Της Μαρίας Πετρίτση. Ήταν καθισμένος στη σκιά κάποιας καμάρας, στην οδό Αριστοτέλους. Πρωί ήταν, γύρω στις έντεκα, πριν λίγες μέρες. Ο κόσμος στην πλατεία έτρεχε κρατώντας στο χέρι σακούλες Τερκενλής και Σαββίκος.
Καλοντυμένα τσουρέκια, τρίγωνα Πανοράματος, σουτζούκια με κρεμμύδι και καυτερό μπαχάρι, τουλούμπες και σιροπιαστά έκαναν τη βόλτα τους παρέα με σφιχτές παλάμες και κατακτητικούς σιελογόνους που δεν θα άφηναν τίποτα να τους συμβεί, πριν από την καθορισμένη ώρα.
Πιο κάτω, κοντά στην οδό Νίκης, ένα λεωφορείο σταματούσε αναστενάζοντας. Ένα κύμα κόσμου ξεχύθηκε βιαστικά από μέσα του. Κοίταξα την επιγραφή στο τζάμι της στάσης: «Πλατεία Αριστοτέλους». Λίγο πιο πέρα ο Θερμαϊκός κυμάτιζε σεμνά το πορτοκαλί πλαγκτόν του κάτω από την προκυμαία.
Έστρεψα ξανά το βλέμμα μου στον άνθρωπο που δούλευε μπροστά στην είσοδο του Εμπορικού Επιμελητηρίου. Ήταν καθισμένος κατάχαμα, σκυμμένος πάνω στο μουσικό όργανό του. Γύρω του, κάτι άντρες μεσόκοποι, ντυμένοι λαϊκά, όπως κι αυτός, στέκονταν ακίνητοι και κοιτούσαν. Όρθιοι αυτοί, σε απόσταση αναπνοής από εκείνον. Σε στάση χαλαρής προσοχής, αφοσιωμένοι, όπως ο πιστός στην προσευχή του.
Όση ώρα τους παρατηρούσα, καθώς παρατηρούσαν κι αυτοί τον μουσικό, δεν άλλαξαν θέση, δεν κινήθηκαν, δεν αντάλλαξαν κουβέντα μεταξύ τους. Παρέμεναν άκαμπτοι σαν αγάλματα, κι αφουγκράζονταν τη θεία μουσική του οργανοπαίχτη. Σκεπτικοί. Μπορεί να κοιτούσαν τα χέρια του, που πέταγαν σαν τρελά πουλιά πάνω στο παμπάλαιο σαντούρι. Έτσι σκέφτηκα. Μπορεί να τους είχε μαρμαρώσει η μουσική του ή να τους είχε στείλει κάπου μακριά, πολύ μακριά από το κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου είχαν καρφωθεί οι πατούσες τους. Κάπου στα βάθη της Περσίας, μαζί με τους οικείους τους, με τις σκέψεις των Βαβυλώνιων και των Ασσύριων να κλωθογυρνάνε μέσα τους σαν ιστορικές πεταλούδες, τότε που όλα ήταν καλά, λίγο πριν επελάσει εκείνος ο Έλληνας, ο Αλέξανδρος, για να τους κλέψει ό,τι είχαν και δεν είχαν, προφασιζόμενος κατάκτηση για λόγους εκπολιτισμού.
Πίνακα του Τσαρούχη μου θύμισε αυτή η θαυμαστή σκηνή. Ένιωσα πως ήταν όλοι τους βγαλμένοι από τις βυζαντινές του αγιογραφίες. Είχαν πάνω τους κάτι πολύ σοβαρό, κάτι βαρύ, κι εντελώς αντρίκειο. Αιώνιο. Σεβάσμια στιγμή, σκέφτηκα, χαρισμένη στην καθημερινότητα μιας τρεχάτης πόλης σαν άγιο νερό από κρυφή πηγή μέσα σε βράχους.
Έτσι ένιωσα πως ανάβλυζε η μουσική του Πέρση σαντουροπαίχτη. Σαν αιφνίδιο δώρο κάτω από έναν συννεφιασμένο μακεδονίτικο ουρανό που λίγο πριν αρχίσει να στάζει βροχή θέλησε να περιμένει, να αφουγκραστεί για λίγο τις ιπτάμενες νότες, δηλώνοντας έτσι τον θαυμασμό του στην τέχνη του ξένου δουλευτή.
«Σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσ’ εσύ…», στίχοι και λέξεις μαγικές, μελωδία από άλλον κόσμο. Κι όμως στη γλώσσα μου. Κοντοστάθηκα κοιτώντας γύρω μου τον κόσμο που με προσπερνούσε λιγάκι ενοχλημένος από την στάση μου στο μέσον της πλατείας. Παρ’ όλο που εμπόδιζα την περαντζάδα των κεφάτων Θεσσαλονικιών και των ενθουσιασμένων επισκεπτών τους, η μουσική με είχε καθηλώσει στην ίδια θέση. Αδύνατον να μετακινηθώ. Κάπως σαν τους λαϊκούς άντρες που προσκυνούσαν ορθοί εκείνον τον αιφνίδιο βασιλιά της μελωδίας. Έτσι κοκάλωσα κι εγώ. Συνεπαρμένη και περίλυπη, χωρίς να ψυχανεμίζομαι καν την αιτία αυτής της γλυκιάς θλίψης.
Πλησίασα μετά από λίγο, όταν τελείωσε το τραγούδι και ο οργανοπαίχτης σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και να κοιτάξει τον ουρανό. Υπολόγιζε ίσως τις συνθήκες. Η επερχόμενη βροχή θα του έκοβε την πελατεία. Κακό αυτό, μα αναπόφευκτο, όπως όλα τα μικρά καθημερινά δεινά και οι συγκυρίες που ξεβολεύουν τη ζωή των ανθρώπων.
Ζήτησα ένα σιντί και περίμενα. Δίσταζα να τον κοιτάξω στα μάτια. Παρατήρησα στα κλεφτά το λευκό χαμόγελό του. Το δέρμα του ήταν σκούρο, τα μαλλιά του κατάμαυρα. Τα ρούχα του λιγάκι ταλαιπωρημένα μα καθαρά. Στο χέρι του φορούσε μια χρυσή βέρα.
Με ευχαρίστησε στα ελληνικά και μου έγνεψε «αντίο».
Ο Omid Tahmasebpour γεννήθηκε στο Iran Mazandaran το 1975, σε οικογένεια μουσικών. Στα είκοσί του χρόνια έφυγε για την Τουρκία, όπου έμεινε για λίγα χρόνια διδάσκοντας περσικό σαντούρι σε ντόπια παιδιά. Επόμενος σταθμός του η Αθήνα, και τελικός προορισμός, μετά από δέκα χρόνια, η Θεσσαλονίκη. Το σιντί που κρατούσα στα χέρια μου ήταν εμπνευσμένο από «τη μονάκριβή του κόρη, τη Μελωδία, και εξαιρετικά αφιερωμένο σε Αυτήν». Έτσι έλεγε στο βιογραφικό του. Αυτά ήταν όλα κι όλα όσα ήθελε να πει.
Πιο κάτω, κοντά στην οδό Νίκης, ένα λεωφορείο σταματούσε αναστενάζοντας. Ένα κύμα κόσμου ξεχύθηκε βιαστικά από μέσα του. Κοίταξα την επιγραφή στο τζάμι της στάσης: «Πλατεία Αριστοτέλους». Λίγο πιο πέρα ο Θερμαϊκός κυμάτιζε σεμνά το πορτοκαλί πλαγκτόν του κάτω από την προκυμαία.
Έστρεψα ξανά το βλέμμα μου στον άνθρωπο που δούλευε μπροστά στην είσοδο του Εμπορικού Επιμελητηρίου. Ήταν καθισμένος κατάχαμα, σκυμμένος πάνω στο μουσικό όργανό του. Γύρω του, κάτι άντρες μεσόκοποι, ντυμένοι λαϊκά, όπως κι αυτός, στέκονταν ακίνητοι και κοιτούσαν. Όρθιοι αυτοί, σε απόσταση αναπνοής από εκείνον. Σε στάση χαλαρής προσοχής, αφοσιωμένοι, όπως ο πιστός στην προσευχή του.
Όση ώρα τους παρατηρούσα, καθώς παρατηρούσαν κι αυτοί τον μουσικό, δεν άλλαξαν θέση, δεν κινήθηκαν, δεν αντάλλαξαν κουβέντα μεταξύ τους. Παρέμεναν άκαμπτοι σαν αγάλματα, κι αφουγκράζονταν τη θεία μουσική του οργανοπαίχτη. Σκεπτικοί. Μπορεί να κοιτούσαν τα χέρια του, που πέταγαν σαν τρελά πουλιά πάνω στο παμπάλαιο σαντούρι. Έτσι σκέφτηκα. Μπορεί να τους είχε μαρμαρώσει η μουσική του ή να τους είχε στείλει κάπου μακριά, πολύ μακριά από το κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου είχαν καρφωθεί οι πατούσες τους. Κάπου στα βάθη της Περσίας, μαζί με τους οικείους τους, με τις σκέψεις των Βαβυλώνιων και των Ασσύριων να κλωθογυρνάνε μέσα τους σαν ιστορικές πεταλούδες, τότε που όλα ήταν καλά, λίγο πριν επελάσει εκείνος ο Έλληνας, ο Αλέξανδρος, για να τους κλέψει ό,τι είχαν και δεν είχαν, προφασιζόμενος κατάκτηση για λόγους εκπολιτισμού.
Πίνακα του Τσαρούχη μου θύμισε αυτή η θαυμαστή σκηνή. Ένιωσα πως ήταν όλοι τους βγαλμένοι από τις βυζαντινές του αγιογραφίες. Είχαν πάνω τους κάτι πολύ σοβαρό, κάτι βαρύ, κι εντελώς αντρίκειο. Αιώνιο. Σεβάσμια στιγμή, σκέφτηκα, χαρισμένη στην καθημερινότητα μιας τρεχάτης πόλης σαν άγιο νερό από κρυφή πηγή μέσα σε βράχους.
Έτσι ένιωσα πως ανάβλυζε η μουσική του Πέρση σαντουροπαίχτη. Σαν αιφνίδιο δώρο κάτω από έναν συννεφιασμένο μακεδονίτικο ουρανό που λίγο πριν αρχίσει να στάζει βροχή θέλησε να περιμένει, να αφουγκραστεί για λίγο τις ιπτάμενες νότες, δηλώνοντας έτσι τον θαυμασμό του στην τέχνη του ξένου δουλευτή.
«Σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσ’ εσύ…», στίχοι και λέξεις μαγικές, μελωδία από άλλον κόσμο. Κι όμως στη γλώσσα μου. Κοντοστάθηκα κοιτώντας γύρω μου τον κόσμο που με προσπερνούσε λιγάκι ενοχλημένος από την στάση μου στο μέσον της πλατείας. Παρ’ όλο που εμπόδιζα την περαντζάδα των κεφάτων Θεσσαλονικιών και των ενθουσιασμένων επισκεπτών τους, η μουσική με είχε καθηλώσει στην ίδια θέση. Αδύνατον να μετακινηθώ. Κάπως σαν τους λαϊκούς άντρες που προσκυνούσαν ορθοί εκείνον τον αιφνίδιο βασιλιά της μελωδίας. Έτσι κοκάλωσα κι εγώ. Συνεπαρμένη και περίλυπη, χωρίς να ψυχανεμίζομαι καν την αιτία αυτής της γλυκιάς θλίψης.
Πλησίασα μετά από λίγο, όταν τελείωσε το τραγούδι και ο οργανοπαίχτης σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και να κοιτάξει τον ουρανό. Υπολόγιζε ίσως τις συνθήκες. Η επερχόμενη βροχή θα του έκοβε την πελατεία. Κακό αυτό, μα αναπόφευκτο, όπως όλα τα μικρά καθημερινά δεινά και οι συγκυρίες που ξεβολεύουν τη ζωή των ανθρώπων.
Ζήτησα ένα σιντί και περίμενα. Δίσταζα να τον κοιτάξω στα μάτια. Παρατήρησα στα κλεφτά το λευκό χαμόγελό του. Το δέρμα του ήταν σκούρο, τα μαλλιά του κατάμαυρα. Τα ρούχα του λιγάκι ταλαιπωρημένα μα καθαρά. Στο χέρι του φορούσε μια χρυσή βέρα.
Με ευχαρίστησε στα ελληνικά και μου έγνεψε «αντίο».
Ο Omid Tahmasebpour γεννήθηκε στο Iran Mazandaran το 1975, σε οικογένεια μουσικών. Στα είκοσί του χρόνια έφυγε για την Τουρκία, όπου έμεινε για λίγα χρόνια διδάσκοντας περσικό σαντούρι σε ντόπια παιδιά. Επόμενος σταθμός του η Αθήνα, και τελικός προορισμός, μετά από δέκα χρόνια, η Θεσσαλονίκη. Το σιντί που κρατούσα στα χέρια μου ήταν εμπνευσμένο από «τη μονάκριβή του κόρη, τη Μελωδία, και εξαιρετικά αφιερωμένο σε Αυτήν». Έτσι έλεγε στο βιογραφικό του. Αυτά ήταν όλα κι όλα όσα ήθελε να πει.
*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας.
Σχόλια