του Θανάση Μουσόπουλου*
Διαβάστε το Μέρος Α’
Συνεχίζουμε να παρουσιάζουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς [Κ.Π.] αναφέρεται στη νεοελληνική λογοτεχνία, έχοντας ως κύριο βοήθημα το εμπεριστατωμένο βιβλίο της Βενετίας Αποστολίδου [Β.Α.] «Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας», σελ. 478, εκδ. Θεμέλιο, 1992.
***
Στις Ιστορίες Λογοτεχνίας οι Ρήγας, Αθανάσιος Χριστόπουλος και Ιωάννης Βηλαράς συνεξετάζονται στο κεφάλαιο «Πρόδρομοι». Ο Παλαμάς σε άρθρο του 1892 γράφει πως «είναι οι πρώτοι που δημιούργησαν ποίηση στη δημοτική γλώσσα και άνοιξαν δρόμο για τους νεότερους» (κατά τη διατύπωση Β.Α.). Για τον Ρήγα σημειώνει ότι η ποίησή του «όσω δεν είναι πλαστική, τόσω είναι εθνοπλαστική». Όσον αφορά τους Χριστόπουλο και Βηλαρά, σημειώνει «αποτελούν και συμβολίζουν τη χαραυγή του νεότερου ελληνικού τραγουδιού». Ως προς την ποίηση «Κλείουν μάλλον παλαιάν εποχήν, παρ’ όσον εγκαινιάζουν νέαν τοιαύτην».
Με κείμενό του / διάλεξη του 1889 για τον Ανδρέα Κάλβο διέλυσε προκαταλήψεις που επικρατούσαν ως τότε για το ρυθμό, τη γλώσσα, την αρχαιοπρέπεια του Κάλβου. Σε μεταγενέστερο άρθρο του 1933 ο Παλαμάς, συγκρίνοντάς τον με τον Σολωμό, σημειώνει: «Ο Σολωμός υπήρξεν ο πρώτος μέγας ελεύθερος δημιουργός εις την ποιητικήν τέχνην, ύστερον από αιώνων δουλείαν και στειρότητα. Ισοβαρής και ισότομος ο σύγχρονός του Ανδρέας Κάλβος, αδύνατον να υποστή έως τέλους εταστικήν σύγκρισιν, άνευ τινός, έστω και αδιοράτου, μειώσεως του αναστήματός του».
Ο Κωστής Παλαμάς (όπως σημειώνει η Β. Αποστολίδου) «δεν εντάσσει τον Κάλβο στην επτανησιακή σχολή, και κατ’ επέκταση τον αφήνει έξω από το κύριο ρεύμα της ποιητικής εξέλιξης». Τον θεωρεί κλασικιστή λυρικό ποιητή. Έτσι, μετά τα Προλεγόμενα του Ιάκωβου Πολυλά, ο Παλαμάς αποτελεί το επόμενο βήμα για τη μελέτη του σολωμικού έργου.
Ο Διονύσιος Σολωμός βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος του Παλαμά κατά την περίοδο 1890-1910, που αποτελεί την περίοδο ακμής του ως κριτικού. Ήδη το 1891 σημειώνει: «Μέσ’ από το άγιο Βήμα της ψυχής του Σολωμού ανέλαμψεν η ιδέα, η οποία μέχρι του απωτάτου μέλλοντος ίσως θα εμπνέη και θα στηρίζη τους ποιητάς της νεωτέρας Ελλάδος». Ο Σολωμός σε σχέση με τους προδρόμους είναι ανεξάρτητος και με τελείως ιδιαίτερη ποιητική φυσιογνωμία. Σημειώνει ο Παλαμάς: «Ο Σολωμός γνώριζε την ουσιώδη και βαθεία διάκριση μεταξύ πεζού και ποιητικού λόγου». Και η Β. Αποστολίδου παρατηρεί: «Η νεοελληνική ποίηση αποκτά, για πρώτη φορά, συνείδηση του εαυτού της και των ιδιαιτεροτήτων της ως αυτόνομη ενέργεια του πνεύματος». Ο Δ. Σολωμός ακολουθεί τα εθνικά ιδεώδη, αλλά δεν υποδουλώνεται σ’ αυτά, συνδέει τη νεοελληνική παράδοση με την ευρωπαϊκή παιδεία, δημιουργεί τη δική του ποιητική γλώσσα που βασίζεται στη δημοτική, που πλουτίζεται με τοπικά και αρχαΐζοντα στοιχεία, και «κατορθώνει έτσι να αναδείξει τον ατομικό χαρακτήρα του ποιητή» (Β.Α.). Ο Σολωμός εκτός από την ποίηση συνέβαλε στην εξέλιξη της κριτικής. Ο Κ. Π. προσπαθεί να διερευνήσει πού οφείλεται το ανολοκλήρωτο σολωμικό έργο.
Το 1933 γράφει για τον Σολωμό ότι είναι «συντελεστής και εξάγγελος, είναι ακριβέστερον ο πρόδρομος και ο προάγγελος του αρχιτεκτονικού μεγαλουργήματος του προσδοκωμένου από την νεωτέραν ελληνικήν ποίησιν».
Πρώτος ο Παλαμάς αντιμετώπισε τους Επτανήσιους ως ενιαίο σύνολο. Αρχηγός της σχολής είναι ο Σολωμός και μέλη της οι: Γεώργιος Τερτσέτης, Ιάκωβος Πολυλάς, Ιούλιος Τυπάλδος, Γεράσιμος Μαρκοράς, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και Ανδρέας Λασκαράτος. Καθένας χαράζει το δικό του δρόμο. Ο Παλαμάς στη μελέτη των επτανησίων διαρκώς προβαίνει σε συγκρίσεις με την Αθηναϊκή σχολή, η οποία κυρίως τον απασχολεί.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ξεκίνησε από τον Σολωμό αλλά δεν ανήκει αποκλειστικά στους Επτανησίους, είναι αυτόνομος. Αυτό που τον ξεχωρίζει είναι ότι πρώτος αυτός αξιοποίησε τη νεότερη ιστορία και εκφράζει την εθνική ψυχή. Σ’ αυτό είναι πρόδρομος του Κ. Παλαμά. Επιπλέον, έχει συνάφεια με τα δημοτικά τραγούδια. Ο Παλαμάς ομολογεί ότι οφείλει πολλά σ’ αυτόν: «Στον Βαλαωρίτη βρίσκεις ό,τι δε βρίσκεις στον Σολωμό» (Κ. Π.).
Οι δύο αυτοί ποιητές αλληλοσυμπληρώνονται.
Η περίοδος 1830-1880 ονομάζεται Αθηναϊκός Ρομαντισμός: Αθηναϊκή ποιητική σχολή και Πεζογραφία. Ο Κ. Παλαμάς χρησιμοποιεί τον όρο ρομαντισμός υποτιμητικά, γιατί θεωρεί ότι είναι κακέκτυπο του ευρωπαϊκού ρεύματος. Δεν απορρίπτει όλους τους ποιητές και την ποίηση της περιόδου αυτής. Είναι γνωστό ότι η γλώσσα είναι καθαρεύουσα. Ο Σολωμός και ο Βαλαωρίτης ανήκουν στο ρεύμα του ρομαντισμού, άλλο όμως ο επτανησιακός και άλλο ο αθηναϊκός ρομαντισμός, τον οποίο μελετά και καθορίζει τα όριά του (1830-1880).
Στην αξιολόγησή του ο Παλαμάς δε χρησιμοποιεί ως μόνο κριτήριο τη γλώσσα. Εξετάζει το έργο των: Α. Ρ. Ραγκαβή, Δημ. Παπαρρηγόπουλου, Σπ. Βασιλειάδη, Δημ. Βαλαβάνη, Αχ. Παράσχου, Αλ. Σούτσου. Από αυτούς ξεχωρίζει τους Παπαρρηγόπουλο, Βασιλειάδη και Βαλαβάνη. Στη διαμόρφωση της σχολής ρόλο έπαιξαν οι Πανεπιστημιακοί διαγωνισμοί ποίησης, καθώς και επιδράσεις ξένων (Λαμαρτίνου, Μπάιρον, Ουγκό κ.ά.). Όσον αφορά την καθαρεύουσα, παρατηρεί ότι άλλοι χρησιμοποίησαν μια γλώσσα προσιτή στο κοινό – δημοσιογραφική, άλλοι πάλι δουλεύουν πολύ περισσότερο τη γλώσσα και φτάνουν ως την αρχαΐζουσα. Τον Αλ. Σούτσο τον ξεχωρίζει για τις σάτιρές του και την κριτική που επηρέασε την κοινωνία της εποχής του. Ως καλύτερο ποιητή της περιόδου θεωρεί τον Παπαρρηγόπουλο που συμπαθούσε ο ίδιος από τα νεανικά του χρόνια. Λίγο κατώτερό του θεωρεί τον Παράσχο.
Η αντιποιητική Αθήνα του 19ου αιώνα δεν ευνοούσε την ανάπτυξη της πεζογραφίας. Ο Παλαμάς πιο πολύ ασχολήθηκε με την ποίηση παρά με την πεζογραφία της περιόδου. Ξεχωρίζει τα Απομνημονεύματα και την Πάπισσα Ιωάννα του Εμμ. Ροΐδη. Τα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη τα εξετάζει ως λογοτεχνικά κείμενα, θεωρώντας ότι είναι σταθμός του νεοελληνικού πεζού λόγου. Επίσης αναφέρεται στα πεζά έργα των Αλ. Ραγκαβή και Σπ. Ζαμπέλιου, που τους θεωρεί πατέρες της ιστορικής μυθιστορίας.
Ξεχωρίζει τον Παύλο Καλλιγά με το μυθιστόρημα «Θάνος Βλέκας» (1855) που εμπνέεται από τη σύγχρονη πραγματικότητα και τον Εμμανουήλ Ροΐδη με την «Πάπισσα Ιωάννα», που κατά τον Παλαμά είναι το χαρακτηριστικότερο έργο της προσωπικότητάς του. Σημειώνει πάντως ότι «στερείται δημιουργικής φλεβός. Είδωλα καταλύει, αλλά δεν ιδρύει βωμούς».
Κλείνοντας το κεφάλαιο η Β. Αποστολίδου παρατηρεί: «Ο Παλαμάς πιστεύει ακράδαντα πως υψηλή λογοτεχνία δεν μπορεί να υπάρξει σε τεχνητή γλώσσα, και επομένως η εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν μπορεί παρά να βασιστεί στη δημοτική γλώσσα. Στην πεποίθηση αυτή στηρίζεται η περιθωριοποίηση της αθηναϊκής σχολής και όλης της Σχολαστικής παράδοσης».
***
Και έρχεται η αλλαγή, το 1880. Συμβατικά η χρονολογία αυτή θεωρείται μια τομή στη νεοελληνική λογοτεχνία (και όχι μόνο): είναι η αφετηρία αλλαγής. Για την ακρίβεια η περίοδος 1880-1888 είναι μια μεταβατική περίοδος. Ο Παλαμάς παίζει σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την αλλαγή, όντας ένας από τους πρωταγωνιστές της.
Στις δύο επόμενες ενότητες θα προσεγγίσουμε το έργο του Κωστή Παλαμά.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής