Μετά τις εκλογές του 2017 και τον καταποντισμό των Σοσιαλδημοκρατών εταίρων του Μαρκ Ρούτε, χρειάστηκαν σχεδόν 8 μήνες παζαριών για να σχηματιστεί μια κεντροδεξιά κυβέρνηση. Στο μεταξύ η χώρα διοικούνταν «υπηρεσιακά», με τη βοήθεια της αποτελεσματικής ολλανδικής γραφειοκρατίας. Χωρίς να το αναμένει κανείς, όμως, η ίδια γραφειοκρατία έγινε αιτία της πτώσης της κυβέρνησης τον Ιανουάριο, και των πρόωρων εκλογών αυτής της εβδομάδας. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε ότι η Φορολογική Υπηρεσία κατηγόρησε άδικα δεκάδες χιλιάδες οικογένειες ότι κακώς λάμβαναν επίδομα παιδικής μέριμνας, απαιτώντας ταυτόχρονα την άμεση επιστροφή όλων των καταβληθέντων ποσών.
Μέχρι να επιβεβαιωθεί ότι οι κατηγορίες ήταν ολωσδιόλου αβάσιμες και στηρίζονταν μονάχα σε «υποψίες» των εφοριακών υπαλλήλων με βάση την εθνική καταγωγή και την ταξική θέση των «απατεώνων», 26.000 οικογένειες καταστράφηκαν οικονομικά και στιγματίστηκαν κοινωνικά. Τελικά η σχετική κοινοβουλευτική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση ετών, διαπίστωσε ότι «παραβιάστηκαν θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου», αναγκάζοντας την κεντροδεξιά συγκυβέρνηση να παραιτηθεί και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Το σκάνδαλο αυτό όμως μικρό ρόλο έπαιξε στο αποτέλεσμα της κάλπης…
Η έκβαση της εκλογικής μάχης εν μέσω πανδημίας σφραγίστηκε από το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα πολιτικά κόμματα τάσσονται πλέον εναντίον των πολιτικών λιτότητας και υπέρ των κρατικών επενδύσεων για την ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης και της δημόσιας υγείας, υπέρ της αύξησης μισθών, της αυστηρότερης φορολόγησης των πλούσιων και των μεγάλων επιχειρήσεων κ.ο.κ. Ακόμη και το προπύργιο του νεοφιλελευθερισμού, το VVD του πρωθυπουργού Ρούτε, στο προεκλογικό πρόγραμμά του δεσμεύτηκε ότι θα επιδιώξει «μια νέα κυβέρνηση που θα διορθώνει ενεργητικά τις υπερβολές του καπιταλισμού»! Όμως τα αριστερά κόμματα, που παραδοσιακά υποστηρίζουν τέτοιες πολιτικές, όχι μόνο δεν κέρδισαν από αυτήν τη θεωρητικά ευνοϊκή γι’ αυτά στροφή, αλλά ηττήθηκαν.
Μία αιτία είναι βέβαια η βαθιά κρίση της ολλανδικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία δεν ανάρρωσε ποτέ μετά την τιμωρία της στις προηγούμενες εκλογές*. Αλλά δεν είναι η μοναδική: όταν την «αριστερή στροφή» στην οικονομία την υλοποιεί η Κεντροδεξιά, η Κεντροαριστερά και η Αριστερά αφοπλίζονται σε αυτό που θεωρούνταν προνομιακό πεδίο τους. Επιπλέον, οι δυνάμεις αυτές αδυνατούν να απαντήσουν στα χτυπήματα που δέχονται στο πεδίο του «πολέμου των πολιτισμών», με τη δεξιά πτέρυγα του πολιτικού φάσματος να ανακηρύττει υπ’ αριθ. 1 αντίπαλο τη μετανάστευση και τον κίνδυνο «ισλαμοποίησης» της Ολλανδίας…
► Η ολλανδική βουλή έχει 150 έδρες που κατανέμονται με απλή αναλογική. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι 76 έδρες – ακριβώς τόσες είχε η απερχόμενη συγκυβέρνηση μέχρι τη διαγραφή ενός βουλευτή του VVD που κατηγορήθηκε για παρανομίες.
► Από τα τέσσερα κόμματα της συγκυβέρνησης απώλειες (-4 έδρες) υπέστησαν μόνο οι Χριστιανοδημοκράτες. Το VVD του πρωθυπουργού Ρούτε αύξησε κατά δύο τις έδρες του σε σχέση με το 2017, χωρίς όμως να πλησιάσει τα ποσοστά του 2012. Οι κεντρώοι Φιλελεύθεροι κέρδισαν 4 έδρες, ενώ οι Χριστιανοκοινωνιστές διατήρησαν τη δύναμή τους.
► Στο αντίπαλο στρατόπεδο, το σοσιαλδημοκρατικό PvdA δεν κατάφερε να ανακάμψει από τη συντριβή του 2017. Σοβαρές απώλειες είχαν επίσης το Σοσιαλιστικό Κόμμα (-5 έδρες) και οι Αριστεροί Πράσινοι (-6 έδρες). Ελαφρά άνοδο σημείωσαν μόνο οι Φιλόζωοι (+1 έδρα). Το Denk διατήρησε τις 3 έδρες του, ενώ βουλευτή εξέλεξε και το BIJ1.
► Στο δεξιό άκρο, το PVV του Βίλντερς έχασε 3 έδρες, τις οποίες απέσπασε μια «μετριοπαθέστερη» διάσπασή του (JA21). Το ευρωσκεπτικιστικό FvD εκτινάχθηκε στις 8 έδρες (+6), ενώ σταθεροί παρέμειναν οι φανατικοί Καλβινιστές.
► Το νέο κόμμα Volt απέσπασε 3 έδρες, ενώ οι Συνταξιούχοι υπέστησαν ήττα, απομένοντας με 1 μόνο έδρα. Βουλευτή εξέλεξε και το νέο κόμμα ΒΒΒ, που ξεπήδησε μέσα από τις αγροτικές κινητοποιήσεις του 2019.