων, διαφαίνονται ή ενδέχεται να συγκροτηθούν μέσα στον εφιάλτη του παρόντος.
(1) Η παράδοση αυτή ξεκινάει, τα πρόσφατα χρόνια, από τον πάπα του ψυχροπολεμικού φιλελευθερισμού Karl Popper (παραδειγματική διασταύρωση, άλλωστε, νεοθετικισμού και νεοφιλελευθερισμού) και κατεβαίνει σε κλίμακα ασημαντότητας μέχρι περιπτώσεις όπως ο Mark Lilla, γύρω από τον οποίον αυτό τον καιρό κάνουν έναν ενορχηστρωμένο θόρυβο τα προπύργια του ευρωπαϊστικού «εκσυγχρονισμού» στην Ελλάδα. Με την περίπτωση του Mark Lilla θα ασχοληθώ εκτενέστερα αλλού· για μια συστηματική κριτική ορισμένων αποφασιστικών στιγμών στη συγκρότηση του εν λόγω ιδεολογικού συρμού, βλ. τα δοκίμια «Η νέα φιλοσοφική δεξιά», «Η μακάβρια επιστροφή του Νόμου και του Πατέρα» και «Emmanuel Lévinas, και η ιδεολογική στρατηγική τού ύστερου σιωνισμού» στο βιβλίο μου Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή τού 21ου αιώνα (futura: Αθήνα 2009).