Της Άλκης Ζέη. Στο ντιβάνι του παππού κάθεται ένας αδύνατος άντρας με ρουφηγμένα φρεσκοξυρισμένα μάγουλα, με βαθουλωμένα κόκκινα μάτια.

Φοράει την πιτζάμα του μπαμπά και κολυμπάει μέσα της. Το ένα του πόδι, ξυπόλυτο, σε μια πράσινη παντούφλα της μαμάς –ο μπαμπάς φορεί τις δικές του, δεν έχει άλλο ζευγάρι-, που περισσεύει η φτέρνα του, και το άλλο γυμνό, με το μεγάλο δάχτυλο τυλιγμένο σε καθαρές γάζες. Ο άντρας αυτός είναι ο θείος Άγγελος, η μόνη ελπίδα της οικογένειας να ’χει κι αυτή τον ήρωά της. Είναι κείνος που θα γύριζε από το μέτωπο με παράσημα και πλάκα τα γαλόνια και θα ’μπαινε στην Αθήνα καβάλα στο άλογο, εκείνος που θα διηγιότανε πώς κατέλαβαν το τάδε ύψωμα με θούρια, πώς κείνοι που πληγώνονταν έπεφταν πάνω στην ασπίδα τους –λάθος, δεν έχουμε τώρα ασπίδες- έπεφταν πλάι στο ντουφέκι τους και ξεψυχούσαν φωνάζοντας «μολών λαβέ», κι οι γελοίοι Ιταλοί, οι κοκορόφτεροι, που τρέμανε το κρύο και τα χιόνια και τους φαντάρους μας, φεύγανε πατώ σε να σωθούν, ρίχνοντας τα όπλα τους.
Τι θα ’χει να πει ο Πέτρος αύριο του Σωτήρη που θα περιμένει πώς και τι ν’ ακούσει τους άθλους του θείου Άγγελου; Να του πει πως μιλούσε όλο για τα μάλλινα που δε φτάνανε ποτέ στην πρώτη γραμμή, για τις αρβύλες που έμπαζαν νερά και τα κρυοπαγήματα; Δεν είπε «μας θέριζαν τα βόλια», αλλά «μας θέριζαν οι χιονίστρες». Να πει πώς γύριζε ο θείος Άγγελος ψειριασμένος με κατακομματιασμένα άρβυλα, από χωριό σε χωριό να βρει ένα κομμάτι ψωμί, μα είχανε περάσει άλλοι πριν απ’ αυτόν, κι αδειάσανε τα χωριά από τρόφιμα ή τα κρύβανε οι χωριάτες; Να πει πως έδωσε το χρυσό μενταγιόν της Ρίτας για μισό καρβέλι;
– Κι όμως τους Ιταλούς τους νικήσαμε, λέει άξαφνα με πείσμα ο Πέτρος.
– Πάει πια αυτό, απάντησε κουρασμένα ο θείος, και ζήτησε να πάει να πλαγιάσει, γιατί είχε μέρες και μέρες άυπνος.
Ο Πέτρος θα ’λεγε στο Σωτήρη πως δεν τους διηγήθηκε τίποτα, γιατί ήτανε κουρασμένος, ή θα βγάλει ο ίδιος μια ιστορία από το μυαλό του. Πως γύρισε ο θείος πάνω σε άλογο –καλά που δεν το είδε ο Σωτήρης, σαν έφτασε- και τους διηγήθηκε πώς στριφογύριζε το σπαθί του κι οι Ιταλοί το σκάγανε σαν λαγοί.
Δεν χρειάστηκε όμως να πει το ψέμα του. Την άλλη μέρα που βγήκανε πια επιτέλους έξω, οι δρόμοι είχανε γεμίσει κουρελιάρηδες στρατιώτες, που ζητούσανε παλιά ρούχα και λίγο φαγητό. Ο μπαμπάς του Σωτήρη δε γύρισε ποτέ, ούτε καν κουρελής ή σακάτης.
– Τί να πούμε στη Ρίτα; του είπε η Αντιγόνη την ώρα που έπεσαν να κοιμηθούν.
– Για το μενταγιόν της; ρώτησε ο Πέτρος;
– Όχι, που νόμιζε πως θα γυρίσει ήρωας.
Και να ’χε τραυματιστεί σε μάχη, πάει καλά, συλλογιέται ο Πέτρος, μα να πάθει χιονίστρες…
Σβήσανε το φως και πριν τους πάρει καλά καλά ο ύπνος, πετάχτηκαν. Από το δωμάτιο της μαμάς ακουγότανε μια βραχνή, άγρια φωνή: «Το πολυβόλο…, πιάσε το πολυβόλο δεξιά…». Κι ύστερα ακούστηκε καθησυχαστική η φωνή της μαμάς: «Ησύχασε, Άγγελε».
– Πολέμησε λοιπόν, ψιθυρίζει με χαρά η Αντιγόνη.
– Βλέπει εφιάλτη τις μάχες, ενθουσιάζεται ο Πέτρος.
Ύστερα αποκοιμήθηκαν κι οι δυο τους ήρεμα και βαθιά και δεν άκουσαν τον θείο Άγγελο, που φώναζε: «Μη, μην τον χτυπάτε…, είναι αιχμάλωτος…».

* Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα
από το βιβλίο της Άλκης Ζέη Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!