Του Δημήτρη Ουλή
Εικοσιπέντε χρόνια τώρα κάνω την «προσωρινή» δουλειά του μπουζουξή, του κιθαρίστα και του ακορντεονίστα για να συμπληρώσω το δισεκατομμύριο μισθό που εισπράττω από τη δουλειά του καθηγητή. Η εμπειρία έχει πολύ ενδιαφέρον εξ επόψεως ψυχολογικής, διότι σου δίνει την ευκαιρία να μετρήσεις τις ψυχικές σου αντοχές, να αναλογιστείς τι απέγιναν τα όνειρά σου, να κονταροχτυπηθείς με το δεδομένο της διπλής σου ταυτότητας – το σχιζοφρενικό διαμοιρασμό της ζωής σου, δηλαδή, ανάμεσα στον Πιέρ Μπουρντιέ και τον ΄Εντε Λα Μαγκέν ντε Βοτανίκ.
Αλλά και εξ επόψεως ανθρωπολογικής, διότι σου επιτρέπει μία άμεση όσο και βιωματική πρόσβαση στις ψυχαγωγικές έξεις και τα μουσικά γούστα των νεοελλήνων τα οποία μετά λύπης μου διαπιστώνω ότι παραμένουν ανέπαφα. Οι διαφορές, σε σχέση με την προ κρίσης εποχή, είναι κυρίως ποσοτικές: ελαφρώς μικρότερα πανέρια λουλουδιών, λιγότερα ανοιγμένα μπουκάλια, γρηγορότερη εναλλαγή των μουσικών σχημάτων για να καλυφθεί η σεζόν, «ευέλικτα» πακέτα διασκέδασης για το Παρασκευο-Σάββατο – αφού οι υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας κατάντησαν τζούφιες. Αλλά, επί της ουσίας, δεν έχει αλλάξει το παραμικρό. Κάθε βράδυ, εικοσιπέντε χρόνια τώρα, μόλις παίξω το Μερτικό απ’ τη χαρά, θα πεταχτεί τουλάχιστον μια χορευταρού ή ένας κλαρινογαμπρός, για να σκίσει τα καλσόν και τα πουκάμισα. Κάθε φορά που θα παίξω το Πότε βούδας, πότε Κούδας, όλα τα ψηλοτάκουνα θα εκτιναχθούν κεραυνοβολημένα, για να σαλέψουν τα προικιά τους. Κάθε φορά που θα παίξω το Θα ζήσω ελεύθερο πουλί θα σηκωθεί (σχεδόν πάντα) να το χορέψει μια γυναίκα.
Και να μην ξεχάσω βέβαια το Μπαγλαμαδάκι και το Δίχτυ, τα οποία μετατρέπουν το μαγαζί σε νοσταλγικό παρεάκι. Ενώ, must για όλες τις εποχές, θα πρέπει να θεωρηθούν το Άγαλμα, το Αγάπη που ‘γινες και το Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία. Τα έχω παίξει εικοσιπέντε χιλιάδες φορές το καθένα, αλλά ο κόσμος ζητάει χιτάκια, ο κόσμος θέλει να διασκεδάσει, ο κόσμος θέλει να σε δει να γίνεσαι jukebox για πάρτη του. Πριν από δύο χρόνια, θυμάμαι, δούλευα σε μία ταβέρνα στη Δραπετσώνα. Ο ιδιοκτήτης ήρθε κάποια στιγμή στο αυτί μου και μου είπε -επί λέξει- να παίξω πιο «πιτσιρικίστικα». Είχαμε μαθητές λυκείου, γι’ αυτό. Έπαιξα Χολίδη, Οικονομόπουλο και Βέρτη. Κι έγινε χαμός και κλαπαταγή στο μαγαζί, τέτοιο κέφι σε καλό να μας βγει ρε αδερφέ. Άλλη φορά, βαρύμαγκας του μαγαζιού, μου ζήτησε παραγγελιά το Ριγέ πουκάμισο. Το διπλο-σταυροκουμπωτό. Κι έτσι, με ζεμπεκιές, χασαποσέρβικα, «ελληνάδικα» και νταχντιρντί, έφτασα αισίως στα σαράντα πέντε.
Η απορία, ωστόσο, εξακολουθεί να με στοιχειώνει: για ποιο λόγο η κρίση δεν κατάφερε να γεννήσει κάποια καινούργια μουσική κουλτούρα στην Ελλάδα. Για ποιο λόγο δεν μπόρεσε να βάλει ένα φρένο σε όλη αυτήν τη μούργα της νυχτερινής διασκέδασης, σε όλον αυτόν τον οχετό του σκυλάδικου και του ελληνάδικου. Και πόσες φορές ακόμα θα χρειαστεί να παίξω το Μερτικό απ’ τη χαρά, για να επιβιώσω.