H διακήρυξη του Τραμπ ότι αναγνωρίζει ως πρωτεύουσα του ισραηλινού κράτους την Ιερουσαλήμ εισάγει τη Μέση Ανατολή, αλλά και τη διεθνή αντιπαράθεση μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων, σε μια νέα και ακόμη πιο επικίνδυνη φάση. Είναι φυσικά δύσκολο να προβλεφθούν οι επικείμενες αντιδράσεις των διαφόρων χωρών και λαών που επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από την πρόκληση του Τραμπ, ο οποίος επιχειρεί με τέτοιου είδους τυχοδιωκτισμούς να διαφύγει από τις πιέσεις που του ασκούνται εντός και εκτός ΗΠΑ. Αλλά είναι ταυτόχρονα σίγουρο ότι αυξάνεται η πιθανότητα η Μέση Ανατολή να περάσει, από τις συρράξεις δι’ αντιπροσώπων, σε μια απευθείας σύγκρουση μεταξύ περιφερειακών δυνάμεων. Εάν μάλιστα αυτό οδηγήσει και σε άμεση εμπλοκή των «μεγάλων», ο κίνδυνος πολέμου θα ξεφύγει από τα όρια της πολύπαθης Μέσης Ανατολής.
Διακηρύττοντας ότι πρωτεύουσα του Ισραήλ είναι η κατεχόμενη Ιερουσαλήμ, ο Τραμπ υλοποίησε μία ακόμη (την πιο προκλητική) από τις υποσχέσεις που είχε δώσει προεκλογικά στους πολεμοχαρείς υποστηρικτές και χρηματοδότες του – με πρώτους τους φανατικούς δισεκατομμυριούχους υποστηρικτές του δόγματος «Πρώτα το Ισραήλ»*. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια μεμονωμένη εξέλιξη ούτε για καπρίτσιο του Αμερικανού προέδρου. Είναι μια ενέργεια που δεν θα προσπεραστεί γρήγορα από άλλες εξελίξεις, ούτε θα θαμπώσει με τον καιρό.
Η ενθουσιώδης υποδοχή αυτής της απόφασης από τον ακροδεξιό (και εξίσου στριμωγμένο με τον Τραμπ στο εσωτερικό του) ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου δείχνει ότι και από πλευράς του κατοχικού κράτους είχαν προϋπολογιστεί οι επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης. Και προφανώς εκτιμήθηκε ότι είναι προς το συμφέρον του να γίνει τώρα, κι ας ανατινάζει τις προσχηματικές γέφυρες με τους αντιπάλους του, που διατηρούνταν στα λόγια, για τα μάτια του κόσμου. Δηλαδή η διακήρυξη Τραμπ σαφώς δεν ήταν έκπληξη για το ισραηλινό καθεστώς.
Θα χρειαστεί βέβαια να περάσουν πολλά χρόνια πριν μάθουμε τι προηγήθηκε στο παρασκήνιο μεταξύ Νετανιάχου και Τραμπ (αλλά και με τους «εγγυητές» Ιορδανούς και άλλους αντιδραστικούς Άραβες). Οπωσδήποτε όμως οι ισραηλινοί μέτρησαν τις αδυναμίες του αραβικού κόσμου, ανέλυσαν τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν επέλθει σε όλη τη Μέση Ανατολή –αλλαγές με μονιμοποιημένα πλέον χαρακτηριστικά– και σχεδίασαν συνειδητά και από κοινού με τον Αμερικανό πρόεδρο αυτήν την κίνηση. Κίνηση που πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες μιας γενικευμένης σύρραξης, για την οποία το Ισραήλ θεωρεί ότι είναι προετοιμασμένο. Ή τουλάχιστον δεν είναι διατεθειμένο να κάνει την παραμικρή παραχώρηση για να την αποφύγει…
Με Ισραήλ και Σαουδάραβες κατά του Ιράν
Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι τόσο ρευστή ώστε είναι δύσκολο να εντοπιστεί με σιγουριά ποιες αλλαγές είναι οριστικές. Αλλά η αίσθηση ότι η σημερινή Μέση Ανατολή δεν θυμίζει σε τίποτα αυτήν που υπήρχε πριν μόλις 5-10 χρόνια είναι δικαιολογημένη. Και μόνο η ήττα του Ισλαμικού Κράτους αρκεί για να αποκτήσει βάση η εκτίμηση ότι η ευρύτερη περιοχή σταδιακά ξεφεύγει από την ενδομουσουλμανική σύγκρουση μεταξύ σουνιτών και σιιτών, και με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια «επανέρχεται» στην παραδοσιακή βασική αντίθεση που τη διαπερνούσε: την αντιπαράθεση μεταξύ του κατοχικού Ισραήλ και του Παλαιστινιακού λαού. Πίσω από την οποία υποβόσκει η διαχρονική και εμμονική φιλοδοξία των ΗΠΑ, φυσικά και του Ισραήλ, να ξεδοντιάσουν μια και καλή το Ιράν.
Οι ισραηλινοί μέτρησαν τις αδυναμίες του αραβικού κόσμου, ανέλυσαν τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν επέλθει σε όλη τη Μέση Ανατολή και σχεδίασαν συνειδητά και από κοινού με τον Τραμπ αυτήν την κίνηση
Στην απόφαση του Τραμπ δεν βάρυνε μόνο η ανάγκη να ξεφύγει από τα σχέδια εκ των ένδον ανατροπής του (στο παρακείμενο πλαίσιο αναφερόμαστε στη σπουδαιότητα αυτής της πτυχής). Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η διαπίστωση ότι η πολύχρονη εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή κατέληξε σε ταπεινωτική αποτυχία, με κερασάκι στην τούρτα την απώλεια του Ιράκ προς όφελος του σιιτικού μπλοκ. Έτσι υπήρξε εκ νέου επένδυση σε δύο παραδοσιακούς μεσανατολικούς συμμάχους των ΗΠΑ, το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, στους οποίους η Ουάσιγκτον ποντάρει για την υλοποίηση των σχεδιασμών της. Και φυσικά στοχοποιήθηκε και πάλι το «διαβολικό Ιράν», όπως έδειξε και η προηγούμενη σημαντική κίνηση του Τραμπ (η καταγγελία της πολυμερούς συμφωνίας του 2015 για το σταμάτημα του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης), ακόμη κι αν αυτό έφερε απέναντί του όχι μόνο τη Ρωσία και την Κίνα αλλά και τους Δυτικούς συμμάχους του.
Αλλεπάλληλες αποτυχίες και διαρκής κλιμάκωση
Οι νέες τριγωνικές συμμαχίες που συμπήχθηκαν στην τελευταία φάση της συριακής σύγκρουσης, με τη στενή συνεργασία Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας, μπορεί να έχουν πρόσκαιρο και ρευστό χαρακτήρα – ιδίως όσον αφορά την Άγκυρα. Συνέβαλαν όμως καθοριστικά στην αποτυχία των αμερικανικών σχεδιασμών και στην εδραίωση του σιιτικού τόξου που ξεκινά από την Τεχεράνη και, μέσω Βαγδάτης και Δαμασκού, φτάνει στη Βηρυτό. Ό,τι κι αν δοκίμασαν, οι Τραμπ και Νετανιάχου δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν αυτήν την απειλητική για τις βλέψεις τους εξέλιξη. Ένα μόνο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η (αποτυχημένη) απόπειρα δια της βίας «παραίτησης» του Λιβανέζου πρωθυπουργού από τους Σαουδάραβες πάτρωνές του, ώστε να προκληθεί αναταραχή στο Λίβανο και να εξαναγκαστεί έτσι η Χεζμπολά σε αναδίπλωση.
Έτσι ο Τραμπ κλιμάκωσε, σχεδόν από τη στιγμή που ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ, τις απαντήσεις του σε όλο αυτό το γαϊτανάκι των ανεπιθύμητων και δυσάρεστων για την αμερικανική υπερδύναμη εξελίξεων. Ξεκίνησε διορίζοντας τα πιο απίθανα πολεμοχαρή γεράκια στις πλέον ευαίσθητες θέσεις, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την τοποθέτηση ως Αμερικανού πρέσβη στο Ισραήλ ενός φανατικού σιωνιστή και υποστηρικτή των παράνομων εβραϊκών εποικισμών, του Ντέιβιντ Φρίντμαν, και ως συμβούλου εξωτερικής πολιτικής και «διαμεσολαβητή» μεταξύ Νετανιάχου και Αμπάς του γαμπρού του Τζάρεντ Κούσνερ, που μέρα-νύχτα ονειρεύεται να βομβαρδίσει την Τεχεράνη.
Συνέχισε με… συμβολικές κινήσεις, όπως η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη «φιλοπαλαιστινιακή» UNESCO και η ποινικοποίηση της υποστήριξης της διεθνούς εκστρατείας μποϊκοτάζ, αποεπένδυσης και κυρώσεων (BDS) κατά του Ισραήλ (η Νίκι Χέιλι, την οποία διόρισε ως πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, ήταν η πρώτη κυβερνήτης πολιτείας των ΗΠΑ που ποινικοποίησε τη συμμετοχή στο ειρηνικό κίνημα BDS). Ανέβηκε ένα ποιοτικά ψηλότερο σκαλοπάτι καταγγέλλοντας την πολυμερή συμφωνία με το Ιράν και αρνούμενος να καταδικάσει έστω και φραστικά τους παράνομους ισραηλινούς εποικισμούς. Και τώρα «χτύπησε κόκκινο» διακηρύσσοντας ότι η Ιερουσαλήμ, διεθνώς αναγνωρισμένη ως κατεχόμενο έδαφος, ανήκει στο Ισραήλ.
Νέες διασπάσεις θα διαπεράσουν τον αραβικό κόσμο, νέες συμμαχίες θα συμπηχθούν, και οι εμπλοκές (μεταξύ των οποίων και ένα πιθανό νέο κύμα τρομοκρατικών ενεργειών) θα γίνουν σύντομα αισθητές και εκτός Μέσης Ανατολής
Προσωρινά αμήχανες αντιδράσεις
Ο άμεσος ξεσηκωμός των Παλαιστινίων ήταν αναμενόμενος. Για την ώρα η λεγόμενη διεθνής κοινότητα παρατηρεί αν και πόσο βίαιη μορφή θα πάρει τις επόμενες μέρες και εβδομάδες, με τους επιφανέστερους εκπροσώπους της να «συμβουλεύουν» και να «εύχονται» να περιοριστεί σε… ειρηνικές κινητοποιήσεις «ώστε να μην υπάρξει περαιτέρω επικίνδυνη αποσταθεροποίηση». Προτείνουν δηλαδή στους Παλαιστίνιους να διαμαρτυρηθούν κόσμια και να αντιμετωπίσουν ψύχραιμα την πρόκληση του Τραμπ και τις σφαίρες του κατοχικού ισραηλινού στρατού. Δημοκρατία έχουμε, μπορεί να ονειρεύεται ο καθένας ό,τι θέλει.
Τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα, πάντως, ήδη αυτοπεριορίστηκαν στην κοσμιότητα, καταδικάζοντας βέβαια αυτήν την «αχρείαστη και αντιπαραγωγική» απόφαση του Τραμπ. Πράγματι, ένα προσβλητικό και ταπεινωτικό χαστούκι στους αραβικούς λαούς ήταν το τελευταίο που χρειάζονταν οι συνένοχοι του ιμπεριαλισμού και του σιωνισμού. Το γεγονός ότι ακόμη κι οι πιο ξεδιάντροποι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον (από τον Σαουδάραβα μονάρχη και τον Αιγύπτιο δικτάτορα ως τη μαριονέτα που λέγεται Αμπάς και τον Ιορδανό βασιλιά) αναγκάστηκαν να ψελλίσουν καταδίκες, δείχνει πόσο προκλητική ήταν η διακήρυξη που χαρίζει την Ιερουσαλήμ στο κατοχικό κράτος. Δεν αποκλείεται μάλιστα κάποιοι από αυτούς (για παράδειγμα ο πιο… άτυχος απ’ όλους, ο Ιορδανός βασιλιάς, που υποτίθεται ότι είναι «εγγυητής» του στάτους της Ιερουσαλήμ) να διαφοροποιηθούν και πιο ουσιαστικά.
Το ίδιο ισχύει και για τους Δυτικούς συμμάχους της Ουάσιγκτον, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την αντίδραση της Βρετανής πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, η οποία για πρώτη φορά απέσυρε τόσο καθαρά την παραδοσιακή υποστήριξή της προς τον υπερατλαντικό ξάδελφό της. Αναμενόμενες οι αντιδράσεις και των υπόλοιπων Ευρωπαίων (πιο έντονες κι από αυτές που εκδήλωσαν όσον αφορά τον κίνδυνο ακύρωσης της συμφωνίας με το Ιράν), που εκτός των άλλων φοβούνται ότι θα είναι οι πρώτοι που θα πληρώσουν την οργισμένη νύφη του ισλαμικού κόσμου… Και φυσικά υπάρχει πάντα ο απρόβλεπτος τουρκικός παράγοντας, που είναι πολύ πιθανό να επιχειρήσει (όπως και στο παρελθόν) μια πιο δραστήρια παρέμβαση από τις απλές καταδίκες, δράττοντας την ευκαιρία να προωθήσει τα ιδιαίτερα συμφέροντά του και να επαναβεβαιώσει το ρόλο του «πατέρα» του μουσουλμανικού κόσμου.
Ενισχύεται η βασική τάση για πόλεμο…
Σε κάθε περίπτωση, η σχετική αμηχανία των πρώτων ωρών και ημερών μετά τη διακήρυξη του Τραμπ θα αντικατασταθεί γρήγορα από πιο «απτές» εξελίξεις και από νέες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Νέες διασπάσεις θα διαπεράσουν τον αραβικό κόσμο, νέες συμμαχίες θα συμπηχθούν, και οι εμπλοκές (μεταξύ των οποίων και ένα πιθανό νέο κύμα τρομοκρατικών ενεργειών) θα γίνουν σύντομα αισθητές και εκτός Μέσης Ανατολής. Με δεδομένη τη ρευστότητα, δεν μπορούν να γίνουν συγκεκριμένες προβλέψεις – πέρα από την εκτίμηση ότι ενισχύεται η βασική τάση προς μια γενικευμένη αντιπαράθεση (είναι κι αυτός ένας όρος για όποιους δεν θέλουν να σκέφτονται τη λέξη «πόλεμος»), όχι πια μέσω αντιπροσώπων…
Πέρα από τους περιφερειακούς παίκτες, οι ΗΠΑ και η Ρωσία νιώθουν πιο κοντά τα χνώτα η μία της άλλης, σε ένα ακόμη ανοιχτό μέτωπο. Η έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την οποία ζήτησαν 8 από τα 15 μέλη του (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Σουηδία, Αίγυπτος, Βολιβία και Ουρουγουάη – Ρωσία και Κίνα δεν χρειάστηκε να κάνουν τον κόπο…), δείχνει αυτό που τα συστημικά ΜΜΕ ευγενικά αποκαλούν «ανησυχία της διεθνούς κοινότητας». Όλες οι μεγάλες δυνάμεις, περιλαμβανομένων των λοιπών Δυτικών, έλπιζαν σε μια κάποια διευθέτηση του ζητήματος της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Αυτό όχι μόνο δεν συνέβη αλλά, μετά το επιπλέον λάδι που έριξε στη μεσανατολική φωτιά ο Τραμπ, τώρα αναγκάζονται να αναπροσανατολιστούν και να σχεδιάσουν τη νέα στάση τους.
* Βλ. άρθρο του Τζέιμς Πέτρας στο φύλλο 380, σελ. 18.
PFLP: Η χαριστική βολή στη «λύση» των δύο κρατών
Η Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου είναι μια σημαντική επέτειος. Τέτοια μέρα πριν 50 χρόνια γεννήθηκε το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), που γρήγορα αναδείχθηκε στη σημαντικότερη δύναμη της Παλαιστινιακής Αριστεράς και σε υπόδειγμα διαχρονικής Αντίστασης. Το PFLP υιοθέτησε τη γραμμή του αντάρτικου λαϊκού πολέμου, καθιστώντας διεθνώς γνωστή την Παλαιστινιακή υπόθεση και εμφυσώντας κουράγιο σε όλους τους λαούς, χωρίς να συνθηκολογήσει – ακόμη και στις πιο σκοτεινές μέρες. Αμέσως μετά τη διακήρυξη του Τραμπ για την Ιερουσαλήμ, η ηγεσία του εξέδωσε την ακόλουθη δήλωση:
«Το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης θεωρεί τη διακήρυξη του προέδρου των ΗΠΑ Τραμπ κήρυξη πολέμου εναντίον του Παλαιστινιακού Λαού και των δικαιωμάτων του. Η διακήρυξη αυτή καθιστά σαφή τη θέση των ΗΠΑ ως οντότητας εχθρικής προς το λαό μας και ως συνεργάτη του σιωνιστικού κράτους στα εγκλήματά του. Ως τέτοια οντότητα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι ΗΠΑ.
Επιπλέον, το Μέτωπο εκτιμά ότι ο Τραμπ έδωσε τη χαριστική βολή στη λεγόμενη λύση των δύο κρατών και στην αυταπάτη της ειρηνευτικής διαδικασίας. Καλεί επομένως την Παλαιστινιακή ηγεσία να εξάγει τα αναγκαία διδάγματα από την καταστροφική εμπειρία της στήριξης σε διαπραγματεύσεις και στην αμερικανική κυριαρχία, και να ανακοινώσει την άμεση αποχώρησή της από τη συμφωνία του Όσλο και όλες τις εξ αυτής παραγόμενες δεσμεύσεις.
Το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης καλεί τις Παλαιστινιακές μάζες και τις οργανώσεις τους να ενώσουν τις προσπάθειές τους και να απαντήσουν συλλογικά, έμπρακτα και δυναμικά σε αυτήν την απόφαση, κλιμακώνοντας την ορμητικότητα του λαϊκού κινήματος. Η μάχη για την Ιερουσαλήμ είναι μάχη για όλη την Παλαιστίνη. Για εμάς η Χάιφα, η Σαφάντ, η Γιάφα, η Γάζα, η Ραμάλα, κάθε πόλη και κάθε χωριό της Παλαιστίνης, είναι Ιερουσαλήμ.
Παραπέρα, το Μέτωπο υπογραμμίζει εμφατικά την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το τρίγωνο της συνομωσίας ενάντια στην Ιερουσαλήμ και την Παλαιστίνη, ενάντια στα δικαιώματα του Παλαιστινιακού και Αραβικού λαού. Το τρίγωνο αυτό απαρτίζεται από τον ιμπεριαλισμό, το σιωνισμό και τα αραβικά αντιδραστικά καθεστώτα, και εναντίον τους πρέπει να ανοιχτούν οι κατάλληλες επιλογές αντίστασης.
Είναι επίσης σαφές ότι οι αραβικές μάζες απορρίπτουν σαφώς την απόφαση του Τραμπ, η οποία αποσαφηνίζει περαιτέρω τη φύση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ως κύριου σπόνσορα του σιωνιστικού τρόμου στην περιοχή, που διαρκώς προσπαθεί να τη λαμπαδιάσει ώστε να διατηρήσει την ηγεμονία του. Η Ιερουσαλήμ είναι και θα παραμείνει για πάντα η πρωτεύουσα του Παλαιστινιακού λαού και του Παλαιστινιακού κράτους. Η ιμπεριαλιστική-σιωνιστική συμμαχία δεν θα καταφέρει να εξαλείψει την Αραβική ταυτότητα της πόλης, ούτε τη θέση της στον Αραβικό και Ισλαμικό κόσμο.»
Πόσα ανοιχτά μέτωπα αντέχει η αλληλοσπαρασσόμενη Ουάσιγκτον;
Η επιλογή του Τραμπ να δυναμιτίσει την κατεχόμενη Παλαιστίνη και να φιτιλιάσει για τα καλά τη Μέση Ανατολή δεν οφείλεται μονάχα στις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι του ακραίου σιωνιστικού λόμπι που τον στήριξε, και απαιτούσε εδώ και καιρό να «εξοφληθεί» πλήρως. Σχετίζεται και με τη διαρκή υπονόμευσή του από το παραδοσιακό πολιτικό και μιντιακό σύστημα της Ουάσιγκτον (και συνολικά από το «μπλοκ της παγκοσμιοποίησης»), γεγονός που αντανακλά τη σκληρή διαμάχη στο εσωτερικό του βορειοαμερικανικού κατεστημένου για τον προσανατολισμό που πρέπει να υιοθετήσουν οι ΗΠΑ – και μάλιστα όταν γίνεται εμφανής η αδυναμία τους να επιβάλουν τις επιδιώξεις τους στη διεθνή αρένα. Αυτή η υπονόμευση αντανακλάται ακόμη και στο εσωτερικό της κυβέρνησής «του», με τις διαρκείς και δημόσιες διαφοροποιήσεις ιδίως των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας.
Παίρνει όμως παροξυσμικές μορφές με τη διερεύνηση του στενού περιβάλλοντος του Τραμπ (αλλά και του ίδιου) για «κρυφές και ιδιοτελείς συνδιαλλαγές» με τη Ρωσία του Πούτιν, κατηγορίες που πρωτοχρησιμοποιήθηκαν στην προεκλογική καμπάνια. Αλλά ποτέ άλλοτε στην ιστορία των ΗΠΑ δεν συνέχισε να αμφισβητείται έτσι ένας πρόεδρος αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του. Η επιλογή για την Ιερουσαλήμ μπορεί λοιπόν να ερμηνευθεί και ως ανάληψη ενός ακόμη ρίσκου ώστε να μειωθεί η πίεση και να ανακοπεί η απόπειρα ανατροπής ου. Το ζήτημα είναι ότι έτσι ο Τραμπ ανοίγει διάπλατα ένα ακόμη μεγάλο μέτωπο, δίπλα σ’ αυτά της διαρκούς αντιπαράθεσης με τη Ρωσία και στην εκρηκτική κατάσταση που προκαλεί η πολιτική του και στην κορεατική χερσόνησο (χωρίς να υπολογίζονται πολλά ακόμη ανοιχτά «δευτερεύοντα» μέτωπα, στη Λατινική Αμερική και αλλού). Είναι αμφίβολο αν οι ΗΠΑ –πόσο μάλλον ο Τραμπ– μπορούν να διεξάγουν ταυτόχρονα τόσες αναμετρήσεις.