Της Σοφίας Κολοτούρου.

Ο Νίκος Καββαδίας, ως ποιητής, ήταν ολιγογράφος. Στις τρεις ποιητικές συλλογές του περιλαμβάνονται συνολικά 52 ποιήματα. Μερικά ακόμη βρέθηκαν διάσπαρτα σε κάποια λογοτεχνικά περιοδικά. Τα περισσότερα από αυτά ήταν νεανικά πρωτόλεια που δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Υπάρχουν όμως και τέσσερα ποιήματα που έχουν κοινωνικοπολιτική θεματολογία. O Φίλιππος Φιλίππου, με βάση αυτά τα τέσσερα ποιήματα, αλλά και τα δύο ήδη γνωστά από τις συλλογές του πολιτικά ποιήματα (για τον Γκεβάρα και τον Λόρκα) έγραψε τη μελέτη O πολιτικός Νίκος Καββαδίας που κυκλοφόρησε το 1996 από τις εκδόσεις Άγρα και ανατυπώθηκε, φέτος, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή.
Ο Φιλίππου χρησιμοποίησε σαν οδηγό για τη συγγραφή της μελέτης του τα βιβλία: O Καβάφης και η εποχή του και O πολιτικός Καβάφης του Στρατή Τσίρκα, που γράφτηκαν γύρω στο 1955 – 1958 και κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος.
Ο Νίκος Καββαδίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αφού πολέμησε στην Αλβανία, παρέμεινε ξέμπαρκος στην Αθήνα καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Το 1943 γράφτηκε στο ΕΑΜ Λογοτεχνών (του οποίου για ένα διάστημα διετέλεσε γραμματέας) και την ίδια χρονιά δημοσίευσε το ποίημα: Αθήνα 1943 στο περιοδικό Πρωτοπόροι, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός.  
Το 1945 δημοσίευσε το γνωστό ποίημα Federico Garcia Lorca στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα και το όχι και τόσο γνωστό ποίημα Στον τάφο του Επονίτη στο περιοδικό Νέα Γενιά (της ΕΠΟΝ). Την ίδια χρονιά δημοσίευσε επίσης το ποίημα Αντίσταση, πάλι στα Ελεύθερα Γράμματα.  
Το 1945 ο Καββαδίας ξαναμπαρκάρισε και πέρασε τα περισσότερα από τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του μακριά από την Ελλάδα. Το 1947 εξέδωσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, το Πούσι, στην οποία από τα προαναφερθέντα ποιήματα συμπεριέλαβε μόνο εκείνο για τον Λόρκα.  
Ο Βάρναλης έγραψε μια ενθουσιώδη κριτική στον Ρίζο της Δευτέρας για το Πούσι (27/1/1947), εστιάζοντας κυρίως στο ποίημα για τον Λόρκα και γράφοντας ότι «είναι το κλειδί για να βρούμε το βαθύτερο κοινωνικό περιεχόμενο και των άλλων του ποιημάτων». Ωστόσο, άλλοι κριτικοί τον επέκριναν, όπως ο Αιμίλιος Χουρμούζιος που έγραψε στη Νέα Εστία ότι ο ποιητής είναι «αδιάφορος σε όλη την έξω από τα καράβια ζωή» και πως «πουθενά δεν υπάρχει νύξη και θύμηση της τραγωδίας της φυλής του».  
Το πιθανότερο είναι ότι ο ποιητής δεν συμπεριέλαβε τα άλλα ποιήματα στο Πούσι, επειδή είχε ήδη απογοητευτεί από την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα, και προτίμησε να «σιωπήσει» δραπετεύοντας μέσα από την ποίησή του στον κόσμο των θαλασσών και σε εξωτικές χώρες.  
Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι δεν μπόρεσε να γράψει για αρκετά χρόνια, μέχρι που καταπιάστηκε με τη συγγραφή του μυθιστορήματος Βάρδια το 1951. Όμως, το 1957 αυτοκτόνησε ο αδερφός του, που ήταν καπετάνιος, και η θλίψη του τον έκανε να σταματήσει να γράφει και να δημοσιεύει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το έργο του γινόταν γνωστό στους νεότερους μόνο μέσα από τις αναδημοσιεύσεις των παλαιών συλλογών.  
Λίγο πριν από την 21 Απριλίου του 1967, όμως, τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του δύο νεαροί σπουδαστές για να του πάρουν συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε στην Πανσπουδαστική. Ο Καββαδίας εμπνέεται από την επίσκεψή τους, γράφει και τους αφιερώνει το ποίημα Σπουδαστές, που δημοσιεύεται μαζί με τη συνέντευξη. Ο τελικός του στίχος δείχνει καθαρά το πολιτικό κλίμα: μιλάει για «όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα» και πράγματι, λίγο αργότερα ξεσπάει η δικτατορία.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς δολοφονήθηκε ο Guevara, αλλά ο Καββαδίας ολοκληρώνει το ομότιτλο αριστουργηματικό ποίημα μόλις το 1972. Το συμπεριέλαβε στην τρίτη του συλλογή, το Τραβέρσο, που όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη, αφού πέθανε δύο μήνες πριν κυκλοφορήσει.  
Έτσι, από τα έξι συνολικά πολιτικά ποιήματα που μελετήσαμε παραπάνω, μόνο εκείνα για τον Λόρκα και τον Γκεβάρα έγιναν γνωστά, αφού μπήκαν στις συλλογές του. Τα υπόλοιπα τέσσερα παραμένουν σχετικά άγνωστα στο ευρύ κοινό και, πιθανότατα, ο Φιλίππου ήταν ο πρώτος που τα συγκέντρωσε σε αυτό το βιβλίο.  
Αν και σήμερα όλα τα πολιτικά ποιήματα του Καββαδία έχουν αναρτηθεί στο Διαδίκτυο, αξίζει να ξαναδιαβάσουμε τη μελέτη του Φιλίππου, για να δούμε και να αποτιμήσουμε, εκ νέου, την πολιτική στάση του ποιητή σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς.  
Κάποιες στιγμές ίσως διακρίνουμε, εκ μέρους, του ένα δισταγμό να εκφραστεί ανοικτά πολιτικά – ειδικά στα χρόνια της δικτατορίας, που η έκφραση θα του στοίχιζε το πιο πολύτιμο για κείνον πράγμα, δηλαδή το ναυτικό του φυλλάδιο.  
Μπορούμε, όμως, να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον δισταγμό με την ψυχική γενναιοδωρία του Κοτζιούλα, που έγραψε ήδη από το 1947 (καθώς πολεμούσε στο βουνό με τον Βελουχιώτη) τα εξής: «Για τον ευτυχισμένο καιρό, για το λαοκρατούμενο εκείνο αύριο γράφουν οι καλύτεροι τεχνίτες μας κι ο ίδιος ο Καββαδίας…».
Επειδή κι εμείς σήμερα για τον ίδιο λόγο γράφουμε: προσδοκώντας σε ένα καλύτερο και πιο ευτυχισμένο καιρό.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!