Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι,
Σας καλωσορίζω στις εργασίες του 2ου Συνεδρίου για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της Ελλάδας. Καλωσορίζω όσους και όσες βρίσκονται εδώ και θα παρακολουθήσετε άμεσα τις εργασίες, αλλά και όλους και όλες που μας παρακολουθούν από το διαδίκτυο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ –από καρδιάς– για όσους εργάστηκαν για να φθάσουμε στο 2ο Συνέδριο – και δεν είναι λίγοι.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους προετοίμασαν ανακοινώσεις για το 2ο Συνέδριο.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους 2.500 που γράφτηκαν ως μέλη του Συνεδρίου και σε όσους και όσες μας στήριξαν με την οικονομική τους βοήθεια. Δεν έχουμε χορηγούς, στηριζόμαστε αποκλειστικά στις δικές μας δυνάμεις και τη συμβολή σας.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλα τα ανεξάρτητα ΜΜΕ που διέδωσαν και πληροφόρησαν για τις εργασίες του 2ου Συνεδρίου.
Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Λεόντειο Σχολή που φιλοξενεί το Συνέδριό μας.
Από το 1ο Συνέδριο μέχρι το 2ο διανύσαμε μια πορεία που εν τάχει αναφέρω: Συνελεύσεις σε πόλεις και γειτονιές, έκδοση των πρακτικών του Συνεδρίου που τα παρουσιάσαμε σε εκδηλώσεις, εκπομπές διαδικτυακές, καμπάνιες για σημαντικά θέματα, όπως πέρυσι για το Κυπριακό, μία ημερίδα στη Θεσσαλονίκη για τον ψηφιακό μετασχηματισμό στην χώρα μας και μία διημερίδα στη Μυτιλήνη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις φέτος το καλοκαίρι.
Κυρίως όμως γνωριστήκαμε καλύτερα, διευρύναμε τις σχέσεις μας με ένα υπαρκτό δυναμικό και προετοιμάσαμε τους τελευταίους μήνες το 2ο Συνέδριο.
Επιτρέψτε μου εξ αρχής να δηλώσω ότι η διεξαγωγή του 2ου Συνεδρίου είναι ένα σημαντικό γεγονός γιατί θέτει με σοβαρότητα και επιμονή ένα κεντρικό ζήτημα για την πορεία της χώρας, της κοινωνίας, του λαού μας.
Γίνεται σε μια άκρως κρίσιμη και μεταβατική στιγμή παγκόσμιων αλλαγών και ανακατατάξεων∙ γίνεται σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών αναδασμών, πολέμων και προετοιμασίες για μεγαλύτερες και πιο επικίνδυνες πολεμικές και στρατιωτικές κλιμακώσεις.
Και είναι σημαντικό γεγονός το 2ο Συνέδριο γιατί συνενώνει και συσπειρώνει ένα ευρύτατο δυναμικό που αγωνιά και νοιάζεται για την πορεία της χώρας∙ γιατί η εμβέλειά του μεγαλώνει σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό και ο λόγος που παράγεται μέσα από τις διαδικασίες του και η μεθοδολογία του, ο ανοικτός διάλογος και η προσπάθεια σύνθεσης για την απάντηση μεγάλων και κρίσιμων προβλημάτων βρίσκει ανταπόκριση σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους του πνεύματος, της επιστήμης, της εργασίας, του πολιτισμού, της εκπαίδευσης∙ σε ανθρώπους που καταλαβαίνουν και νοιώθουν ότι κάτι πολύ σημαντικό άλλαξε στον τόπο μας τα τελευταία 15 χρόνια –από τα Μνημόνια και δώθε– και ότι κάτι σημαντικό και μεγάλο –ποιοτικά διαφορετικό– πρέπει να γίνει για να μπορέσει η Ελλάδα (με ό,τι περικλείει η λέξη) να μην συρρικνωθεί, να μην διαλυθεί, να έχει υπόσταση, να αλλάξει ρότα, να πορευτεί διαφορετικά, να ξεφύγει από τις ράγες της εξάρτησης, του μεταπρατισμού, της εκμετάλλευσης, της υποτέλειας, να μπορέσει να αντιμετωπίζει πολλαπλούς κινδύνους.
Ελπίζω, αυτές οι τρεις μέρες που θα διαρκέσει το Συνέδριο να είναι γόνιμες, να προσφέρουν φωτίζοντας μια σειρά πλευρές και ζητήματα, να ανιχνεύσουν άξονες για την αντιμετώπισή τους, να τονώσουν το ηθικό και την ελπίδα, να γίνει βήμα ενός αναγκαίου εγχειρήματος που θα ανοίγει δρόμο σε μια άλλη προοπτική.
Πριν προχωρήσω θεωρώ απαραίτητο να σημειώσω τρεις μεγάλες απουσίες:
Του Ευτύχη Μπιτσάκη, μέλους της Επιτροπής στήριξης του 1ου Συνεδρίου, ενός ιδιαίτερου ανθρώπου, επιστήμονα και αγωνιστή που το διαμέτρημά του ξεπερνά τα σύνορα της χώρας μας με πλουσιότατο έργο στους τομείς της επιστήμης και της φιλοσοφίας,
του Βαγγέλη Πισσία, φίλου, αγωνιστή, διεθνιστή και πατριώτη, με το Αλεξανδρινό πνεύμα και την ιδιαίτερη πορεία του σχετικά με την ενδογενή ανάπτυξη στην Ελλάδα και άλλες χώρες και την ενεργό δράση για να σπάσει ο αποκλεισμός της μαρτυρικής Παλαιστίνης,
της Βάνας Σφακιανάκη που ο ξαφνικός θάνατός της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους στη χώρα μας αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό της μια ανιδιοτελή προσφορά στα ζητήματα ενέργειας και περιβάλλοντος.
Ο Βαγγέλης Πισσίας και η Βάνα Σφακιανάκη ήταν ομιλητές στο πρώτο Συνέδριο και παρακολουθούσαν από κοντά τη συνέχεια του εγχειρήματός μας.
Πρόκειται για σημαντικές απουσίες που δείχνουν πόσο αναγκαίοι είναι οι άνθρωποι του πνεύματος, του αγώνα, της δράσης, της αλληλεγγύης∙ πόσο δύσκολα «φτιάχνονται» μυαλά και συνειδήσεις, πόσο αναγκαία είναι η πείρα.
Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό και με αυτά τα αισθήματα στην καρδιά, θα προχωρήσω αμέσως στο θέμα της ομιλίας μου με τίτλο: «Ο ορίζοντας της Ελλάδας που θέλουμε: Προϋποθέσεις, μέθοδος, συσχετισμοί».
Είναι σημαντικό γεγονός το 2ο Συνέδριο γιατί συνενώνει και συσπειρώνει ένα ευρύτατο δυναμικό που αγωνιά και νοιάζεται για την πορεία της χώρας∙ γιατί η εμβέλειά του μεγαλώνει σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό και ο λόγος που παράγεται μέσα από τις διαδικασίες του και η μεθοδολογία του, ο ανοικτός διάλογος και η προσπάθεια σύνθεσης για την απάντηση μεγάλων και κρίσιμων προβλημάτων βρίσκει ανταπόκριση σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους του πνεύματος, της επιστήμης, της εργασίας, του πολιτισμού, της εκπαίδευσης
Ξεκινώ από τον ορίζοντα
Ο ορίζοντας είναι το οπτικό όριο όπου ο ουρανός φαίνεται να συναντά τη γη ή τη θάλασσα – το «σημείο» από το οποίο δεν βλέπουμε τι υπάρχει πέρα από αυτό. Μεταφορικά ο ορίζοντας συνδέει το κοντινό με το μακρινό: βοηθά να εκφράσουμε ό,τι είναι ορατό τώρα σε σχέση με το απρόσιτο ή μελλοντικό. Χρησιμεύει για να μιλήσουμε για προσδοκίες, δυνατότητες ή όρια γνώσης. Συνοψίζει σύνθετες ιδέες με μία εικόνα.
Στον πολιτικό λόγο, ο ορίζοντας δηλώνει το όριο και τη δυνατότητα του πολιτικά σκεπτόμενου κόσμου. Είναι ένας χώρος δυνατοτήτων, που εξαρτάται από το τι οι άνθρωποι μπορούν να φανταστούν, να επιδιώξουν ή να πιστέψουν ως εφικτό. Κάθε σημαντική προσπάθεια χρειάζεται έναν ορίζοντα σημασίας – κάτι που υπερβαίνει το άμεσο, ένα σύμβολο του κοινού μέλλοντος. Ο ορίζοντας δεν είναι κάτι που πρέπει να φτάσουμε· είναι αυτό που μας κινεί.
Ο ορίζοντας της «Ελλάδας που θέλουμε» μπορεί να μας ενώσει σε μια ενιαία θέληση, σε μια κινούσα ιδέα, σε έναν στόχο με σημασία. Η «Ελλάδα που θέλουμε» είναι μια πατρίδα, ένας τόπος που θα είναι ελεύθερος πρώτα από όλα∙ άρα ανεξάρτητος και απαλλαγμένος από όλες της μορφές εξάρτησης.
Με δημοκρατία και πολίτες που θα συμμετέχουν ενεργά και θα είναι κύριοι του παρόντος και του μέλλοντός τους όπως αυτοί θα αποφασίζουν.
Με ενδογενή παραγωγή και συγκρότηση που θα στρέφεται στην ικανοποίηση των αναπτυσσόμενων σύγχρονων κοινωνικών αναγκών.
Με προστασία της εργασίας, με σεβασμό στον κόπο και τον μόχθο των εργαζόμενων ανθρώπων, με ιδιαίτερη φροντίδα για την υγεία και την ασφάλειά τους.
Με μια οικονομία βιωσιμότητας και φροντίδας κι όχι ανταγωνιστική και γεννήτορα απλά αδικίας, εκμετάλλευσης και συγκέντρωσης πλούτου για μια μικρή μειοψηφία.
Με Παιδεία και Πολιτισμό.
Μια Ελλάδα κόμβο ειρήνης και πολιτισμού, ειρήνης και συνομιλίας με άλλους πολιτισμούς, μια πατρίδα που θα σέβεται τις άλλες πατρίδες, με μια ξεχωριστή φωνή.
Μια Ελλάδα που θα υπερασπίζεται τον εαυτό της απέναντι σε όποιον επιβουλεύεται κομμάτια της.
Μια Ελλάδα κυρίαρχη που θα κατακτά τον σεβασμό από όλους.
Η περιγραφή της Ελλάδας που θέλουμε μπορεί να πάρει πολλές διαστάσεις. Με λίγα λόγια θέλουμε μια Ελλάδα Αξιοπρέπειας, Ελευθερίας, Δημοκρατίας, Ανεξαρτησίας, Κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα στηρίζεται βασικά στις δικές δυνάμεις, όχι περίκλειστη στον εαυτό της, αλλά με σχέσεις ισοτιμίας και αλληλοσεβασμού με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτός είναι ο ορίζοντας της Ελλάδας που θέλουμε.
Είναι ο ορίζοντας και όχι το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε. Το σημείο που βρισκόμαστε οδηγεί στο να βαθαίνει το Υπαρξιακό Πρόβλημα της χώρας.
Η Ελλάδα μετατρέπεται σε αυτό που είχε διακηρύξει από το Φόρουμ των Δελφών ο προηγούμενος πρέσβης των ΗΠΑ (ελληνικής καταγωγής) κ. Τσούνης: «Η Ελλάδα είναι κόμβος εμπορίου, logistics, ενέργειας, αλλά και κόμβος του ΝΑΤΟ».
Σήμερα, με την άφιξη της νέας πρέσβειρας και την παρέλαση Αμερικάνων υπουργών και παραγόντων, βλέπουμε μια νέα αμερικανική απόβαση στη χώρα μας, με αυτό ακριβώς το πρόγραμμα και σε άκρως επιθετική μορφή, ενάντια σε ρωσικά και κινέζικα συμφέροντα (ενέργεια και Cosco). Κι όμως δεν υπάρχει η παραμικρή αντιπολίτευση για το ζήτημα αυτό. Περί άλλων κουβεντιάζουν τα κόμματα…
Θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε περισσότερα σχετικά στην αυριανή 2η θεματική με τίτλο «Παραγωγική ανασυγκρότηση: Μεταπρατισμός ή οικονομική κυριαρχία;» και σε ορισμένα εργαστήρια, όμως ξεκάθαρα το σχέδιο θέλει την Ελλάδα βασικά μια χώρα υπηρεσιών.
Οι υπηρεσίες ήδη καταλαμβάνουν περίπου το 80% της οικονομικής δραστηριότητας, η βιομηχανία περίπου το 8% και η αγροτική παραγωγή το 4%. Στις υπηρεσίες, ο τουρισμός έχει ένα σημαντικότατο μερίδιο, τον θεωρούν ως «βαριά βιομηχανία», ενώ πολλές περιοχές της χώρας πλήττονται από την υπερτουριστικοποίηση με πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα. Η Ελλάδα ως εποχικό κράτος, Summerstate, ως χώρα τριών μηνών, με ανάλογες νοοτροπίες.
Παράλληλα στο τομέα του real estate γίνονται μεγάλες αλλαγές ιδιοκτησίας, αποκλείονται οι κάτοικοι της χώρας και πόλεων από παραλίες, καταστρέφονται δάση και νερά, καταπατούνται περιοχές natura, κυριεύεται ο δημόσιος χώρος από ιδιωτικά συμφέροντα ή απλά καταργείται για τους πολίτες, όπως ο πρόσφατος νόμος που απαγορεύει τις συναθροίσεις πολιτών.
Θέλουν μια «πολιτική χωρίς κοινωνία» όπως λέμε στη θεματική που ακολουθεί αργότερα σήμερα, για να οχυρωθούν απέναντι στον εχθρό λαό.
Αυτές οι διαδικασίες προχωρούν με παράλληλη γενική απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με το 13ωρο υποχρεωτικό όποτε θελήσει η εργοδοσία, με ασυδοσία όλων των καρτέλ, ενεργειακών, μεταφορών, εμπορικών.
Γι αυτό τονίζουμε ότι χρειαζόμαστε μια «Κοινωνία όρθια», μιλώντας στην 5η θεματική για «την εργασία, τις ανισότητες και το δημογραφικό».
Όλα αυτά ορίζουν μια Ελλάδα ως «χώρο» και οικόπεδο κι όχι ως κυρίαρχη χώρα, ως πεδίο διαμετακομιστικού εμπορίου, υπηρεσιών, τουρισμού, στρατιωτικών διευκολύνσεων, και ενεργειακών δρόμων.
Πάνω σε αυτόν τον νέο «οδικό χάρτη» του μεταπρατικού ελλαδικού χώρου, οι εγχώριες ελίτ και φυσικά ο πολιτικός κόσμος, προωθούν μια επιθετική ανασυγκρότηση.
Μια ανασυγκρότηση που σε οικονομικό επίπεδο σήμαινε μια τεράστια αναδιανομή πλούτου προς τις ελίτ, μια τεράστια φοροεπιδρομή κυρίως με τους έμμεσους φόρους, μια ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία για τους επιχειρηματικούς ομίλους με τις τιμές και τον πληθωρισμό, με τη διοχέτευση πόρων και δανείων προς τους ολιγάρχες, με την ασυδοσία των τραπεζών και των funds, με τις ιδιωτικοποιήσεις.
Κι όχι μόνο. Εκποιούν όλη τη χώρα, αποσυναρμολογούν όλα τα στοιχεία συγκρότησής της: Υποδομές, δημόσια διοίκηση, περιφέρειες, παραγωγικούς τομείς, παιδεία, υγεία, πολιτισμό, άμυνα. Θα δούμε συγκεκριμένα παραδείγματα για «την αποτυχία των ιδιωτικοποιήσεων» στην 3η θεματική ενότητα.
Η εκποίηση γίνεται με αντίτιμο τον δικό τους πλουτισμό μέσα από ένα έντονα διεφθαρμένο κλεπτοκρατικό και τώρα μαφιόζικο σύστημα διαπλοκής και σκανδάλων, μέσα από μια πρωτοφανή θωράκιση ακαταδίωκτων για τα μέλη των ελίτ και του πολιτικού εργολαβικού προσωπικού τους. Γι αυτό αναρωτιόμαστε στην 4η θεματική «ποιος υπερασπίζεται αυτόν τον τόπο;».

Μερικές μόνο λέξεις-εικόνες που περιγράφουν την σημερινή κατάσταση: Τέμπη — ΟΠΕΚΕΠΕ — Κίμπερλυ Γκίλφοϊλ — Ζελένσκι και τεμενάδες όλων των ανώτατων εκπροσώπων της πολιτείας προς τις ΗΠΑ, το Ισραήλ αλλά και την Τουρκία.
Εδώ βρισκόμαστε.
Κάποτε μας λέγανε ότι η Ελλάδα είναι κάτι σαν Ψωροκώσταινα και δεν μπορεί χωρίς την συμμαχική βοήθεια, δεν μπορεί να αναπτυχθεί να ξεπεράσει τη φτώχεια της. Μέσα σε αυτό κλίμα φυτεύτηκαν βάσεις στην Ελλάδα, γίναμε μέλος του ΝΑΤΟ, γνωρίσαμε την Χούντα για εφτά χρόνια και χάσαμε τη μισή Κύπρο…
Μετά μας είπαν ότι βαίνουμε προς τον εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό μας και ότι θα είμαστε ισότιμο μέλος συγκλίνων προς τα ευρωπαϊκά στάνταρς. Σε αυτό το κλίμα ευδαιμονίας και αυταπατών καταλήξαμε στη Χρεοκοπία της χώρας το 2010 και στα Μνημόνια να περιπέσουμε σε ένα στάτους ειδικού νεοαποικιακού καθεστώτος.
Τώρα μας εμπαίζουν ότι έχουμε βγει από τα μνημόνια, ότι γινόμαστε ισχυρός ενεργειακός κόμβος, ότι πρέπει να βρούμε μια συνεννόηση με την Τουρκία (κάνοντας υποχωρήσεις που θα βαφτιστούν επιτυχίες, όπως έγινε με τη Συμφωνία των Πρεσπών) κι ότι είμαστε καβάλα στο άλογο γιατί οι ΗΠΑ μας προστατεύουν.
Ισχυρή Ελλάδα με πανίσχυρο Προστάτη και Πατριωτισμός χωρίς Πατρίδα.
«Ποια είναι η θέση της Ελλάδα στον σύγχρονο κόσμο» θα το δούμε αναλυτικά στην τελευταία 6η θεματική της Κυριακής.
Στον ρευστό, συγκρουσιακό, αβέβαιο, ταραγμένο σημερινό κόσμο θέλουν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει ορίζοντας για την Ελλάδα που θέλουμε. Ότι αυτό είναι μη ρεαλιστικό, βρίσκεται μόνο στη σφαίρα της φαντασίας και της ουτοπίας, κι ότι το πιο ρεαλιστικό είναι να κερδίσουμε χρόνο διαλύοντας και εκποιώντας τη χώρα μας.
Ναι, ένα Πόρτο Γκρέκο είναι ρεαλιστικό, αλλά δεν τιμάει ούτε την ιστορία μας, ούτε τον πολιτισμό μας. Κυρίως είναι προοπτική μιας άλωσης από πολλές δυνάμεις της χώρας μας. ΗΠΑ, Ε.Ε., Τουρκία, Ισραήλ τουλάχιστον…
Με αυτά τα πολλαπλά δεσμά η Ελλάδα χάνει τον έλεγχο του μέλλοντός της. Δεν είναι πλέον κυρίαρχη χώρα, δεν είναι χώρα αλλά χώρος – οικόπεδο – αποικία. Θα επιδιώξουμε να αντιστρέψουμε αυτή την κυρίαρχη επιχειρηματολογία.
Η ανάγκη εθνοκρατικής υπόστασης και εθνοκοινωνικού μπλοκ στήριξής της
Μέσα σε μια δεκαετία πολλά άλλαξαν και σε διεθνές επίπεδο: με την πολυοργανική κρίση και αναδιάρθρωση του καπιταλισμού· με την εμφάνιση και ισχυροποίηση αναδυόμενων ισχυρών κέντρων· με την πανδημία και τη γενική δοκιμή μέτρων χειραγώγησης μεγάλων πληθυσμών και εμπέδωσης της ψηφιοποίησης σε τομείς όπως εργασία και εκπαίδευση και του βιοπολιτικού ελέγχου· με το τέλος της κλασικής παγκοσμιοποίησης και την ενδόρρηξη σε μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Βρετανία, Ε.Ε.).
Τα συνθήματα ακόμα και των πιο ισχυρών κοσμοκρατορικών κέντρων, που αποκτούν «πατριωτικό» μεγαλοϊδεατικό μανδύα («να ξανακάνουμε την Αμερική τρανή», ο «ρωσικός κόσμος», οι «κινεζικές ιδιαιτερότητες»), συνυπάρχουν με ισχυρές τάσεις (σε παγκόσμιο επίπεδο) ανεύρεσης δρόμων απαγκίστρωσης από τα δεσμά του δυτικού πολυεθνικού εναγκαλισμού-στραγγαλισμού.
Όλα δείχνουν ότι το «εθνοκρατικό» επίπεδο ξαναποκτά σημασία και επικαιρότητα (παρά το ενιαίο του ψηφιακού κόσμου και των παγκοσμιοποιητικών οραμάτων που κατέκλυζαν το δημόσιο φαντασιακό και την πολιτική σφαίρα).
Και σε περιπτώσεις χωρών που έχουν μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό, το «εθνοκοινωνικό» είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία αντίστασης και αντιστροφής μιας κατεύθυνσης.
Όποιος θελήσει μια πιο αυτόνομη πορεία, όποιος αμφισβητήσει στα σοβαρά την εξάρτηση και τους καταναγκασμούς της, είναι υποχρεωμένος να δει και να περιφρουρήσει στοιχεία της εθνοκρατικής υπόστασης, και βεβαίως να συγκροτήσει μια εθνοκοινωνική δύναμη που να μπορεί να κατακτήσει βαθμούς κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.
Μια χώρα σαν την Ελλάδα έχει κάθε λόγο να ακολουθήσει ένα σχέδιο Εθνικής Κυριαρχίας, τέτοιο που να δίνει έμφαση στην εθνοκρατική της υπόσταση. Το εθνοκρατικό στοιχείο υποδηλώνει μια βούληση να σταθεί στα πόδια της, να σταματήσει η διαλυτική πορεία, να συγκροτηθεί ή να ανασυγκροτηθεί πολιτειακά, θεσμικά, παραγωγικά, πολιτιστικά. Να αποκτήσει βαθμούς κυριαρχίας, να έχει δική της φωνή όπου συμμετέχει, να μην αποκτά πρόσθετους εχθρούς κατά παραγγελία των Πρεσβειών.
Η εθνοκρατική συγκρότηση και η εθνο-κοινωνική συμμαχία δεν είναι απλώς αφηρημένες έννοιες. Είναι οι αναγκαίοι στρατηγικοί πολλαπλασιαστές για να αποκτήσει τον έλεγχο της δικής της πορείας. Χωρίς αυτές, η αποσύμπλεξη από τα δεσμά της εξάρτησης παραμένει μια ευχή. Με αυτές, γίνεται εφικτό ένα εγχείρημα στρατηγικής ανασυγκρότησης.
Το ερώτημα του ρεαλισμού μιας τέτοιας προοπτικής παραμένει:
Είναι ρεαλιστικό να παραμείνουμε παθητικά σε ένα σύστημα που γίνεται όλο και πιο ασταθές και ανταγωνιστικό, και που διαπιστωμένα αποδιαρθρώνει και αδυνατίζει τη χώρα μας, ελπίζοντας ότι θα μας παράσχουν προστασία οι Προστάτες;
Ή
Είναι ρεαλιστικό να αναγνωρίσουμε ότι το παγκόσμιο σύστημα αλλάζει και να αρχίσουμε να χτίζουμε προληπτικά την ανθεκτικότητα και τη στρατηγική ευελιξία μας; Ναι, είναι ρεαλιστικό. Αλλά είναι ρεαλιστικό μόνο εάν υπάρξει η πολιτική βούληση. Χωρίς αυτό, η Ελλάδα θα παραμείνει αντικείμενο κυρίως των γεωπολιτικών ανέμων.
Επομένως, το «εθνοκρατικό» στοιχείο, ως βάση μιας πραγματικά ανεξάρτητης και κυρίαρχης χώρας, μαζί με το «εθνοκοινωνικό», ως η δυναμική συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων στο εσωτερικό της –εργαζόμενων, νέων, παραγωγών, μικρομεσαίων, επιστημόνων, δημιουργικών ανθρώπων και των ανθρώπων του πολιτισμού– αποτελούν τα δομικά θεμέλια που μπορούν να συγκροτήσουν τη «χώρα» σε υποκείμενο στις σύγχρονες συνθήκες.
Ο ορίζοντας της «Ελλάδας που θέλουμε» μπορεί να μας ενώσει σε μια ενιαία θέληση, σε μια κινούσα ιδέα, σε έναν στόχο με σημασία. Η «Ελλάδα που θέλουμε» είναι μια πατρίδα, ένας τόπος που θα είναι ελεύθερος πρώτα από όλα∙ άρα ανεξάρτητος και απαλλαγμένος από όλες της μορφές εξάρτησης
Η πολιτικοποίηση του όρου «χώρα» σημαίνει ότι ο Τόπος δεν βιώνεται από τον λαό του, από τους πολίτες του, απλά σαν χώρος διαχείρισης, σαν οικόπεδο και αποικία, σαν κόμβος διεθνών δυνάμεων, σαν αποθήκη εμπορευμάτων και περιττών ανθρώπων — αλλά ως Πατρίδα με νόημα και αξιοπρέπεια, ως Τόπος ιστορίας και πολιτισμού, αγώνων και παρακαταθηκών, ως Σημείο ειρήνης, ανθρωπιάς και αλληλεγγύης.
Η πολιτικοποίηση του όρου χώρα σημαίνει τη δυναμική μετατροπή της σε υποκείμενο για τον εαυτό της, και άρα για την ίδια την Ύπαρξή της ως μιας αυτοτελούς μονάδας στο παζλ των 200 και πλέον χωρών, με μια δική της φωνή και άποψη — όχι υπόδουλη σε άλλες δυνάμεις ή επιχειρήσεις. Αυτό θα σήμαινε πρακτικά να πάψει να είναι «πειραματόζωο» της εξάρτησης όπως είναι εδώ και δεκαετίες, και να αποκτήσει μια δική της ανεξάρτητη φωνή και υπόσταση.
Η διάνοιξη ενός ελληνικού δρόμου για την απάντηση του Υπαρξιακού Προβλήματος της Ελλάδας είναι σχεδόν μονόδρομος. Σημαίνει υπερπροσπάθεια να αναλυθούν, να εξηγηθούν οι κακοδαιμονίες και οι αρμοί τους στον κοινωνικό σχηματισμό, και σε όλες τις ιδεολογικές και φαντασιακές εκδηλώσεις νομιμοποίησης της εξάρτησης και της διπλής εκμετάλλευσης και καταπίεσης (εθνικής και ταξικής συνάμα). Σημαίνει συνειδητή στράτευση σε ένα σχέδιο απαλλαγής από την κοινωνική και εθνική αλλοτρίωση λαού και χώρας. Ελπίζω το Συνέδριο να φωτίσει τέτοιες πλευρές και ανάγκες και η συνέχεια του εγχειρήματος αυτού να αναδείξει την σημασία τους.
Στην ουσία, πρόκειται για μια μετάβαση σε μια Ελλάδα που δεν θα είναι σκέτο ενεργητικό κράτος∙ τέτοια υπάρχουν όπως η Τουρκία, το Ισραήλ, η Νορβηγία ή ακόμα και μερικές χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Θα είναι ενεργητικό κράτος με εθνοκοινωνικό πρόσημο που θα υποδηλώνει μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική αλλαγή. Μια τέτοια πορεία σημαίνει τροποποίηση του συσχετισμού δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα.
Με αυτά τα πολλαπλά δεσμά η Ελλάδα χάνει τον έλεγχο του μέλλοντός της. Δεν είναι πλέον κυρίαρχη χώρα, δεν είναι χώρα αλλά χώρος – οικόπεδο – αποικία. Θα επιδιώξουμε να αντιστρέψουμε αυτή την κυρίαρχη επιχειρηματολογία
Για τον συσχετισμό δυνάμεων
Ο συσχετισμός δυνάμεων στη χώρα –πολιτικός, κοινωνικός, πολιτισμικός– είναι σήμερα αρνητικός. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλαπλούς καταναγκασμούς και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να υπερασπιστεί την κυριαρχία και την κοινωνική συνοχή της. Το κρίσιμο όμως δεν είναι απλώς να το διαπιστώσουμε, αλλά να δούμε πώς αλλάζει ένας συσχετισμός.
Το υπαρκτό πολιτικό σύστημα έχει καταστεί μηχανισμός ακύρωσης κάθε κοινωνικής πρωτοβουλίας. Παράγει αδυναμία, εξάρτηση, ιδιώτευση.
Η πραγματική σύγκρουση δεν είναι ανάμεσα σε κόμματα, αλλά ανάμεσα σε δύο κόσμους:
- Τον συγκροτημένο, έμπειρο, οργανωμένο κόσμο της εξάρτησης, των ελίτ, της διαχειριστικής διαθεσιμότητας της Πολιτικής μας Τάξης και της υποτέλειας.
- Και τον διάχυτο και χωρίς φωνή κόσμο της κοινωνικής πλειοψηφίας, που παρά τους σπασμούς μνήμης και ηθικής, τις στιγμές γενναιότητας, παραμένει κατακερματισμένος, χωρίς συνεκτική θέληση, χωρίς πυξίδα.
Εκεί βρίσκεται το κρίσιμο κενό: η απουσία συλλογικού υποκειμένου.
Ο κατακερματισμός, τα χάσματα ανάμεσα σε χώρους και γενιές, οι νέες ανισότητες και οι μεταλλαγμένες πελατειακές εξαρτήσεις, η ισχύς των στερεοτύπων, ο ατομισμός, η διάβρωση των κοινωνικών δεσμών και των πολιτιστικών σημείων αναφοράς, συνθέτουν ένα πλέγμα που αποδυναμώνει κάθε συνολική αντίληψη και κάθε κοινό προσανατολισμό. Οι χώροι που περιορίζονται μόνο στα εθνικά ή πατριωτικά ζητήματα και οι χώροι που βλέπουν μόνο τα κοινωνικά ή ταξικά ζητήματα, λειτουργούν παράλληλα, χωρίς συνάντηση. Το ίδιο και οι γενιές: άλλες εγκλωβισμένες στη μνήμη, άλλες αποκομμένες από αυτήν. Έτσι, η κοινωνία παραμένει ένα πεδίο αποσυντονισμένων ανησυχιών.
Αυτός ο κατακερματισμός, μαζί με τη ρευστότητα και τη σύγχυση, αποτελεί τη μεγάλη δυσκολία, αλλά και το πεδίο της υπέρβασης. Γιατί μόνο αν επικρατήσει πνεύμα διαλόγου, ενότητας και σύνθεσης –όχι διαχωρισμού και επιβεβαίωσης των κάθε λογής υποκειμενισμών– μπορεί να διαμορφωθεί ένα νέο συλλογικό υποκείμενο ικανό να δώσει συνολική απάντηση στο αδιέξοδο. Αυτά είναι ζητήματα προς κατάκτηση.
Χωρίς ένα νέο «Εμείς», ικανό να σκέφτεται, να συμμετέχει και να δρα, καμία πραγματική αναστροφή της πορείας δεν μπορεί να υπάρξει.
Δεν είναι όμως αυτονόητο πώς συγκροτείται ένα τέτοιο υποκείμενο. Δεν γεννιέται με μια οργανωτική εξαγγελία. Δεν προκύπτει από την επιθυμία μας ή από αυτόματες διαδικασίες.
Είναι ακριβώς το ερώτημα που αυτό το συνέδριο καλείται να φωτίσει:
- Από πού μπορεί να προέλθει μια νέα συλλογική βούληση;
- Πώς συναντιούνται οι διαφορετικές εμπειρίες, χώροι, γενιές;
- Πώς σπάει ο κατακερματισμός;
- Τι είδους πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ανασύνθεση απαιτείται;
- Ποιες προϋποθέσεις χρειάζονται για να αποκτήσει η χώρα ξανά τον ρόλο Υποκειμένου, και όχι Αντικειμένου διεθνών πιέσεων και εσωτερικών εξαρτήσεων;

Δεν θέτουμε αυτές τις ερωτήσεις για να δώσουμε εδώ, σήμερα, την τελική απάντηση. Τις θέτουμε για να αποτελέσουν τον άξονα των τριήμερων εργασιών του Συνεδρίου.
Γιατί μόνο αν κατανοήσουμε βαθύτερα τι είναι αναγκαίο, μπορούμε μετά να συζητήσουμε με πραγματικούς όρους πώς συνεχίζουμε και τι μορφές οργάνωσης και συντονισμού χρειάζονται.
Και θέλω εδώ να κάνω μια μόνο αναφορά στα εννιά εργαστήρια του Συνεδρίου, που είναι η καρδιά του διαλόγου και του μοιράσματος γνώσης και εμπειρίας, προσπαθώντας να βαθύνουν τη σκέψη, τα συμπεράσματα, σε κρίσιμους τομείς. Σας προσκαλώ να πάρετε ενεργά μέρος στον διάλογο των εργαστηρίων.
Γιατί η Ελλάδα που θέλουμε απαιτεί σημαντικές επιλογές αναπροσανατολισμού. Προς μια κοινωνία που παράγει, που στέκεται στα πόδια της, που συνδέει την ανεξαρτησία με τη δικαιοσύνη, την ελευθερία με τη δημιουργία.
Η κινούσα ιδέα είναι μία: να υπάρξει ξανά κοινό ΕΜΕΙΣ, η συμβολή σε αυτή την κινούσα ιδέα βρίσκεται στο επίκεντρο του Συνεδρίου μας και ενώνει όσα μέχρι σήμερα κάναμε με την επόμενη μέρα, ενώνει τις ξεχωριστές θεματικές και τα εργαστήρια του τριημέρου.
Μόνο έτσι αλλάζουν πραγματικά οι συσχετισμοί.
Χρειάζονται κι άλλα πράγματα:
Με αυτό κατά νου θέλω να κάνω τέσσερις μικρές επισημάνσεις που συχνά ξεχνιούνται:
1. Σοβαρή στάση: Είναι κρίσιμο ζήτημα. Ζήτημα μεθόδου και απαιτητικότητας. Τι σημαίνει όμως σοβαρή στάση; Να υπάρχουν και να δημιουργηθούν Κριτήρια. Να στηριζόμαστε σε πεποιθήσεις. Να έχουμε αίσθηση συσχετισμών και δυνατοτήτων. Να αντιλαμβανόμαστε τα γεγονότα στην εξέλιξή τους. Να αποφεύγονται οι υποκειμενικές ρουκέτες. Να υπάρχουν απολογισμοί της πείρας. Χρειάζεται αναστοχασμός, η μία τοποθέτηση να θυμάται το «παρελθόν» της.
2. Αναγκαία μια νέα συνείδηση: Υποδηλώνει ότι η υπάρχουσα κατάσταση της σκέψης ή της κοινωνικής συνείδησης δεν επαρκεί. Η «νέα συνείδηση» δεν είναι απλώς μια αλλαγή γνώμης, αλλά μια βαθύτερη αναδιάρθρωση του τρόπου που βλέπουμε τον κόσμο, την κοινωνία, τους άλλους και τον εαυτό μας. Πρόκειται δηλαδή για μετασχηματιστική σκέψη: η αληθινή συνείδηση και κατανόηση δεν είναι απλώς προσωπική υπόθεση· είναι εν δυνάμει πράξη αντίστασης ή αλλαγής. Η νέα συνείδηση δεν είναι απλώς πολιτική στάση· είναι βιοηθική μεταμόρφωση. Το χρήμα, η εξουσία και η βία, ο ωφελισμός και ο ατομικισμός έχουν κάνει αρκετή ζημιά. Η Πολιτική δεν είναι απλά εφαρμογή ισχύος και χειραγώγησης. Πρέπει να γίνει δύναμη ποιητική που να μεταμορφώνει τους ανθρώπους μέσα από τη συμμετοχή τους στα κοινά. Εδώ υπάρχει ένα τεράστιο θέμα: το θέμα της Ηθικής, και το αίτημα της ηθικοποίησης της πολιτικής. Το αίτημα για Αλήθεια και Δικαιοσύνη ακουμπά βαθύτερα σημεία της ηθικής υπόστασης.
3. Υπέρβαση του υποκειμενισμού: Ο υποκειμενισμός σήμερα είναι μια κυρίαρχη κατάσταση. Συχνά οδηγεί στο φαινόμενο ενός «γαλαξία απόψεων»: πολλές, διάσπαρτες, προσωπικά φορτισμένες θέσεις, καθεμιά από τις οποίες θεωρείται ως πλήρης και αυτάρκης αλήθεια. Με την κυριαρχία του υποκειμενισμού: ο διάλογος δυσκολεύει, η σύνθεση γίνεται σχεδόν αδύνατη, και η πολιτική δράση κατακερματίζεται. Αντί για τον πολίτη, έχουμε τον παράγοντα. Αντί για διάλογο, έχουμε το παρασκήνιο. Αντί για μέτρο και σοβαρότητα, έχουμε προχειρότητα και επιδειξιομανία. Οφείλουμε να αποφύγουμε και να υπερβούμε τέτοιες εκδηλώσεις. Αντίδοτό τους μπορούν να γίνουν: Η συνολική ματιά, η ικανότητα σύνθεσης, ο συνολικός προσανατολισμός και τα κριτήρια που αυτός δημιουργεί.
Αυτές οι τρεις μέρες του Συνεδρίου δεν θα λύσουν όλα τα ζητήματα. Μπορούν όμως, αν τις αξιοποιήσουμε, να γίνουν ένα βήμα στην κατεύθυνση ενός νέου, ουσιαστικού ΕΜΕΙΣ. Μην μας τρομάζει η απόσταση από τον ορίζοντα που θέσαμε ή ο δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων. Αν κινηθούμε, αν ενωθούμε, αν αποκτήσουμε ένα κοινό όραμα, αν δουλέψουμε εντατικά, αν κατανοήσουμε τις δυνατότητές μας, αν ξεπεράσουμε αδυναμίες και κακοδαιμονίες, τότε με ρεαλισμό και όραμα μπορούμε να τα καταφέρουμε. Θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία
Ανάγκη να πάμε κόντρα στην ευκολία και τα κενά περιεχομένου συνθήματα ή την σκέτη καταγγελία. Η τεκμηρίωση, η συμπύκνωση της κοινωνικά παραγόμενης γνώσης και εμπειρίας, η συνάντηση της επιστήμης με την πολιτική είναι κρίσιμα στοιχεία μιας κίνησης που θέλει να κατακτά βαθμούς αξιοπιστίας. Επιμένουμε και στη διαδικασία του 2ου Συνεδρίου σε αυτή την μεθοδολογία που συχνά μοιάζει να απουσιάζει ή να υποτιμάται. Γιατί το Συνέδριο είναι συγκεκριμένο παράδειγμα σύνθεσης, ανοικτού διαλόγου, αλληλοσεβασμού, ενότητας και συσπείρωσης.
Τελειώνοντας
Αυτές οι τρεις μέρες του Συνεδρίου δεν θα λύσουν όλα τα ζητήματα. Μπορούν όμως, αν τις αξιοποιήσουμε, να γίνουν ένα βήμα στην κατεύθυνση ενός νέου, ουσιαστικού ΕΜΕΙΣ.
Μην μας τρομάζει η απόσταση από τον ορίζοντα που θέσαμε ή ο δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων. Αν κινηθούμε, αν ενωθούμε, αν αποκτήσουμε ένα κοινό όραμα, αν δουλέψουμε εντατικά, αν κατανοήσουμε τις δυνατότητές μας, αν ξεπεράσουμε αδυναμίες και κακοδαιμονίες, τότε με ρεαλισμό και όραμα μπορούμε να τα καταφέρουμε. Θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία.
Ο Κωστής Παλαμάς μας το θυμίζει με έναν στίχο του: «Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν».
Σας ευχαριστώ πολύ, και εύχομαι καλή επιτυχία στο 2ο Συνέδριό μας!
* Ο Ρούντι Ρινάλντι είναι πρόεδρος της Επιτροπής Οργάνωσης του Συνεδρίου και εκδότης της εφημερίδας Δρόμος








































































