Του Ανέστη Ταρπάγκου.

 

Η χρυσή 10ετία (1995-2004)

Στο συνολικό πλαίσιο καπιταλιστικής ανάπτυξης που αναδείχθηκε στην 12ετία 1996-2007, καταγράφηκε και η αντίστοιχη κατασκευαστική έκρηξη, τόσο στο επίπεδο των μεγάλων έργων της περιόδου, όσο και στο επίπεδο των ιδιωτικών οικοδομικών έργων, σε σημείο που η 10ετία 1995-2004 να μπορεί εύλογα να χαρακτηριστεί ως η «χρυσή 10ετία» του ελληνικού κατασκευαστικού κεφαλαίου. Πρόκειται για την περίοδο που τροφοδοτήθηκε η κατασκευή των μεγάλων έργων τεχνικής υποδομής κύρια στο επίπεδο των συγκοινωνιακών έργων , αλλά και άλλων υδραυλικών έργων, έργων διαχείρισης αποβλήτων, λιμενικών κ.λπ., στη βάση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων του 2ου και του 3ου ΚΠΣ, αλλά και των αντίστοιχων εθνικών πόρων.
Μια ολόκληρη 30αδα των μεγάλων κατασκευαστικών επιχειρήσεων της τότε 7ης Τάξης προχώρησαν στην είσοδό τους στο Χρηματιστήριο, στο έδαφος και της μείωσης των τραπεζικών επιτοκίων, επιτυγχάνοντας υπερκαλύψεις στα αναζητούμενα κεφάλαια πολλαπλάσιες των αρχικών τους επιδιώξεων. Ο ελληνικός κατασκευαστικός καπιταλισμός μετατρεπόταν σε οργανικό πλέον κλάδο της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας με ισχυρή οργανική σύνθεση κεφαλαίου, διευρυμένο κύκλο εργασιών και κερδοφορία που έφτανε το 12% της απόδοσης, ποσοστό υπερδιπλάσιο της αποδοτικότητας των ευρωπαϊκών τεχνικών επιχειρήσεων (4%-6%).
Η ισχυροποίηση, μεγέθυνση, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του τεχνικού κεφαλαίου σ’ αυτήν την περίοδο επιτεύχθηκε και χάρις στη συνεχή θεσμική παρέμβαση του αστικού κράτους, που λειτουργούσε καθαρά στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της κεφαλαιακής συσσώρευσης των εργοληπτικών εταιριών. Έτσι, στα μέσα της 10ετίας του 1990 προχώρησε στην ριζική αλλαγή του συστήματος δημοπράτησης των μεγάλων έργων, που αποτελούσαν το πεδίο ανάδειξης ενός οξύτατου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, εισάγοντας το σύστημα του «μαθηματικού τύπου» και την 8η Τάξη εταιριών (περί τις 40 μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες που είχαν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο), και οδηγώντας στον κλειστό διαμοιρασμό των εργολαβιών με εξαιρετικά χαμηλές εκπτώσεις. Από την άλλη πλευρά, με τη θέσπιση του νόμου για τις συγχωνεύσεις των εργοληπτικών επιχειρήσεων στην αρχή της 10ετίας του 1990, προκειμένου να επιταχυνθεί η συγκεντροποίηση του τεχνικού κεφαλαίου, να ενταθεί η οργανική του σύνθεση και να επέλθουν οικονομίες κλίμακας στην τεχνική οργάνωσή του: Ήδη από αυτό το μεταίχμιο άρχισαν να συγκροτούνται τα τρία μεγαλύτερα μέχρι σήμερα τεχνικά κατασκευαστικά συγκροτήματα της ΕΛΛΑΚΤΩΡ (με την εξαγορά και συγχωνεύσεις πληθώρας τεχνικών εταιριών όπως της ΑΚΤΩΡ, ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗΣ, ΤΕΒ, ΠΑΝΤΕΧΝΙΚΗΣ κ.λπ.), της J & P – ΑΒΑΞ (με τη συγχώνευση επιπρόσθετα της ΕΤΕΘ, ΑΘΗΝΑΣ κ.ά.), και της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, με εξαιρετικά σημαντική κεφαλαιοποίηση (ΕΛΛΑΚΤΩΡ 949 εκατ., ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ 441 εκατ., J & P – ΑΒΑΞ 245 εκατ.).    
Σ’ ολόκληρη αυτήν τη διαδικασία μεγέθυνσης και συγκεντροποίησης του κατασκευαστικού κεφαλαίου, βαρύνοντα ρόλο διαδραμάτισε το γεγονός ότι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), με το σύνολο των συγχρηματοδοτούμενων και εθνικών πόρων, χρησιμοποιήθηκε ως «εργαλείο» ενός υποτονικού κεϋνσιανισμού (εν μέσω της γενικευμένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής), καταγράφοντας αύξηση των χρησιμοποιουμένων κονδυλίων από το 3,3% του ΑΕΠ (1995) στο 5,3% στο μεταίχμιο του 2000 (1999 – 2001). Το αποτέλεσμα ήταν ο κλάδος των κατασκευών να συμβάλει στο 8,5% στη δημιουργία του ΑΕΠ και να απασχολεί το 8,2% του συνολικού εργατικού δυναμικού, δηλαδή 386.900 άτομα, από τα οποία 113.600 ανήκουν στην αστική τάξη και στα πολυπληθή μικροαστικά στρώματα (30%), και 273.000 ανήκουν στην εργατική τάξη των κατασκευών (70% τεχνίτες, εργάτες, χειριστές, μισθωτοί τεχνικοί, οδηγοί, διοικητικό προσωπικό).
Παράλληλα στη διάρκεια αυτής της «χρυσής 10ετίας» στην εξέλιξη του ελληνικού κατασκευαστικού καπιταλισμού, επισυμβαίνουν δύο γεγονότα σημαντικής πολιτικής και οικονομικής φύσης που έμελλαν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη:
Από τη μια πλευρά, ξεκινάει η σταθερή πλέον εγκατάσταση στην ελληνική κατασκευαστική αγορά των μεγάλων ευρωπαϊκών κατασκευαστικών συγκροτημάτων, που στην αρχική φάση λειτούργησαν ηγεμονικά σε ορισμένα μεγάλα έργα: Hochtief στο αεροδρόμιο των Σπάτων με Έλληνες υπεργολάβους, Vinci στη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, Impregilo στο μετρό Θεσσαλονίκης. Dragados στην Ιόνια Οδό κ.λπ.
Από την άλλη πλευρά, μπήκε σε κίνηση η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης των μεγάλων τεχνικών κατασκευών, με την πιλοτική χρησιμοποίηση των συμβάσεων παραχώρησης (αυτοχρηματοδότησης και στη συνέχεια μακροχρόνιας ιδιωτικής εκμετάλλευσης) στην Αττική Οδό, στον αερολιμένα Σπάτων και στην ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου.
Από την άποψη των ταξικών συσχετισμών αυτήν την περίοδο (που σε χοντρές γραμμές συνέπεσε με την 8ετία του «εκσυγχρονισμού και της αναδιάρθρωσης» του ΠΑΣΟΚ 1996-2004), εκείνο που την χαρακτήρισε γενικότερα στάθηκε η έντονη εκμετάλλευση του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού, που στελέχωσε μαζικά τις κατώτερες-εκτελεστικές θέσεις του ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας, και επιπρόσθετα η γενικευμένη εφαρμογή της πρακτικής της υπεραπασχόλησης στο σύνολο των εργοταξίων (γενίκευση 10ωρου – 6μερου – 60ωρου), με την ταυτόχρονη αύξηση των εργατικών αποδοχών (λόγω, όμως, αποκλειστικά της υπερωριακής απασχόλησης).
Αυτοί οι δύο καθοριστικοί παράγοντες συνέτειναν, με τη συνέργεια του συνολικότερου «εργοδοτικού εκφυλισμού» του θεσμικού συνδικαλιστικού κινήματος, στην αποψίλωση μέχρις εξαφάνισης στην εργοταξιακή πραγματικότητα των μορφών εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης με ελάχιστες εξαιρέσεις απεργιακής ή κοινωνικής κινητοποίησης.

 

Η κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης

Ωστόσο, στην 5ετία που ακολούθησε τη «χρυσή 10ετία» και που συμπίπτει με την κυβερνητική διαχείριση της Ν.Δ. (2004-2009), αναδεικνύεται σταδιακά η κρίση υπερσυσσώρευσης του ελληνικού κατασκευαστικού κεφαλαίου, που, βέβαια, δεν προσλαμβάνει άμεσα τα χαρακτηριστικά της κατάρρευσης, όμως εκδηλώνεται κυρίαρχα με την σοβαρότατη διαχρονική υποχώρηση του μέσου ποσοστού κέρδους στον κλάδο, παρόλο που ο κύκλος εργασιών του συνεχίζει να παραμένει σταθερός ή και να αυξάνει. Κι αυτό παρά τη διατήρηση ενός υψηλού ρυθμού ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ κατά 3% και τη σχετική μείωση της ανεργίας στο 8% αυτήν την 5ετία. Συγκεκριμένα και σε ό,τι αφορά τις τεχνικές εταιρίες του Χρηματιστηρίου, που καλύπτουν την μερίδα του λέοντος στα κεφάλαια, τζίρο και κέρδη, ενώ στα 2004 ο κύκλος εργασιών τους φτάνει τα 3,262 δισ. και η κερδοφορία τους τα 319 εκατ., με ποσοστό έτσι κέρδους 9,8%, μετά από σχετικές διακυμάνσεις στη διάρκεια της 5ετίας, στα 2008 και ενώ ο τζίρος εμφανίζεται σαφέστατα αυξημένος στα 5,083 δισ., η κερδοφορία τους ανέρχεται μόλις στα 207 εκατ., δηλαδή το ποσοστό κέρδους τους πέφτει στα 4,1%.
Η κρίση αυτή προήλθε από το σταδιακό περιορισμό των πεδίων παραγωγικής αξιοποίησης του επενδυμένου και συγκεντροποιημένου τεχνικού κεφαλαίου στην προηγούμενη «χρυσή 10ετία», με κύρια αφετηρία τη στρατηγική επιδίωξη του αστικού κράτους για τη συρρίκνωση του ΠΔΕ και των συνακόλουθων κοινοτικών χρηματοδοτήσεων. Αυτό ενώ σε ονομαστικές τιμές αυξάνονταν σε όλη τη διάρκεια της 10ετίας του 2000 (από τα 7,421 δισ. το 2000 στα 10,300 δισ. στα 2010), εντούτοις, όμως, ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνονταν συνεχώς από το 5,3% του μεταιχμίου του 2000 στο 3,5% πρόσφατα).
Η ιστορική συρρίκνωση μέχρις εξαφανίσεως του ΠΔΕ από τα μέσα της 10ετίας του 2000 και μέχρι σήμερα, αντιπροσωπεύει στρατηγική επιδίωξη του σύγχρονου αστικού κράτους, για δύο συμπληρωματικούς λόγους:
Από τη μια πλευρά το ΠΔΕ επιβίωσε ως μια μορφή ενός υποτονικού κεϋνσιανισμού ακόμη και στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, που εφαρμόστηκε με αφετηρία το 1990, ωστόσο, όμως, από το 2004 και μετά τέθηκε στο στόχαστρο με βάση τον επιδιωκόμενο περιορισμό των δημόσιων κοινωνικών δαπανών, που επέβαλαν στο δημοσιονομικό επίπεδο οι ευρωπαϊκές συμβάσεις όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας κ.λπ.. Το αστικό κράτος καλούνταν να απομακρυνθεί από τις δημόσιες αναπτυξιακές κοινωφελείς επενδύσεις, γιατί οδηγούσαν σε αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε ποσοστά άνω του 3%. Η κάλυψη της χώρας κεντρικά και περιφερειακά σε έργα κοινωφελούς υποδομής θα επιχειρούνταν στο εξής να γίνεται με ιδιωτικοποιημένες διαδικασίες χρηματοδότησης και εκμετάλλευσης.
Από την άλλη πλευρά, οι τρεις μεγάλες συμβάσεις παραχώρησης που είχαν πραγματοποιηθεί στη διάρκεια της «χρυσής 10ετίας» (1995-2004), είχαν ανοίξει ήδη το δρόμο σε μια τέτοια κατεύθυνση ιδιωτικοποίησης και επικουρικά ήρθε να προστεθεί και η διαδικασία των Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Σε αντίστοιχο ακριβώς δρόμο κινήθηκε στη συνέχεια η κατασκευή με αυτοχρηματοδότηση των πέντε μεγάλων οδικών αξόνων όπως της Ιόνιας Οδού, του αυτοκινητοδρόμου Κεντρικής Ελλάδας (Ε 65 σύνδεσης ΠΑΘΕ και Εγνατίας Οδού) και των οδικών αξόνων της Πελοποννήσου, με αναδόχους κοινοπραξίες ευρωπαϊκών και ελληνικών ομίλων και με χρηματοδότηση από την υπέρμετρη επιβάρυνση της κυκλοφορίας με υπέρογκα διόδια στους ήδη κατασκευασμένους οδικούς άξονες (ΠΑΘΕ κ.ά.).

 

Από την κρίση στην κατάρρευση των τεχνικών κατασκευών (2008-2010)

Η εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης υπερσυσσώρευσης της πραγματικής οικονομίας από τα τέλη του 2008 και μέχρι σήμερα, καθώς και η υιοθέτηση της αντεργατικής καταιγίδας στο πρώτο εξάμηνο του 2010 (Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, πακέτα αντεργατικών μέτρων, Μνημόνιο και νόμοι εφαρμογής του για τη διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης και των εργασιακών δικαιωμάτων κ.λπ.), επέφεραν στην κρίση υπερσυσσώρευσης του καπιταλιστικού κλάδου την χαριστική βολή, προσδίδοντάς της χαρακτηριστικά κατάρρευσης. Στο επίπεδο της απασχόλησης στο 2009 καταγράφεται σημαντική μείωση σε σχέση με το 2008 κατά 7% (27.000 θέσεις εργασίας), ενώ στη διάρκεια του 2010 καταγράφεται νέα μείωση κατά 7,4% έναντι του 2009 (23.700 θέσεις εργασίας). Αθροιστικά μείωση των θέσεων εργασίας στον κατασκευαστικό κλάδο στη διετία κατά 60.700. Η συμμετοχή του κλάδου στην ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ από το 8,5%, που ήταν στο μεταίχμιο του 2000, πέφτει στο 5,3% στο 2009, για να μειωθεί ακόμη περισσότερο στο 3,9% στη διάρκεια του 2010.
Στο πεδίο των επιχειρηματικών επιδόσεων των εργοληπτικών επιχειρήσεων η πτώση του ποσοστού κερδοφορίας τους συνεχίζεται: Κατά το 2008 τέσσερεις στις δέκα εταιρίες 7ης τάξης καταγράφουν ζημιές, ενώ εξίσου ζημιές καταγράφουν τέσσερεις στις εννέα εταιρίες 6ης τάξης, ενώ και το μέσο ύψος ζημιών τους αυξάνει από τα 1,2 εκατ. στα 4,5 εκατ. Αλλά και το 2009 το 17% των εργοληπτικών εταιριών εμφανίζουν ζημιές, ενώ το 69% των επιχειρήσεων παρουσιάζει επιδείνωση του τζίρου και της κερδοφορίας τους.
Στα ιδιωτικά οικοδομικά έργα εμφανίζεται το 2008 μείωση έναντι του 2007 κατά 21,7%, το 2009 μείωση κατά 16,3% έναντι του 2008 και το 2010 μείωση κατά 16,8% έναντι του 2009. Στα έργα πολιτικού μηχανικού (δημόσιες κατασκευές) στη διάρκεια του 2010 ο δείκτης παραγωγής εμφανίζεται μειωμένος κατά 22,4% έναντι του 2009, ενώ οι ακαθάριστες επενδύσεις στις κατασκευές μειώνονται κατά 24,8% το 2010 έναντι του 2009. Μεγάλες πλέον τεχνικές επιχειρήσεις του κατασκευαστικού κλάδου οδηγούνται στη μέγγενη του τραπεζικού κεφαλαίου, το οποίο και καθορίζει πλέον το μέλλον τους: Η ΕΝΤΕΧΝΟΣ εντάσσεται στο άρθρο 99 του Νόμου 3588/2007, όπως και η ΑΦΟΙ ΜΕΣΟΧΩΡΙΤΗ προκειμένου να επιτύχουν ευνοϊκή ρύθμιση χρεών και κεφάλαια κίνησης. Το ίδιο και η ΕΔΡΑΣΗ – ΨΑΛΛΙΔΑΣ που ζητά τραπεζικό δάνειο κίνησης 15 εκατ., ενώ η ΜΗΧΑΝΙΚΗ διαπραγματεύεται με τις τράπεζες ομολογιακό δάνειο 135 εκατ., τη στιγμή που η ΑΤΤΙΚΑΤ, η ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ και η ΑΕΓΕΚ ρευστοποιούν τις «χρυσές» συμμετοχές τους στα ιδιωτικοποιημένα έργα της Αττικής Οδού και της Γέφυρας Ρίου – Αντιρρίου.
Αυτή η κρίση υπερσυσσώρευσης του κλάδου των κατασκευών προσλαμβάνει χαρακτηριστικά κατάρρευσης στην τελευταία διετία της γενικευμένης καπιταλιστικής-χρηματοπιστωτικής κρίσης και του Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και υπερεθνικού καπιταλιστικού διευθυντηρίου, στο μέτρο που:
Το ΠΔΕ ως μορφή δημόσιων επενδυτικών δαπανών τείνει πλέον στη διάρκεια του 2010 να καταργηθεί, εφόσον παρουσιάζει ήδη απομείωση κατά 36%, προκειμένου να συγκρατηθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 8% για φέτος από το 13% που ήταν πέρυσι, τάση που προβλέπεται να συνεχιστεί και μέχρι το 2012, οπότε και το ΠΔΕ θα έχει παραφθαρεί μέχρις αφανισμού.
Ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός των τεχνικών κεφαλαίων στο μέτρο που οι δημοπρατήσεις δημόσιων έργων έχουν συρρικνωθεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί παραγωγικό τεχνικό αντικείμενο, οδηγεί τις χορηγούμενες εκπτώσεις σε πρωτοφανή επίπεδα της τάξης του 65% για υδραυλικά έργα και 50% για οικοδομικές κατασκευές. Οι συνέπειες είναι η άκρατη εντατικοποίηση και εκμετάλλευση του εργατικού και τεχνικού προσωπικού προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι υπερμεγέθεις εκπτώσεις, οι συστηματικές κακοτεχνίες στην κατασκευή και η παραπέρα απομείωση της κερδοφορίας των τεχνικών εταιριών. Τέλος, το ίδιο το αστικό κράτος, πέρα από τον περιορισμό του ΠΔΕ, έχει προχωρήσει σε ντεφάκτο στάση πληρωμών στον κατασκευαστικό κλάδο, με τις υποχρεώσεις του προς τις εργοληπτικές επιχειρήσεις για πιστοποιημένες εργασίες να φτάνουν τα 2 δισ., πράγμα που προκαλεί πολύμηνες καθυστερήσεις πληρωμών των εργαζομένων και οικονομική ασφυξία των κατασκευαστικών εταιριών.

 

Η αντιφατική εργοδοτική πολιτική και η εναλλακτική αριστερή διέξοδος

Προκύπτει, συνολικά, ότι η σημερινή κρίση των τεχνικών κατασκευών παρουσιάζει ακραία και δύσκολα υπερβάσιμα χαρακτηριστικά, στο βαθμό που συνεχιστεί η πολιτική της απομάκρυνσης του αστικού κράτους από τις δημόσιες κοινωφελείς επενδύσεις, στο μέτρο που προωθείται χωρίς μεταλλαγές η εφαρμογή του Μνημονίου, και καταγράφεται η επιμονή στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων τεχνικών έργων. Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση γενικευμένης παραγωγικής καταστροφής, πώς διαμορφώνεται η στάση της ιθύνουσας αστικής εργοδοσίας των κατασκευών, και αντίστοιχα η πολιτική αντιμετώπιση των εργατικών λαϊκών και αριστερών δυνάμεων; Γιατί, βέβαια, η συνέχιση αυτής της παραφθοράς και στην επόμενη διετία θα προκαλέσει στα σίγουρα φαινόμενα κοινωνικής σήψης και θα οδηγήσει οικονομικά σε «κρανίου τόπο» τον κατασκευαστικό κλάδο.
Οι εργοδοτικές οργανώσεις των τεχνικών κατασκευών και πρωτίστως ο ΣΑΤΕ (που εκφράζει τα ευρύτερα στρώματα της αστικής τάξης), αλλά και εξίσου πλέον και ο ΣΤΕΑΤ (που συσπειρώνει τις 35 μεγαλύτερες εταιρίες του κλάδου), είναι εκ της φύσεώς τους εγκλωβισμένες σε μια θεμελιώδη αντίφαση, η οποία και είναι ανυπέρβλητη, και γι’ αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε διέξοδο, από την ίδια τη σκοπιά των αστικών αναπτυξιακών συμφερόντων. Συγκεκριμένα:
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο και κυρίως προβάλλουν την ανάγκη εφαρμογής, διεύρυνσης και ενίσχυσης του ΠΔΕ και εκτεταμένων δημόσιων επενδύσεων σε έργα υποδομής, προκειμένου να εξασφαλίσουν παραγωγικό αντικείμενο για τη λειτουργία και την κερδοφόρα απόδοση των κεφαλαίων τους.
Τέλος, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, ως οργανική συνιστώσα της ελληνικής αστικής τάξης, λειτουργούν υποστηρικτικά στις διατάξεις του Μνημονίου, στην εφαρμογή της δρακόντειας δημοσιονομικής πειθάρχησης, στην πλήρη κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης, στην ολοκληρωτική αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων.
Ειδικά, μάλιστα, για την κατασκευαστική εργοδοσία, αυτό το συνολικό μίγμα πολιτικής γραμμής αποδεικνύεται άκρως αντιφατικό και συστηματικά αδιέξοδο. Γιατί, ακριβώς, υποστηρίζει μια πολιτική κατεύθυνση της οποίας το ένα σκέλος αναιρεί ευθέως το άλλο. Πώς να στοιχειοθετηθεί η νεοκεϋνσιανή της επιδίωξη για την ευρεία επέκταση των δημοσίων επενδύσεων σε έργα υποδομής, όταν αυτή συνοδεύεται από τη στήριξή της στον άκρατο νεοφιλελευθερισμό του αστικού δικομματισμού, που ευθέως αποσκοπεί στη στρατηγική κατάργηση του ΠΔΕ, στην ιδιωτικοποίηση των δημοσίων κατασκευών και στις απεριόριστες δημοσιονομικές περικοπές που επιβάλλει το Μνημόνιο και το Πρόγραμμα Σταθερότητας; Μ’ αυτήν την έννοια η πλειονότητα των εργοδοτικών δυνάμεων του κατασκευαστικού κλάδου, λόγω αυτής της εγγενώς αντιφατικής τους τοποθέτησης, θα συνεχίσουν και στην επόμενη διετία να βυθίζονται στην κρίση, επιφέροντας ολέθριες κοινωνικές συνέπειες στην εργατική τάξη (μαζική ανεργία, ριζική αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, μακροχρόνιες καθυστερήσεις πληρωμών, εισοδηματική καθήλωση) και γενικευμένη σήψη στον κλάδο.
Η σωτηρία των τεχνικών κατασκευών, ως παραγωγικού τομέα της οικονομίας και απασχόλησης ενός σημαντικού τμήματος της μισθωτής εργασίας, ταυτίζεται σήμερα με τις ανάγκες σωτηρίας της ίδιας της εργατικής τάξης των κατασκευών, στην οποία και εναπόκειται να αναδείξει τις κατευθύνσεις εναλλακτικής διεξόδου. Αυτή προϋποθέτει πρωταρχικά την ανατροπή της πολιτικής γραμμής του Μνημονίου, της συρρίκνωσης του ΠΔΕ, της στρατηγικής ιδιωτικοποίησης των τεχνικών κατασκευών, και προφανώς της κυβερνητικής εξουσίας του αστικού δικομματισμού που τα υπηρετεί. Εμπεριέχει εναλλακτικά την αναβάθμιση και επέκταση των δημοσίων επενδύσεων σε κοινωφελή έργα υποδομής, πράγμα, ωστόσο, που για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει την εθνικοποίηση πλέον του τραπεζικού συστήματος και τη δραστική αύξηση της φορολογίας των καθαρών επιχειρηματικών κερδών όλης της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, την ανάδειξη μορφών κοινωνικών παραγωγικών φορέων μελέτης, κατασκευής, συντήρησης των τεχνικών υποδομών της χώρας, με την αξιοποίηση του υπάρχοντος παγίου κεφαλαίου και του υψηλά εξειδικευμένου εργατικού, τεχνικού και επιστημονικού δυναμικού, με εκτενείς και δραστικές μορφές εργατικού λαϊκού ελέγχου. Μια τέτοια προοπτική δεν μπορεί πλέον σήμερα παρά να εγγράφεται σε μια συνολική κυβερνητική πολιτική ανατροπή που αναδεικνύει την αριστερή εναλλακτική διέξοδο με κατεύθυνση τη σοσιαλιστική αναδιοργάνωση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!