της Βασιλική Δραγάτση

Για δεκαετίες παρακολουθούμε στην τηλεόραση ταινίες του εμπορικού, παλιού κινηματογράφου. Κωμικές ή δραματικές, καταγγελτικές ή απλά μελό, υπερπαραγωγές της εποχής ή «φτηνιάρικα» έργα, διαπνέονται από τη συντηρητική κουλτούρα της παθητικότητας. Πρόκειται για ταινίες χωρίς τόπο και χρόνο, στην ουσία εκτός Ιστορίας. Κυριαρχεί η εικόνα του καλού/καλής και πειθήνιου/πειθήνιας αγωνιστή/αγωνίστριας της ζωής, τον/την οποίο τελικά η κοινωνία δικαιώνει με έναν καλό, μεγαλοαστικό γάμο, χωρίς υπόνοια ταξικού αγώνα ή συλλογικών διεκδικήσεων. Φυσικά δεν αναφέρομαι σε ταινίες απόπειρες νεορεαλισμού, («Πικρό Ψωμί» του Γρηγορίου, «Μαγική Πόλη» του Κούνδουρου, «Συνοικία το Όνειρο» του Αλεξανδράκη, «Ταξίδι» του Δημόπουλου, «Έβδομη Μέρα της Δημιουργίας» του Γεωργιάδη) που, όμως, παρά τους «εμπορικούς» πρωταγωνιστές (π.χ., «Ταξίδι», Βουγιουκλάκη-Κούρκουλος) ατύχησαν στις αίθουσες και σπανίως επαναπροβάλλονται.

Κατ’ αρχάς η οικονομική κατάσταση των ηρώων απομονώνεται από την όποια κοινωνική αιτία. Η ανέχεια περιγράφεται περίπου ως κατάρα από τον Θεό, ως μεταφυσική μάστιγα που χτυπάει όσους απλά έτυχε να γεννηθούν «φτωχοί». Αντίθετα, η ευμάρεια είναι δώρο της τύχης στους εκ γενετής «πλούσιους». Πεπρωμένο άδικα μοιρασμένο, αλλά «πεπρωμένο», δηλαδή συνθήκη εξ’ ορισμού μη μαχητή εντός των πλαισίων του κόσμου τούτου και της επίγειας ζωής, γι’ αυτό και μόνο καταφύγιο καθίσταται η βαθιά πίστη στον Θεό, στον οποίον εναποτίθεται κάθε ελπίδα.

Κατά δεύτερον, η ατομική στάση των ηρώων χαρακτηρίζεται από τη λεγόμενη «αξιοπρέπεια του φτωχού», έννοια βαθιά συντηρητική, όταν αφαιρεί από τον ήρωα κάθε διάθεση διεκδίκησης. Τι διεκδικούν αυτοί οι «περήφανοι άνθρωποι», αλήθεια; Απολύτως τίποτα. Γυρίζουν την πλάτη στο κακότροπο και φθονερό αφεντικό και αξιοπρεπώς παραιτούνται από κάθε δικαίωμα. Ακόμα και συνθήκες, όπως η ανεργία, η μετανάστευση ή οι εργοδοτικοί εκβιασμοί, ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα της μνησικακίας του «κακού», ο οποίος μεταστρέφεται, όταν αποκαλύπτεται κάποιο σκοτεινό μυστικό του ή ανακαλύπτει κάποια σχέση δική του με τον διωκόμενο ήρωα.

Τρίτον, ο αγώνας του ήρωα είναι πάντα ατομικός. Μόνος σπουδάζει, εργάζεται, παλεύει. Δεν αναζητά ποτέ την αλληλεγγύη ή τη συμπαράσταση συναδέλφων ή συμφοιτητών. Χαρακτηριστικά, στον «Λουστράκο», ο πρωταγωνιστής διαβεβαιώνει τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου ότι ουδεμία σχέση έχει με τις προκηρύξεις που βρέθηκαν στην τσάντα του. Σκοπός του ηρώων η κοινωνική ανέλιξη, αλλά χωρίς να εντάσσεται σε ένα σύνολο ευρύτερων κοινωνικών και ταξικών διεκδικήσεων.

Η οικονομική κατάσταση των ηρώων απομονώνεται από την όποια κοινωνική αιτία. Η ανέχεια περιγράφεται περίπου ως κατάρα από τον Θεό, ως μεταφυσική μάστιγα που χτυπάει όσους απλά έτυχε να γεννηθούν «φτωχοί». Αντίθετα, η ευμάρεια είναι δώρο της τύχης στους εκ γενετής «πλούσιους». Πεπρωμένο άδικα μοιρασμένο, αλλά «πεπρωμένο»

Τέταρτον, οι αριστεροί παρουσιάζονται είτε ως γραφικοί, καρικατούρες, εμμονικοί τύποι που ως μόνο στόχο έχουν τη «φασαρία για τη φασαρία», είτε ως καθάρματα, τα οποία στο τέλος αποδεικνύονται διπρόσωπα τσιράκια των αφεντικών. Έτσι, ο ήρωας μένει μόνος του να υπερασπίζεται το «δίκιο» του, με συμμάχους τη χαροκαμένη μάνα και την πλούσια αρραβωνιαστικιά, η οποία εν τέλει του εξασφαλίζει και την κοινωνική άνοδο και τη δικαίωση του πάντα ατομικού αγώνα του.

Τέλος, η ανιστορικότητά τους έγκειται στην αποσιώπηση της πρόσφατης και σύγχρονης Ιστορίας. Χαρακτηριστικά, ως Εθνική Αντίσταση νοείται μόνο η συνδεδεμένη με τη Μέση Ανατολή (παροιμιώδης πλέον η φράση «Δεν πιάνω Κάιρο»), ενώ ο δοσιλογισμός, αν και καταδικάζεται, εντάσσεται πάλι στη σφαίρα της ατομικής στάσης. Παράλληλα, ενώ η δεκαετία του ’60 έσφυζε κοινωνικών αναταραχών, δεν υπάρχει ίχνος της περιβάλλουσας εξεργεσιακής ατμόσφαιρας. Ακόμα κι όταν οι μονόλογοι των ηρώων ενδύονται τον μανδύα της κοινωνικής καταγγελίας, παραμένει η παθητική στάση απέναντι στις υπέρτερες δυνάμεις που διέπουν την ανθρώπινη ζωή.

Φυσικά υπάρχουν και άλλες διαστάσεις του βαθέος συντηρητισμού αυτών των ταινιών, (ρόλος της οικογένειας, έμφυλα πρότυπα) που καταδεικνύουν ότι το πρότυπο του «φτωχού πλην τίμιου νέου» δεν είναι ούτε αθώο ούτε αποϊδεολογικοποιημένο. Τέλος, άραγε το γεγονός ότι ακόμα αυτά τα έργα αποτελούν σημεία αναφοράς, παίζονται στο θέατρο και θεωρούνται «κράχτες» θεατών παρά τις παρωχημένες υποθέσεις τους και τους ξεπερασμένους προβληματισμούς τους, να οφείλεται στη νοσταλγική μας διάθεση ή στη βαθμιαία συντηριτικοποίηση της κοινωνίας; Ας το σκεφτούμε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!