του Αλέξη Θεοδωρίδη

Η εποχή μετά την οποία γράφεται το έργο «Για μια εγκόσμια ηθική» του Ευτύχη Μπιτσάκη χαρακτηρίζεται από το κλείσιμο του κύκλου των χειραφετητικών εγχειρημάτων του 20ού αιώνα, το οποίο δημιούργησε την ανάγκη μιας κριτικής πρόσληψης των μορφών και των σχημάτων που συνόδευσαν αυτά τα εγχειρήματα. Ο Μπιτσάκης σχετίστηκε με ένα ρεύμα του μαρξισμού που θεώρησε νομιμοποιημένα και σωστά τα ερωτήματα που έθετε ο υπαρξισμός και ο περσοναλισμός, αν και όχι τις απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτά. Το πρόβλημα του ατόμου που είναι ριγμένο μέσα στον κόσμο, το πρόβλημα της ηθικής και τελικά αυτό του νοήματος της ζωής παραβλέφθηκαν από τον μαρξισμό ως ανύπαρκτα ή εντελώς δευτερεύοντα αφού πρόκειται να λυθούν μέσα από την επικράτηση μιας άλλης κοινωνικής τάξης πραγμάτων μέσω της επανάστασης. Σημασία είχε μόνο η οικονομική «βάση», ενώ η ιδεολογική «υπερδομή» ήταν μόνο ένα μέσο. Ειδικά αναφορικά με τη διάσταση του ατόμου, ο μαρξισμός συνήθιζε να το υπάγει στην υπηρεσία του τελικού σκοπού (της χειραφέτησης, του κομμουνισμού) και στους εκάστοτε αυτοανακυρησσόμενους φορείς του (το κόμμα, το κράτος). Κατέληγε, λοιπόν, σε μια ηθική του καθήκοντος, προσπαθώντας έτσι να υποκαταστήσει την υποστροφή της ενεργούς συμμετοχής των ανθρώπων (του λαού) στη λήψη των αποφάσεων.

Αντιστοίχως, η εποχή για την οποία γράφεται το έργο, η δική μας εποχή, είναι μια εποχή βαθιάς και πολυοργανικής κρίσης, εποχή επιτάχυνσης και μετάβασης, όπου η σχέση κεφάλαιο διευρύνεται (σε ένταση και έκταση), καθολικεύοντας τα φαινόμενα της αλλοτρίωσης. Μια εποχή στην οποία η τάση προς τον καταστροφισμό και η υπονόμευση του μέλλοντος της ανθρωπότητας αυξάνονται και η υπέρβαση του κόσμου του κεφαλαίου τίθεται με νέους όρους. Είναι ένα έργο που θέτει την αναγκαιότητα, ακόμα και την επιτακτικότητα της αναζήτησης μιας ηθικής, διαισθάνεται τον κομβικό χαρακτήρα που αυτή έχει τόσο για την κριτική αντιμετώπιση και πρόσληψη της ιστορίας των αποπειρών μετάβασης πέρα από τον κόσμο του κεφαλαίου, όσο και για το άνοιγμα δρόμων για τη χειραφέτηση στον 21ο αιώνα.

Ως έργο αναζήτησης, το βιβλίο του Μπιτσάκη επιχειρεί να συμβάλλει στον διάλογο περί ηθικής, αντιπαρτηθέμενο τόσο με την (προνεωτερικής προέλευσης) χριστιανική ηθική, όσο και με την αστική, καντιανής γενεαλογίας ηθική. Κάνοντάς το αυτό όχι μόνο αναμετριέται με τις ιστορικές (και όχι αμιγώς λογικές/γνωσιοθεωρητικές) αντιφάσεις που διέπουν αυτό το πεδίο, αλλά και διαπερνιέται από αυτές. Δεν υπόσχεται ότι θα προσφέρει μια λύση, αλλά αντιθέτως δείχνει τα πεδία τόσο της έρευνας όσο και της κοινωνικής πράξης μέσα από τα οποία δύναται ιστορικά να βρεθεί μια λύση. Σε αυτές τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες καλεί τον αναγνώστη να βουτηχτεί.

Ελευθερία και αναγκαιότητα: Το «μαζί» των ανθρώπων

Η ύπαρξη ηθικής προϋποθέτει ένα περιθώριο αυτενέργειας του ανθρώπου, ένα είδος υποκειμενικότητας που δεν θα είναι απλώς μια επίφαση των αιτιωδώς καθορισμών μιας δομής, ενός συστήματος, αλλά γνήσια και ουσιώδης για την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Είναι λοιπόν αυτή η παλιά ρήση του Μαρξ που χρειάζεται ερμηνεία και εξήγηση:

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.» (1)

Αυτή είναι μια δύσκολη αντίφαση που ταλανίζει εξ αρχής τον λόγο περί ηθικής. Η αντίφαση που από την άποψη της ιστορίας τίθεται ως αντίφαση ανάμεσα στην τελεολογία και την αιτιότητα και από την άποψη της πράξης τίθεται ως αντίφαση ανάμεσα στην ελευθερία και στην αναγκαιότητα. Οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία ή η ιστορία τους ανθρώπους; Είναι οι σκόπιμες ενέργειες του ανθρώπου που προσδιορίζουν την κοινωνική αλλαγή ή αυτές οι ενέργειες και οι σκοποί καθορίζονται αιτιωδώς από έναν κόσμο αμιγώς αιτιακών σχέσεων; Είναι ο άνθρωπος αυτός που πράττει ή η ανθρώπινη πράξη είναι απλώς μια στιγμή μιας ατελείωτης αιτιώδους αλυσίδας (αλυσίδας αιτιών και αιτιατών) μέσα στην οποία δημιουργείται απλώς η επίφαση της ελεύθερης επιλογής;

Αφού εξοβελίστηκε η (θρησκευτικής προέλευσης) τελεολογία από την ιστορία και επικράτησε η κατά το φυσικό-μηχανιστικό πρότυπο εικόνα του κόσμου, δεν άργησε να θεωρηθεί και ο άνθρωπος ως αναπόσπαστο μέρος των μηχανικών κινήσεων της ύλης. Σε αυτή την περίπτωση, αφού υπονομεύεται η ίδια η έννοια της επιλογής, την υποκειμενικότητας, της ελευθερίας, κάθε συζήτηση περί ηθικής στερείται νοήματος.

Στον Μπιτσάκη ο άνθρωπος είναι ένα ον που αποκρίνεται στα ερωτήματα που του θέτει η ιστορική πραγματικότητα. (2) Στον βαθμό που παραμένει άνθρωπος, είναι αναγκασμένος να ζει εν κοινωνία και μέσα σε κοινωνικά/ιστορικά διαμορφωμένους όρους ύπαρξης και, ταυτόχρονα, οι αποκρίσεις του είναι κοινωνικά διαμεσολαβημένες. Το μόνο υποκείμενο που μπορεί να διαλεχθεί με την ιστορία, δηλαδή να αποκριθεί (έστω και αδρανώντας) στα ερωτήματα που αυτή θέτει, είναι ένα συλλογικό υποκείμενο. Αυτό το «μαζί», αυτονόητο και ταυτόχρονα δύσκολο να προσπελαστεί εννοιολογικά, είναι το πεδίο στο οποίο πρέπει κανείς να αναζητάει τα κλειδιά της ηθικής. Δηλαδή στη σχέση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό επίπεδο.

Ηθική και μετάβαση

Η έμφαση που δίνει ο Μπιτσάκης στο άτομο αποτελεί μια σαφή αναγνώριση της απαξίωσης που αυτό είχε γνωρίσει στα χειραφετητικά κινήματα του 20ού αιώνα, όπου το άτομο υποβαθμίστηκε απέναντι στο μεγαλείο του χειραφετητικού σκοπού.

Η ηθική αφορά τόσο τους γνώμωνες με τους οποίους αποφασίζει το άτομο ανάμεσα σε ένα σύνολο δοσμένων από την πραγματικότητα επιλογών, όσο και το κοινωνικό περιβάλλον το οποίο θέτει τα ηθικά διλήμματα, τις επιλογές (και τη «ρεαλιστικότητά» τους), τους ηθικούς γνώμωνες κ.λπ. Δεν μπορεί να μιλάει κανείς για έναν ηθικό γνώμωνα ή μια αρετή που δεν προκύπτει καθόλου από τις υποκειμενοποιητικές διαδικασίες της υπάρχουσας κοινωνίας, όπως επίσης είναι ανώφελο να επικαλείται μια κοινωνία όπου θα επικρατεί η επιθυμητή ηθική (ό,τι κι αν είναι αυτό), ως ήθος, αν δεν προκύπτει από την ίδια την πραγματικότητα η δυνατότητα πραγμάτωσης αυτής της ηθικής στο τώρα, μέσα από τις σκόπιμες πράξεις και επιλογές των εκάστοτε υποκειμένων.

Έτσι, η ηθική προβάλλει σε δύο επίπεδα τα οποία είναι ακατάλυτα συνδεδεμένα, όμως αντιστέκονται στο να αναχθεί το ένα στο άλλο. Δύο επίπεδα που αφορούν αφενός τη διάσταση του ιστορικού παρόντος και, αφετέρου, τη διάσταση του ορίζοντα, του ιστορικού μέλλοντος, που άγει τη μετάβαση. Δηλαδή από τη μία μεριά, η ηθική στις υποκειμενοποιητικές διαδικασίες της παρούσας ιστορικής κατάστασης και, από την άλλη, η ηθική στη νέα ιστορική κατάσταση που κυοφορείται στο παρόν μόνο ως δυνατότητα. Από τη μία μεριά: η ηθική στον ανήθικο κόσμο μας, εν μέσω της «κυριαρχική[ς] παρουσία[ς] του κακού στον κόσμο» (3), το καθήκον της καταπολέμησης της αλλοτρίωσης. Και από την άλλη: η εκ των πραγμάτων υπέρβαση της ηθικής του καθήκοντος, της ηθικολογίας, της διάκρισης μεταξύ καλού και κακού που χάνει το νόημά της σε μια κοινωνία που έχει ξεπεράσει την αλλοτρίωσή της, η αντικατάστασή της από τη «θετική και δημιουργική πραγμάτωση της ζωής» (2).

Αυτή η σύγκρουση των δύο επιπέδων δημιουργεί αξεπέραστες δυσκολίες για τη συγκρότηση μιας ηθικής στο ιστορικό μας παρόν. Ωστόσο, επιφορτίζει την οποιαδήποτε ηθική να είναι τουλάχιστον προσανατολισμένη προς μια τέτοια μετάβαση, να πραγματώνει τα δυνάμει μιας τέτοιας μετάβασης στο παρόν. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν μας λύνει όλα τα προβλήματα, ούτε και αποτελεί οδηγό που με βεβαιότητα θα μας πάει εκεί που υπόσχεται. Άλλωστε ο ορίζοντας μεταβάλλεται, συγκεκριμενοποιείται, μετατοπίζεται ταυτόχρονα με την κίνηση που προσανατολίζεται προς αυτόν. Μια τέτοια ηθική δεν μπορεί παρά να αναμένει, ίσως ακόμα και προϋποθέτει την «αμαρτία» χωρίς όμως να τη δικαιολογεί ως «αναγκαίο κακό», ως απαραίτητη, άρα θεμιτή, για την επίτευξη του σκοπού. Και αυτό γιατί ενσωματώνει τις αξεπέραστες αντιφάσεις μιας περιόδου μετάβασης, διαπερνιέται από αυτές, δεν προσποιείται ότι τις έχει κιόλας ξεπεράσει.

***

Το βιβλίο του Ευτύχη Μπιτσάκη όχι μόνο δεν φιλοδοξεί να προσφέρει οριστικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά και απέχει συνειδητά από «εύκολες» και βολικές τοποθετήσεις. Περισσότερο δείχνει το πού πρέπει να ψάξει κανείς, παρά το τι πρέπει να βρει. Αποτελεί μια έμπρακτη συμβολή στην αναζήτηση για μια χειραφετητική ηθική που αποτελεί κλειδί για τα εγχειρήματα ενός αναγκαίου σήμερα «μαχόμενου ανθρωπισμού» (5), ως υπόβαθρου για να ανθίσει η ζωή στην πληρότητά της.

Παραπομπές

1) Κ. Μαρξ, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σ. 18.
2) Αποκρινόμενο ον (antwortendes Wesen) τον αποκαλεί ο Λούκατς στην «Οντολογία του Κοινωνικού Είναι».
3) Ευτύχης Μπιτσάκης, «Για μια εγκόσμια ηθική», εκδ. Α/συνεχεια, σ. 154.
4) Ό.π., σ.154.
5) Ό.π., σ. 10.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!