Η ψυχή του Λιμανιού και των περιχώρων του

 

… Ἀπὸ μικρὸς εἶχα τη φιλοδοξία νὰ γρἀψω την ἐσωτερικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Ὄχι τα ἱστορικὰ γεγονότα καὶ τὴν ἐξήγηση τῶν αἰτίων τους, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ κἀνει τὸν ἄνθρωπο μπροστὰ και μέσα στὰ γεγονότα. Τὴν ἱστορία τῆς ψυχῆς του. Στὴν Κυρὰ Τσίνη λοιπὸν ἔπαιρνα μιὰ μικρὴ κοινότητα τὴς Ἀττικῆς ,ὅπου εἶχε στήσει τὰ ταμπούρια του ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὅπου γεννήθηκαν οἱ φουστανελλάδες πρόγονοι τῆς μητέρας μου και προσπαθοῦσα να καταλάβω πῶς μεταμορφώθηκε σε Δῆμο Κερατσινίου.

Κλασσικό ἀττικὸ τοπίο στὰ μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος.Ἐξοχές, εἰδυλλιακοὶ λόφοι, ἕνα ἐκκλησάκι, βοσκότοποι και χωράφια, θάλασσα καὶ λίγοι αὐτόχθονες στὴν ἀρχή. Ὕστερα ἡ συρροὴ σιγὰ σιγὰ μεταναστῶν ἀπὸ ὅλες τὶς μεριὲς τῆς Ἑλλάδος καί, μετὰ τὸ ΄22, ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ προσφυγικοῦ κόσμου. Καθένας ἔφερνε μαζί του τὶς οἰκεῖες παραδόσεις, τοὺς οἰκείους μύθους, τὰ οἰκεῖα ἤθη, τὸ χαρακτηριστικό του γλωσσικὸ ἰδίωμα. Μὲς ἀπὸ τὴ σύγκρουση ἤ ἀντιπαράθεση ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων, μὲς ἀπὸ ὅλη τούτη την ποικιλία, βγῆκε μιὰ γλώσσα, ἡ γλώσσα τῆς μεταπολεμικῆς Ἑλλάδος.

Τότε εἶχα τὴν ιδέα νὰ χρησιμοποιήσω τὰ συμβόλαια ποὺ ἀνέκαθεν μὲ συγκινοῦσαν. Εἶναι ἕνα εἶδος ζωντανῶν πλὴν κοιμισμένων φωνῶν. Ὅταν ξυπνοῦν, καὶ ξυπνοῦν ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, ἀρχίζουν νὰ ἱστοροῦν πῶς ἡ γῆ περνάει ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο χέρι, πῶς μεταμορφώνεται ἡ χωροταξία καὶ πῶς ἀλλάζουν οἱ ἄνθρωποι πάνω στὸ ἰδιο χῶμα.

ΑΖ

[περ. ινδικτος, 6, Σεπτέμβριος 1996]

peiraias alogo

 

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΕΝ

Μοσιοὺ Καϋρὰκ Φράγκος λαδέμπορος ἀπ΄τὴ Μαρσίλια.
Ἐκαταστάθη στὸν γιαλὸ τοῦ Πόρτο Δράκο – δίχως τὸν Δράκο
Πλάι στὴ Δογάνα πού ΄χτισεν ὁ Γάσπαρης
στὴν ἐρημιὰ καὶ τὰ χαλάσματα μὲς στὶς φωνὲς τῶν ψαροφάγων
καὶ συντροφιὰ τοῦ Τούρκου φύλακα μὲ τὴν ἠλίθια ὑπομονὴ
– σχολιάζουν οἱ ταξιδιῶτες τοῦ καιροῦ χαλεύοντας ἀρχαίους.
Ἐκαταστάθη καὶ παντρεύτηκε
ἐκείνη τὴ Μαργιὼ τοῦ Μαμωνᾶ καὶ ΄γγόνη τ΄Ἀστρακάρη.
Θαύμασαν οἱ ταξιδιῶτες, θαύμασαν κι ἐζήλεψαν
τὴν ἐρημιὰ καὶ τὰ ἐρείπια, τὰ λιγοστὰ βιβλία
τὴ φρονιμάδα ποὺ κατάπεισε
τὸν καπετάνιο Παλικούτζα τὸν Ἀλέξαντρο
νὰ μετανιώσει τὸν ξεσηκωμὸ τῶν Σατιναίων καὶ γλυτῶσαν.
Στ΄ὀσπήτι μου δυὸ δέσποινες τόνε σερβίρουν
Γραμματισμένες στ΄ἀλισβερίσι θρήνων μὲ μπαχαρικὰ
μετάξι κι ὄπιο.

 

Ἡ κυρὰ Τσίνη ἡ σκρόφα ἡ Σμυρνιὰ…

peiraias 2Ἡ κυρά Τσίνη ἡ σκρόφα ἡ Σμυρνιὰ
τοῦ δήμου διορισμένη καθαρίστρια
στὰ οὐρητήρια τὸ περβολάκι
Ἡ κερὰ ΄Κείνη
νύμφη αὐτοῦ τοῦ τόπου,
στὸ στόμα της δὲν ἄστραψαν χρυσάφια
μὲ δάχτυλα λεπτὰ καὶ λεῖα,
γυαλιστερὰ σὰν φύκια τὰ μαλλιά της
γιὰ νὰ γλυστροῦν οἱ κοῦτες
τῶν λαθρεμπόρων κι οἱ κόρες τῆς Βαρβάρας
ποὺ λέει τὰ ἐξώφυλλα μπατζούρια.
Γι΄αὐτὴν ἐσήκωσε παράγκα ὁ χασικλῆς ὁ Σίμος
σ΄ἀπαλλοτριωμένο χῶμα
καπνίζουν στὴν εἰκόνα της
μὲ γιασεμιὰ βασιλικὸ πάνω ἀπ΄τὶς ράγες
στὸ παράθυρό της.
Γοργὰ κινούμενη
ἀκινησία, ἀχνὸς ὁρίζοντας γαλάζιος
τσακίζει
πελώρια ἡ χελώνα ξεχωρίζει, γυάλα θαμπὴ
δελφίνι στὴν κορυφογραμμή, πορφυροφέρνει
κι ἀργοσαλεύει ἡ πλύση στὸ σκοινὶ
ἀράπηςτὸ βουνό, λαμπρὸ κομμάτι φῶς
στὸ στέρνο μαύρης.
Ἀπὸ παντοῦ
Στὸ Κέρατο συρρέουν πρῶτα νησιῶτες
νὰ τ΄ἀγοράσουν, ὀργίζονται καὶ βρίζουν
τὸν Ἅη Νικόλα παξιμαδοκλέφτη, τὸν Ἅη Σπυριδῶνα
πὼς δὲν θὰ τοῦ ἀνάψουνε ξανὰ κεριὰ
ὕστερα πρόσφυγες, ἐπαρχιῶτες
γιὰ νὰ σπθδάσουν στὴν Ἀθήνα
νὰ μποῦν ὑπάλληλοι, ἀστυφυλάκοι,
φτωχὸς ἀλλὰ καινούργιος τόπος
χιονίσει βρέξει ὁ μιστὸς στὴν τσέπη
θὰ προοδέψεις. Ὁ Θεοχάρης ἄνοιξε κι ἄλλο μαγαζὶ
στὰ βελουτὲ σκαμνάκια
νὰ προβάρεις τὰ παπούτσια
Ρωμηοὶ Πολίτες ‘Αρμεναῖοι Μικρασιάτες Πόντιοι
Προσφυγοποῦλες ἐπαρχιῶτες. Στὰ Ταμπούρια
τοῦ γιοῦ τῆς χήρας.
«Ἡ κυρὰ Τζίνη σκρόφα ἡ Πολίτισσα
κυρὰ μεγάλη αυτού τοῦ τόπου
Τὰ πόδια της ἀνοίγουν στὸ Σκιστὸ
τῆς ‘Αφροδίτης Βρώμιας
ποὺ ἀνάστησε τὸν Γόη
βιομηχάνου λέγαν μπάσταρδοςpeiraias 3
ψηλὸς ξανθὸς μὲς στὰ σκουπίδια
ἔτρωγε ψὀφιες γάτες κι ὰπὸ πάνω
παρατηροῦσαν τσοῦρμο τὰ παιδιὰ
στ΄ἄδεια οικόπεδα τὸ βράδι ρίχνουν
οἱ γειτόνισσες κρυφὰ σκουπίδια
παρὰ τὶς ἀλλεπἀλληλες συστάσεις
τῆς Δημαρχίας καὶ τὼν πολιτσιμάνων
Ἡ Τασούλα
στὸν καθρέφτη
λυτὸ σουτιὲν τακούνια καὶ κραγιὸν
ἡ κυρὰ ΄Κείνη θα τὴ στολίσει νύφη.

 

Ο ΚΥΡ ΝΙΚΟΣ

Ἀράξαμε ἐδῶ χάμω στὰ ΄22
κι ἄνοιξα ὅπως ὅπως τὸ Παντοπωλεῖο
στὰ σκαλάκια ἀπέναντι στὸ Δημαρχεῖο.
Μὲ τοὺς σκουπιδιαρέους ἔγινα καὶ με τοὺς ταξιτζῆδες,
ἀπ΄τὰ καρτοῦτσα καὶ τὶς ρἐγγες τους,
ὅσο που χώρισα τὸ μαγαζὶ στὰ δυὸ
νὰ κἀμω τόπο τ΄ ἀδερφοῦ μου Παναγιώτη
ποὺ θὰ μοῦ τό ΄κλεινε μὲ τὰ προσφυγικά του
Καὶ πάντρεψα τὶς κόρες μου μὲ ὑπαλλήλους
καὶ προίκισα τὶς κόρες μου μὲ τὸ ἰσόγειο
τὸ νῦν ὑποκατάστημα τῆς ‘Εθνικῆς Τραπέζης.
Κακόμοιρέ μου Παναγιώτη
καὶ στὴν Ἀνάσταση θαμμένοι χώρια.

 

Η BΟΥΤΑΡΙΑ

Στὸ μάνι μάνι κυκλοφόρησε. Καὶ μοναχὰ ἐμεῖς
ἀργούσαμε σὰν πάντα, μιᾶς καὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπαν
νὰ πολυκατεβαίνουμε στὴ γειτονιά. Πιὸ κεῖ,
ἀπ᾽ τὴ βεράντα τῆς Ὑπαπαντῆς στὴν Ἀγχιάλου
βιάζεται κιόλας ὁ λαὸς ἀχώρετος μὲς στὶς παράγκες.
Μανιάτισσες στὰ σκοῦρα τους φουστάνια
Τσιριγοποῦλες καὶ Σμυρνιές, Ὑδραῖες
στὸν ἴσκιο τῆς μουριᾶς ἐμπρὸς στὰ μικρομάγαζα
κι ἀπ᾽ τὰ νταμάρια φοβερός ὁ Τζέκος μὅλη τὴ μαγκαρία
καὶ λόγια στοιχειωμένα ἀπ᾽ τοὺς λόγους τῶν μεγάλων
στ᾽ ἀναβρυτήριο τοῦ καφενείου καὶ στὸν εὐκάλυπτο τῆς Χορμοβίτου
ἄντρες συμφιλιωμένοι λόγῳ μιᾶς περιέργειας κοινῆς
σὰν στέκουνε στὴν προκυμαία νὰ θαυμάσουν
τὰ ὄντα μιᾶς θαλαμηγοῦ.
Θὰ πέρναγαν λοιπὸν οἱ Βασιλεῖς
στὸ ξέσκεπο ἁμάξι. Θὰ πέρναγε ὁ βασιλιᾶς μὲ τὴ Ρὸλς-Ρόυς.
Θὰ πέρναγε μὲ τὴ Βασίλισσα καὶ θὰ μοιράζαν δῶρα
Θὰ ρίχναν στὸν κοσμάκη σοκολάτες καὶ τσιγάρα – μπορεῖ δραχμές,
δολλάρια,
Θὰ πέρναγαν…
Ποῦθ᾽ ἔρχονταν, ποῦ πήγαιναν;
Κανεὶς νὰ τ᾽ἀπαντήσει. Ἀπόκοσμοι οἱ Βασιλεῖς ἄνυλο τὸ παλάτι –
κι ἡ γλῶσσα τους τὰ ὄντα μιᾶς θαλαμηγοῦ. Αἰφνίδια
σφυρίχτρες, κουρνιαχτός, μοτοσυκλέτες
βολίδα τὸ κλειστὸ ἁμάξι –
Λεφτὰ καὶ σοκολάτες καὶ τσιγάρα
κάνε τὰ πρόσωπά τους ζωντανὰ δὲν εἲδαμε.
Πίσω στὸ σπίτι στανικῶς κι ἡ παστρικιὰ ἡ κυρὰ Τσίνη
νὰ βράσει τήλιο γιὰ τὴ μάνα της ποὺ στὸ μεσοκαλόκαιρο
σκεπάζεται με τρίδιπλες κουβέρτες
καὶ σοῦ μιλάει γιὰ κήπους καὶ μποστάνια
γιὰ τὸν παράδεισο τῆς Μικρασίας.

 

peiraias 1

ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ…

Στὴν ἀγορὰ τοῦ Πειραιῶς
στὸ καφενεῖο τοῦ Λεμπέση
μπαίνοντας ἕνα πρωῒ
σκουντάει καὶ ρίχνει –
ἄθελα λένε – τὸ μαρκούτσι
τοῦ ναργιλὲ τοῦ Μπούτου τοῦ Γιαννάκη
ξάδελφος πρῶτος τοῦ πατέρα μου
«Σκύψε ὠρὲ Μῆτρο νὰ τὸ πιάσεις»
«Εἶμ᾽ ἀπ᾽ αυτοὺς ἐγώ
ποὺ σκύβουν μωρὲ Γιάννη!»
«Θὰ σκύψεις Μῆτρο»
καὶ τοῦ ἀνάβει τρεῖς
μ᾽ ἐκεῖνο τὸ πεντάσφαιρο καὶ τὸ μονόγραμμα
πάνω στὰ φιλντισένια κόκκαλά του
στὴν ἀγορὰ τοῦ Πειραιῶς
στὸ καφενεῖο μέσα τοῦ Λεμπέση.

 

ΣΤΟΑ ΑΔΑΜΙΔΗ

– Πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πού ΄ρχόντανε στὸν Δῆμο
νὰ μὲ παρακαλέσει γιὰ καμμιὰ ἐργολαβία
νὰ μοῦ κλαφτεῖ καὶ νὰ τοὺς σοικτειρίσει
Πῶς αὐτὸς ὁ Ἀδαμἰδης βρέθηκε νά ΄χει μαγαζὶ
ποὺ θὰ τὸ ζήλευαν καὶ στὴν Ἀθήνα
Πῶς κι ἔπιασε τὰ μετρητὰ νὰ τὰ τοκίζει
καὶ χτἰζει μέγαρο μ΄ἐπωνυμη στοά, ἐγὼ δὲν ξέρω.
Κλέφτης δὲ μοῦ φαινόταν, κληρονόμος, ἀπὸ ποιόν;
Εὐγενικὸς ἀνατολίτης καὶ στὸ παιχνίδι του σφικτός.
Μὴ συζητᾶς καημένε, οἱ πρόσφυγες προοδέψαν ὅλοι.

 

ΟΙ ΓΗΓΕΝΕΙΣ

Σὰν πάντρευε τὴν ἀδελφἠ του κι ὁ κουνιάδος του
ἦρθε νὰ τοῦ βαστήξει τὸ μαντήλι, μιὰ ζυγιά.
Στὸν τὀπο ὁ τσάμικος, θηρία μοναχά κι οἱ δύο.
Σὲ μιὰ στροφὴ ἀπάνω, καθὼς ἀργὰ ἀργὰ ἐλύγιζαν
τὰ πόδια, σπάει το μαντήλι καὶ πέφτει χάμω.
Σβήσανε τὰ παιγνίδια, τὸν ἐκοιτάει, σηκώνεται,
τραβάει τὸ κουμπούρι, στὸν τόπο ὁ ἄλλος.
Δὲν κόβονται σ΄ὅλους τα μαντήλια,
ὅλα τὰ δάχτυλα δὲν εἶναι ἴδια..

 

ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΙΣ

Στὶς παιγνιδιάρικες παράγκες καὶ γιὰ τὰ πατρικὰ σπιτάκια
ὁ ἐφιάλτης ἦταν ἡ μπόχα τῶν ἐργοστασίων. «Πῶς ζοῦν ἐδῶ
Θεέ μου !» τὸ ἐπιφώνημα τῆς κατανόησης καὶ τῆς διαφορᾶς.
Στὸν ἴδιο τόπο ζήσαμε κι ἐμεῖς μ΄ἐνδείξεις τζέντλεμεν
δίχως στὸ νοῦ τὴν ἐργασία τέχνη γιὰ μπαρκάρισμα
ἢ τὰ πολύπειρα παιδιὰ νὰ περιμένουν πότε θὰ πλύνει
ἡ μάνα τους γιὰ νὰ βρεθεῖ ὁ πλαστικὸς στρατιώτης. ‘Εμᾶς
ὁ ἐφιάλτης ἦταν τὰ οικόπεδα τὰ κληρονομικὰ καὶ τ΄ὄνομα
κι ἡ στάση ἀφετέρου τοῦ πατέρα «Κόκκινους θὰ σᾶς κάνει
κόκκινους ἀνάθεμα τοὺς πρόσφυγες πανάθεμα τὸν Βενιζέλο».
Κι ὅταν μὲ τὸ ἐφάπαξ ἄκρη Θεοῦ ἀγόρασε τὸ διαμέρισμα
«ἐδῶ», ἄγνωστοι μεταξὺ ἀγνώστων, εἶπε : «θέλω νὰ πεθάνω».

 

ΤΑΚΗΣ ΣΑΜΑΚΟΒΛΗΣ

Εἴκοσι χρόνια στὸ Δημοτικὸ Συβούλιο
Εἴκοσι χρόνια στὰ προσφυγικὰ
στὰ δυὸ δωματιάκια γυναίκα τὸ παιδὶ
κι ἡ πεθερά μου. Δέκα στὴν ἐξορία,
δὲ μείνανε μαλλιὰ ν΄ἀσπρίσουν.
Καὶ θέλει τώρα νὰ συνδικαλιστεῖ
νὰ χάσει χρόνια ἀπ΄τὶς σπουδές του
νὰ τὸ χρωματίσουνε καὶ νὰ τραβιέται
σὰν καλὴ ὥρα

 

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ Ἀντώνη Ζέρβα
Ἡ Ἀνάσταση τῆς κυρὰ Τσίνης
Καστανιώτης 1983 καὶ Ἰνδικτος 1996

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!