Ένα χρόνο μετά την έναρξή του, ο πόλεμος στη Μ. Ανατολή κλιμακώνεται και διευρύνει την περιφέρειά του. Η Ελλάδα και ακόμη πιό άμεσα η Κύπρος εμπλέκονται σ’ αυτόν και το έδαφός τους γίνεται μέρος του. Η συγκυρία έχει ιδιαίτερα μεταιχμιακά χαρακτηριστικά και οι ακριβείς προβλέψεις είναι πολύ δύσκολες. Άλλωστε είναι πολύ ενδεικτικό ότι σειρά τέτοιων προβλέψεων από διάφορες πλευρές το τελευταίο διάστημα έχουν πέσει σε μεγάλο βαθμό έξω. Πάντως φαίνεται να βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού μια ενδεχόμενη μεγάλη σύγκρουση Ισραήλ-ΗΠΑ με το Ιράν. Το σκηνικό το διαμορφώνουν πολλοί παράγοντες που η ακριβής ανάλυσή τους είναι δύσκολη, ακόμη περισσότερο εφόσον κυριαρχείται από την ενημέρωση και τα στερεότυπα των αντιλήψεων της Δύσης και του Ισραήλ. Όμως είναι αναγκαίες κάποιες βασικές τοποθετήσεις και η διαμόρφωση μιας στάσης απέναντι στις εξελίξεις. Ο πόλεμος αυτός, μαζί με την ουκρανική πολεμική εστία σε ευρωπαϊκό έδαφος, είναι μέρη μιας εποχής αρθρωτής παγκόσμιας πολεμικής αναμέτρησης της Δύσης με «τους άλλους».
Πού το πάνε Δύση και Ισραήλ στη Μ. Ανατολή
Κατά πρώτο γίνεται σαφές ότι οι ηγετικές μερίδες ΗΠΑ και Ισραήλ που τις συνδέει η τεράστια ισχύς των διεθνών σιωνιστικών κέντρων, επιδιώκουν ένα γενικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στη Μ. Ανατολή και μια μεγάλη αλλαγή συσχετισμών δυνάμεων. Με τον δραστικό υποβιβασμό των δυνάμεων που αντιστέκονται με επίκεντρο το Ιράν, αλλά και την τιθάσσευση των φυγόκεντρων τάσεων άλλων πλευρών (Σ. Αραβία, Αίγυπτος κ.ά.). Ένας χρόνος πολέμου έχει δείξει ότι το μέγιστο μέρος του αφηγήματος που θέλει το Ισραήλ ανεξέλεγκτο και τις ΗΠΑ να το συνδράμουν μεν αλλά να προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν την επιθετικότητά του, είναι ψευδές, προσχηματικό και εξυπηρετεί ανάγκες τακτικής. Η γενοκτονική πολιτική του Ισραήλ στη Γάζα, και οι παραλλαγές των ίδιων επιδιώξεών του στη Δ. Όχθη γίνονται με την ενεργή στήριξη της Δύσης και εξυπηρετούν τους σκοπούς της. Οι εκκλήσεις για «λύση δύο κρατών» είναι σε μεγάλο βαθμό «φύλλο συκής». Κρίσιμο ερώτημα. Υπάρχουν φρένα σ’ αυτή την πορεία; Τη στιγμή μάλιστα που φαίνεται ότι και οι δύο υποψήφιοι για την προεδρία των ΗΠΑ συναγωνίζονται ως προς τη στήριξή τους στο Ισραήλ. Σημειώνοντας μάλιστα προς σύγκριση, ότι η αντιμετώπιση του Ουκρανικού δεν συναντά ανάλογους βαθμούς συναίνεσης. Τα όποια φρένα προκύπτουν από τον «ρεαλισμό» (κυρίως του βαθέος αμερικανικού συστήματος – Πεντάγωνο αλλά και ορισμένων κέντρων της διεύθυνσης των οικονομικών υποθέσεων των ΗΠΑ) όσων βλέπουν ότι μια ολομέτωπη σύγκρουση με το Ιράν πέρα από τις καταστροφικές συνέπειες για το ίδιο θα έφερνε μεγάλους κλονισμούς και για τις ΗΠΑ-Δύση (οικονομικούς / ενεργειακούς, ενδεχόμενη μη διαχειρίσιμη έκταση καταστροφών και του Ισραήλ, καθήλωση των δυνάμεων των ΗΠΑ στη Μεσόγειο, ανεξέλεγκτη κλιμάκωση με αναγκαστική είσοδο Ρωσίας και Κίνας στη σύγκρουση και πολλά άλλα).
Πάντως η γραμμή συντήρησης της κλιμάκωσης και ανατίναξης όλων των οδών συνδιαλλαγής που έχει ακολουθήσει συστηματικά το Ισραήλ όλο το τελευταίο διάστημα, του έχει επιτρέψει το ανηλεές σφυροκόπημα της Γάζας και την εξαπόλυση ισχυρότατων πληγμάτων στη Χεζμπολά αλλά και στο εσωτερικό του Ιράν. Εκμεταλλευόμενο δομικές τους αδυναμίες (και απ’ ό,τι φαίνεται έχουν υπάρξει σχετικοί σχεδιασμοί που πάνε πολύ πίσω σε χρόνο). Πόσο αποφασιστική είναι η εξασθένιση της προβολής ισχύος του αντιστασιακού τόξου μένει να αποδειχθεί. Ως προς το εύρος των προθέσεων πάντως δεν πρέπει να προσπεραστούν οι απειλές-εκτιμήσεις (ισραηλινές αλλά και ευρύτερα από δυτικές πλευρές) για «αλλαγή» του ιρανικού καθεστώτος «που δεν θα καθυστερήσει».
Επανερχόμενοι στα πιθανά φρένα των ορέξεων, αυτά έχουν να κάνουν πρωτίστως με την αξιοπιστία της αποτρεπτικής ισχύος των αντιστεκομένων, από το τι αυτοί μπορούν να μοχλεύσουν ως πάσης φύσεως ισχύ και υποστήριξη. Γίνεται εμφανές ότι κενά στην προβολή ισχύος τείνουν να εκτοξεύσουν τις ορέξεις και έτσι ο φαύλος κύκλος των επιθέσεων και των «απαντητικών πληγμάτων» είναι δύσκολο να σπάσει και λειτουργεί αυτός καθ’ αυτόν υπέρ της επιδίωξης μιας άνευ ορίων κλιμάκωσης με είσοδο των ΗΠΑ στη σύγκρουση.
Εποχή δυτικής περιφρόνησης της κυριαρχίας χωρών αλλά και του ισλαμικού κόσμου συνολικά
Το θέμα της ισραηλινής επιθετικότητας δεν αφορά τώρα πια αποκλειστικά τους Παλαιστίνιους. Το Ισραήλ ενεργεί με το δίκαιο του νταή σε ολόκληρη την περιοχή. Ειδικότερα όμως είναι κρίσιμο θέμα, τα συντριπτικά πλήγματα στην κυριαρχία του Λιβάνου (με πλήρη νομιμοποιητική κάλυψη από πλευράς Δύσης), με σκοπό την πλήρη αποδιοργάνωση της χώρας. Οι τέτοιες μορφές πολέμου υπό την κάλυψη των «αναγκών της ισραηλινής αυτοάμυνας και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας όπου κι αν βρίσκεται!» εισάγουν νέα «ήθη», επιδεκτικά πολλαπλά επικίνδυνης γενίκευσης, στις διεθνείς σχέσεις. Για προφανείς λόγους το θέμα μας αφορά και άμεσα –Ελλάδα και Κύπρο– και θα έπρεπε εγκαίρως να έχει υπάρξει η ανεπιφύλακτη στήριξη του Λιβάνου απέναντι στο επιτιθέμενο κράτος-τρομοκράτη.
Σ’ ένα γενικότερο επίπεδο, ο ρατσιστικός φονταμενταλισμός του σιωνισμού πορεύεται μαζί με νέες εκφράσεις ακραίας περιφρόνησης από πλευράς Δύσης, του πολιτισμού, των αναγκών και των δικαιωμάτων των λαών του κόσμου του Ισλάμ. Ο οριενταλισμός –εξωτικές αναπαραστάσεις μιας Ανατολής (Orient) υποδεέστερων κοινωνιών προορισμένων να προσφέρουν απολαύσεις που διεγείρουν το φαντασιακό της αποικιοκρατικής Δύσης– που βέβαια έχει μεγάλο ιστορικό βάθος, τώρα παίρνει πολύ πιο «μαύρα», εχθροπαθή χρώματα. Για να μείνουμε στο πιό κραυγαλέο: σε όλο τον Δυτικό κόσμο, «ανάγκες και απαιτήσεις ασφάλειας» συζητιούνται μόνο για το Ισραήλ των έντεκα εκατομμυρίων (μόνο οι μισοί περίπου απ’ αυτούς Εβραίοι) σε μια περιοχή πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που δεινοπαθούν βρισκόμενοι υπό διαρκή επίθεση ή την απειλή της εδώ και δεκαετίες. Για αυτούς «τους υπόλοιπους», οι τέτοιες επιδιώξεις ασφάλειας και μιας αυτοτελούς, αξιοπρεπούς ύπαρξης αυτόματα τους κατατάσσουν στους «τρομοκράτες». Και για να το τοποθετήσουμε ειδικότερα, γιατί άραγε η Ελλάδα ακόμα και ενταγμένη μέσα στη «Δύση», αν μη τι άλλο δεν θα μπορούσε να προβάλει την ισχυρή (και αυτονόητη) ηθικοπολιτικά θέση της επιδίωξης της αμοιβαίας ασφάλειας όλων των μερών στην περιοχή;
Σταθερά στο πλάι της αντίστασης αλλά και χωρίς αφέλειες απέναντι στις μεγάλες μοιρασιές
Κατ’ αρχήν είναι κρίσιμη η στάση υποστήριξης στους λαούς που σηκώνουν το βάρος της αντίστασης απέναντι στη σιωνιστική επιθετικότητα. Χωρίς εξιδανικεύσεις (ή τις εξυπναδίστικες ευκολίες που συνιστούν κι αυτές ένα άλλο είδος «οριενταλισμού») που αγνοούν τους πραγματικούς όρους του αγώνα τους και όλα εκείνα στα οποία τους εξωθεί ο πολύ δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων (να κάνουν ή να παραλείψουν να κάνουν). Ιδιαίτερη αλληλεγγύη και εκτίμηση για το αντιστασιακό κίνημα του λαού του Λιβάνου. Γιατί η ηγεσία του (στο πρόσωπο του δολοφονημένου Νασράλα) έχει δείξει ασυνήθιστες πολιτικοκοινωνικές ποιότητες σύλληψης του προβλήματος του αγώνα για την ύπαρξη μιας πολύ μικρής χώρας που βρίσκεται στην πιο διακεκαυμένη γεωπολιτική θέση. Αυτό το πλήγμα σε επίπεδο ηγεσίας είναι απώλεια για την πολιτικοκοινωνική ωρίμανση της ευρύτερης περιοχής. Όμως η στάση στο πλάι των αντιστεκόμενων είναι αναπόσπαστα δεμένη και με την πάλη απέναντι στην υποτέλεια και όλα τα συνειδησιακά της στηρίγματα μέσα στη χώρα μας. Στέκεται απέναντι στην υποτέλεια κυβέρνησης και λοιπών συστημικών δυνάμεων, στάση κολαούζου των ΗΠΑ και του Ισραήλ στον πόλεμό τους απέναντι σε όποιον βαφτίζουν τρομοκράτη. Αλλά και διαχωρίζεται από τη στάση (με όχι μικρή κοινωνική διάδοση) δέους και υπόκλισης μπροστά «στη δύναμη και το ανίκητο» του Ισραήλ που ονειρεύεται ότι μέσω πλήρους πρόσδεσης στο άρμα του, εξασφαλίζεται η προστασία από την τουρκική απειλή.
Όμως στην παγκόσμια αρένα, τους όρους δεν τους διαμορφώνουν σε κύριο βαθμό οι αντιστεκόμενοι (ας επανερχόμαστε πάντοτε στο τι έγινε με το «Ανατολικό Ζήτημα» το 1821 αλλά και μετά). Τα πράγματα πάλι σήμερα, μπλέκονται μέσα σε μεγάλα παζάρια στα οποία συνυπολογίζονται όλα τα ανοιχτά μέτωπα. Με παζάρια και σχεδιασμούς που περιλαμβάνουν αναδασμούς και αλλαγές συνόρων. Είναι υπαρξιακός κίνδυνος η αφέλεια γύρω απ’ αυτό, ιδιαίτερα με την Τουρκία να ενισχύει συστηματικά τη θέση της για να αδράξει τις ευκαιρίες σ’ ένα σκηνικό με μεγάλα τα άγχη της Δύσης να εξασφαλίσει συμμαχίες.