του Θανάση Μουσόπουλου*

Ο Κ. Θ. Δημαράς στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», έκτη έκδοση, Ίκαρος 1975, στο Επίμετρο αναφέρεται στους συγγραφείς που παρουσιάστηκαν γύρω στα 1930. Αναφέρεται ενδεικτικά σε ορισμένους, και, καταλήγοντας με τον Γιώργο Σεφέρη, παρατηρεί: «Η Ελλάδα έννοια απόλυτη, όχι στατική, χαρακτηρίζεται από την αδιάκοπη ανανέωση μιας προαιώνιας παράδοσης» (σελ. 485).

Αναφέραμε στις προηγούμενες ενότητες πολλούς ποιητές, πεζογράφους, στοχαστές της γενιάς του ’30. Στη σημερινή και στην επόμενη ενότητα θα φωτίσουμε δημιουργούς του πλούσιου κήπου αυτής της περιόδου, λέγοντας λίγα λόγια, περισσότερο θα χαρούμε το έργο τους.

***

Ο Γιώργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη 1908 – Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 1941) ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος

Ἀέρινη Λεπτὴ Ἀνάλαφρη

Θυμᾶμαι. Θέλω καὶ θυμᾶμαι
Ἡ ἀνάμνηση, μὲ τὴν ἀνατροφή,
ἀέρινη λεπτὴ γίνεται ἡδονή·
βασανισμένη, γοητεύει τὰ δάκρυά της
μὲ χαμογέλια· εἶναι
κι αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ της ἡδονὴ
ἀέρινη λεπτή, ἀνάλαφρη…
 

*** 

Πάλι… 

Πάλι ὁ οὐρανὸς ἀνοίγει ἐδῶ τὴν πύλη
Πάλι σηκώνει τὴ σημαία
Ἐμεῖς μπαίνουμε χωρὶς φόβο
Τὰ μάτια τὰ πουλιὰ μαζί μας μπαίνουν
Ἀστράφτει ἡ πολιτεία ἀστράφτει ὁ νοῦς μας
Ἡ φαντασία τοὺς κήπους πλημμυράει
Εἶναι παιδιὰ ποὺ στέκονται στὶς βρύσες
Κορυδαλλοὶ στοὺς ὄρθρους ἀκουμπᾶνε
Στὶς λεμονιὲς ἄγγελοι χορτάτοι
Εἶναι ἀηδόνια ποὺ παντοῦ ξυπνᾶνε
Φλογέρες παίζουν ἔντομα βουίζουν
Εἶναι τραγούδια ἡ στάχτη τῶν νεκρῶν
Κι οἱ νεκροὶ κάπου ἀναγεννιοῦνται πάλι
Ὁλοῦθε μᾶς μαζεύει ὁ Θεὸς
Ἔχουμε χέρια καθαρὰ καὶ πᾶμε
 

***

Ο Θράσος Καστανάκης (1901-1967), γεννημένος στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης, βρέθηκε για σπουδές στη Γαλλία, φοιτητής του Ψυχάρη, από τον οποίο επηρεάστηκε καθοριστικά. Το μεγάλο σε όγκο έργο του συγκροτείται από δεκαπέντε μυθιστορήματα και ογδόντα έξι διηγήματα, τα περισσότερα ανέκδοτα. Έγινε γνωστός κυρίως από τη μεταφορά του μυθιστορήματός του «Χατζή Μανουήλ» στη μικρή οθόνη το 1984 από τον Γιάννη Σμαραγδή.

Ο «Χατζή Μανουήλ» (1956) διαδραματίζεται στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, περίοδο έντονων κοινωνικών ανακατατάξεων που οδηγούν στον παραμερισμό της φαναριώτικης αριστοκρατίας από την ανερχόμενη αστική τάξη. O κεντρικός ήρωας, ένα φτωχόπαιδο που ανέρχεται οικονομικά και αποκτά δύναμη, είναι καταλύτης για τη φανέρωση όλων αυτών των κοινωνικών συγκρούσεων.

«Καμιά πραγματική αγάπη δε μένει χωρίς ανταπόκριση. Και κανένα αληθινό μίσος.

Άνθρωπος που κάνει κακό στον εχτρό του από συφέρο, το ίδιο εύκολα μπορεί να το κάμει κι ενάντια στο φίλο του.

Έτσι μιλάω με το Θεό μου αυτήν την ώρα… Κι εκείνος, θα μου πεις, τι λέει; Εκείνος αποκρίνεται, με τα πάντα, με την καθεμιά ομορφάδα του κόσμου μ’ απαντάει, με το φεγγάρι, με τη θάλασσα, ακόμα και με τη μακρινή σιωπή…

Δεν είναι τα γεγονότα που σε αλλάζουνε, μα οι λεπτομέρειες.

Τον άνθρωπο που γονατίζει τον σκιάζομαι πιότερο κι από τον εχτρό»

***

Ο Δημήτριος Ροδόπουλος, γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μ. Καραγάτσης (Αθήνα 1908-1960), ήταν πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του ’30».

Το «Γιούγκερμαν» ανήκει στην κλασική πεζογραφία, εκδόθηκε το 1938 και αποτελεί το τρίτο μέρος της τριλογίας με τίτλο «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο», η οποία συμπληρώνεται από τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» (1933) και τη «Μεγάλη Χίμαιρα» (1936).

Στο παρακάτω απόσπασμα ο Γιούγκερμαν επισκέπτεται το φρενοκομείο, όπου βρισκόταν άρρωστος ο Μιχάλης Καραμάνος:

«Κύλησαν γοργά πάνω στην άσφαλτο, ως το βουναλάκι του Δαφνιού· και σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα του Δρομοκαΐτειου. Ο Βάσιας κατέβηκε και χτύπησε το κουδούνι.

Ποιος είναι; ρώτησε μια δύσπιστη φωνή μέσ’ στο σκοτάδι.

Εγώ, ο κύριος Γιούγκερμαν.

Παρακαλώ! Περάστε!

“Οι μόνες πόρτες που ανοίγουν μπροστά μου τη νύχτα, είναι οι πόρτες των νεκροταφείων και των φρενοκομείων”, συλλογίστηκε. Προχώρησε προς έν’ από τα περίπτερα, μόνος του, χωρίς συνοδεία. Ήξερε τα κατατόπια, και τον ήξεραν εκεί μέσα. Ένας μακρύς διάδρομος, γεμάτος πόρτες. Και μια πόρτα —στο βάθος, η τελευταία— με τον αριθμό 207. Κοντοστάθηκε και χτύπησε μαλακά.

Εμπρός! είπε από μέσα μια σκληρή φωνή.

Γύρισε το πόμολο και μπήκε. Ένα ευρύχωρο δωμάτιο· πολύ καθαρό, αρκετά πολυτελές, επιπλωμένο μ’ έπιπλα φερμένα απ’ έξω· ένα γραφείο, μια βιβλιοθήκη, πολυθρόνες, ένα τραπέζι· στο βάθος το κρεβάτι πλατύ, μαλακό, άνετο· κρεβάτι φτιαγμένο για μακριούς, βαθιούς ύπνους. Πάνω στα λευκά σεντόνια ένας σάρκινος όγκος ήταν ξαπλωμένος. Ένας άντρας παχύτατος, σαν πρησμένος, με προγούλια και πρόσωπο πνιγμένο στο ξίγκι. Τα καστανά μάτια του είχαν μιαν απλανή θολάδα, σα χαμένα σε κόσμους ανοησίας. Τα μακριά σταχτιά μαλλιά έπεφταν ανάκατα στους ώμους του.

Συ είσαι, Βάσια; είπε. Καλησπέρα.

Καλησπέρα, Μιχάλη.

Έλα, κάθισε κοντά μου.

Πριν προφθάσει να καθίσει δίπλα του, ο Καραμάνος του άρπαξε το χέρι.

Ξέρεις; του είπε με μωρουδίσια χαρά. Κοιμάμαι! Κοιμάμαι όσο θέλω!

Αυτό είναι ευχάριστο. Πάει να πει πως πηγαίνεις πολύ καλύτερα.

Ο τρελός γέλασε μ’ αφέλεια:

Μα είμαι πολύ καλά! Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που νιώθω τον εαυτό μου τόσο καλά!».

*** 

Ο Θανάσης Πετσάλης–Διομήδης (Αθήνα 1904 – 1995) πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Έγινε γνωστός κυρίως για τα ιστορικά του μυθιστορήματα.

«Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας. 1565-1799», ξεπερνούν κατά πολύ το χρονικό: είναι το έπος και το πάθος ενός λαού που οραματίζεται την ελευθερία του κι αγωνίζεται γι’ αυτήν.

«Σκυλιασμένος μπήκε ο Ανέστης στο Βοίτυλο. Και τι να δει, ανάστατος ο τόπος. Άξαφνα αντίκρισε τη θάλασσα! Ωχ, η θάλασσα! Πρώτη φορά την έβλεπε τη θάλασσα. Κι άξαφνα μπλέχτηκε σ’ ανθρωποσύναξη μεγάλη.

‒ Τι τρέχει, βρε παιδιά; ρωτάει.

‒ Ο Μόσκοβος, μωρέ, τήρα, μωρέ, ήρθε ο Μόσκοβος, να τος!

Πέρα στον γιαλό, στο περιγιάλι κάτω, ήτανε φουνταρισμένες τρεις γαλιότες με δώδεκα κουπιά και μια φρεγάτα μεγαλούτσικη. Πάνω στις γέφυρες, σαν τα μερμήγκια λιάζονταν τα τσούρμα κι οι αρματωμένοι.

‒ Το λοιπόν; κάνει ο Ανέστης, σηκώθηκε ο τόπος;

Κανένας δεν του απάντησε. Ήτανε πια στα αίματα όλος ο κόσμος. Όλοι τρέχανε στις ρούγες και στις πλατείες. Πολλοί κρατούσανε στα χέρια κάτι μεγάλα χαρτιά γραμμένα και τα διαβάζανε δυνατά στους άλλους:

“Διά το έλεος του Θεού με εψήφισεν η Βασίλισσα πληρεξούσιον επίτροπόν της, ώστε εγώ, παρασταίνοντας το άγιόν της πρόσωπον και έχοντας τελείαν εξουσίαν εις πάντα και πολεμώντας, να ελευθερώσω το γένος σας από την σκλαβιά!”

‒ Ποιος τα λέει αυτά, μωρέ; βρόντηξε μια φωνή.

‒ Σσσσ! του κάνανε. Ο Ορλώφης! Σώπα.

[…] Πήγε στο λιμάνι, μα ήτανε θάλασσα τα πράματα. Είχανε κατεβεί από τα γύρω χωριά κάπου εκατό αρματωμένοι και φωνάζανε και σουλάτσερναν. Οι Ρούσοι είχανε ξανά τρυπώσει στα καράβια τους. Μιαν αστραπή εφέγγιζε σ’ ολωνών τα μάτια, ακόμα και στων γυναικών τα μάτια, πίσω απ’ τα μισογερτά παραθύρια.

‒ Ακούς εκεί τον κερατά, αφέντη τόνε βάλαμε;

Είχε μαθευτεί, λέει, ότι ο Ορλώφ, ο πρίντζιπας, τους εμίλησε άπρεπα στους Μαυρομιχαλαίους.

‒ Άσκημα; Πώς άσκημα;

‒ Τους διάταξε, λέει… ποιος διατάζει εδώ;…».

Θα συνεχίσουμε με εκπροσώπους της γενιάς του ’30.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!