του Θανάση Μουσόπουλου*
Όπως σημειώνει ο Mario Vitti, «Η “Γενιά του Τριάντα”. Ιδεολογία και μορφή». Με μια νέα εισαγωγή, Ερμής, Αθήνα 2006: «Παρά την έλλειψη μιας συντονισμένης εμφάνισης της γενιάς του Τριάντα, είναι αναμφισβήτητο ότι εκεί γύρω στα 1930 γίνεται αισθητή μια αλλαγή, μια ρήξη με το παρελθόν, ενώ παράλληλα εμφανίζονται προβληματισμοί που τεκμηριώνουν τη γέννηση μιας νέας συνείδησης, στηριγμένης σε μορφωτικά εφόδια και σε ψυχική διάθεση διαφορετικά από τα πριν γνωστά».
***
Συνεχίζουμε τον περίπατό μας με τρεις εκπροσώπους της περιόδου αυτής, κυρίως πεζογράφους.
Ο Γιάννης Μπεράτης (Αθήνα, 1904-1968), πεζογράφος και μεταφραστής.
Τo «Πλατύ Ποτάμι», είναι το πιο σημαντικό πεζό έργο που αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Στο απόσπασμα ο Διοικητής Σγουρός που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στέλνει δυο στρατιώτες, «κήρυκες», όπως τους λέει, στις ιταλικές γραμμές, για να ζητήσει ολιγόωρη ανακωχή, με σκοπό να θάψουν οι αντίπαλοι τους νεκρούς που κείτονται ανάμεσά τους. Η πρότασή του δε βρίσκει ανταπόκριση.
«Η ώρα περνούσε. Ο Σγουρός ανησυχούσε πολύ για τους “κήρυκες” που δεν επιστρέφανε. Τι διάολο! Τι διάολο πάθανε, έλεγε κάθε τόσο […]
Αλλά εμείς, κύριε Διοικητά, όπως σου ‘πα κι όπως μας είπες, ό,τι είχαμε να δούμε το είδαμε από πριν. Ρηχά, τιποτένια χαρακώματα, κι όλοι τους κλεισμένοι μέσα στα σπίτια του χωριού που ορισμένως έχουνε σκάψει αμπριά από κάτω τους –και κατά την ιδέα μου τουλάχιστον: σ’ αυτό μόνο το χωριό, τρεις λόχοι μέσα– τουλάχιστον τρεις λόχοι· βέβαια, τουλάχιστον τρεις λόχοι, ε, Δημήτρη;
Μετά μας πήραν έτσι και μας φέρανε ως εκεί που ‘χαμε πρωτοφτάσει, μας λύσανε τα μάτια κι όλο μας χαιρετούσανε με χειραψίες και μ’ αγκαλιές στους ώμους. Στου Δημήτρη την τσέπη, σώνει και καλά, βάλανε έναν αναφτήρα, και στη δικιά μου –ούτε κι εγώ ξέρω πώς βρέθηκε– ένα σουγιά. Τι να πεις, κύριε Διοικητά; τι να πεις; Νάτος ο αναφτήρας κι ο σουγιάς.
Ο Σγουρός περιεργαζότανε και τον ένα και τον άλλο πάνω απ’ τη φωτιά, και μετά μου τους έδωσε και σε μένα.
Μπράβο, καλά τα καταφέρανε. Άιντε τώρα να ξεκουραστείτε. Πάρτε και τον αναφτήρα και το σουγιά σας και κρατήστε τους, έτσι για ανάμνηση, όταν με το καλό, δούμε καλή πατρίδα και γυρίσετε σπίτια σας. Άιντε – καληνύχτα. Και προσοχή μη στομαχιάσετε με τ’ άσπρα ψωμάκια και το τυρί τους!
Ο λοχίας κι ο σαλπιγκτής ο Δημήτρης χαιρετίσανε γελώντας και με δύο τρία πηδήματα χαθήκανε μέσα στη νύχτα».
***
Η Μέλπω Αξιώτη (γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Μυκονιάτες 1905-1973) λογοτέχνις και αντιστασιακή. Μεγάλη η συμβολή της στην ανανέωση της πεζογραφίας μας. Η ίδια σε κείμενό της «Από τις “Δύσκολες Νύχτες” στη στρατευμένη τέχνη» (1953) γράφει:
«Το 1938 δημοσίεψα το πρώτο μου βιβλίο. Η λογοκρισία του Μεταξά έσβυσε φράσεις εδώ κι’ εκεί, μ’ όλο που ήταν γραμμένο για να μπορεί να περάσει. Έτυχε νάχει προκηρυχτεί τότε ένας διαγωνισμός για την καλύτερη γυναικεία πεζογραφία της χρονιάς, και το βιβλίο μου, Δύσκολες Νύχτες, πήρε το Βραβείο. […] Κανείς δεν είχε ως τότε ακούσει τ’ όνομά μου μες στους φιλολογικούς κύκλους, κανείς δεν ήξερε τι καπνό φουμάρω, το μόνο που μπορούσαν να ξέρουν, η οικογένειά μου ήταν γνωστή στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας. Το βιβλίο ήταν η περιγραφή του καημού και του μόχθου του ελληνικού λαού της επαρχίας και της πρωτεύουσας. Η υπόθεση δεν ήταν και τόσο πρωτότυπη, ένα σωρό αστοί είχαν καταπιαστεί να περιγράφουν το λαό της επαρχίας και της πρωτεύουσας […] Πολλοί αστοί είχαν πιάσει το θέμα, εγώ όμως τότε ήμουν κομμουνίστρια. Μια κομμουνίστρια άγνωστη, δίχως γνώσεις και πείρα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, και γύρω μου ολούθε μια βαθειά παρανομία. Για τα γραφτά μου ήμουν βέβαια υπερήφανη. Χαιρόμουνα που τα παινεύανε, και συνέχιζα κι’ έγραφα, δίχως θεμέλια θεωρητικά, μόνο με την καρδιά μου, με το προσωπικό μου γούστο και το ένστιχτο.
[…] Ήμουνα μόνο σίγουρη πως είμαι εκείνο που λέγεται ένας αριστερός λογοτέχνης. Ο πάπους μου μέχε μάθει ν’ αγαπώ το λαό, πως ο λαός είναι ο μέγας δάσκαλος κι’ έχει απέραντους θησαυρούς και μεγάλη σοφία […] Ο πατέρας μέχε μάθει ν’ αγαπώ τη Ρωσία, όπου εκεί είχε γεννηθεί κι’ ο ίδιος και μεγάλωσε. Τον αγαπούσα λοιπόν το λαό, την αγαπούσα και τη Ρωσία, και σίγουρα ότι εκείνες οι δυο αγάπες μαζί, μέχανε πάει εμένα πια ίσαμε το Κ.Κ.Ε. Είχα δηλαδή κάμει νερά, είχα φύγει απ’ την τάξη μου. Μα για τον έλεγχο το μαρξιστικό πάνω στα φιλολογικά μου γραφτά αυτό δεν ήμουν σε θέση να το κάμω τότε».
***
Ο Τάσος Αθανασιάδης (γεννήθηκε στο Σαλιχλή Μικράς Ασίας, 1913 − Αθήνα, 21 Σεπτεμβρίου 2006), κυρίως μυθιστοριογράφος , δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός.
Βιβλία του μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση: Οι Πανθέοι (ΕΡΤ, 1977-1979 και 2023-24 από τον ΣΚΑΪ), Οι Τελευταίοι Εγγονοί (Mega Channel, 1991), Οι Φρουροί της Αχαΐας (Mega Channel, 1992-1993), Η αίθουσα του θρόνου (Mega Channel, 1998-1999), Τα Παιδιά της Νιόβης (ΕΡΤ 2004-2005).
Η δημιουργία των «Πανθέων» κράτησε περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια (1944-1961). Πρόκειται για την ιστορία τριών γενεών μιας οικογένειας, των Πανθέων, που εκτείνεται από το 1897 έως το 1940. Ο Γιάννης Χατζίνης σημειώνει: «Ο Τάσος Αθανασιάδης είναι προπάντων ένας στυλίστας που παλεύει με τα πράματα τα ίδια, που αγγίζει τη ζωή στους αρμούς της. Η λέξη του είναι διαλεγμένη, η φράση σμιλεμένη, ο τόνος υπολογισμένος σταθερά, με την άγρυπνη φροντίδα του καλλιτέχνη που φοβάται ότι και μία ελάχιστη παραφωνία μπορεί να διασαλέψει την ισορροπία του συνόλου…»
Χαρακτηριστικά fragmenta από έργα του Τάσου Αθανασιάδη:
Ένας άνθρωπος δικός μας είναι όλος ο κόσμος δικός μας.
Θα ‘πρεπε οι άνθρωποι να ξέρουν την ημερομηνία του θανάτου τους, όπως έχουνε στην ταυτότητά τους τη χρονολογία της γέννησής τους. Αυτό θα τους έκανε ηθικότερους, πιο ανθρώπινους.
Κάθε στιγμή τα λόγια μας είναι το ψέμα και μόνο η πράξη μας η αλήθεια.
Δεν κρίνομε σωστά, όταν κρίνουμε τον άνθρωπο έξω απ’ το περιβάλλον του.
Έρχεται κάποια στιγμή, όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά, για ν’ αποφασίσει επάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του.
Ένας άξιος, είναι πάντα εμπόδιο για τους μέτριους…
Όταν πια φτάσεις στην κορυφή του εγωισμού, δεν σου απομένει παρά να κατηφορίσεις στον άλλο.
Η ατέλειά μας είναι θείον δώρημα…Αν ο άνθρωπος δεν είχε ανάγκη κανένα, δε θ’ αγαπούσε κανένα…
Ένας άνθρωπος πλάι μας είναι κάποτε όλος ο κόσμος.
Ένας άνθρωπος ξαναβρίσκει το Θεό, ένα ακόμη βήμα κάνει η ανθρωπότητα προς την Αγάπη.
***
Στην επόμενη ενότητα θα προσεγγίσουμε το έργο του Κώστα Θρακιώτη
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής