Γιατί δέχτηκε επίθεση το Ιράν

Του Αλμπέρτο Νέγκρι

 

Η ανάληψη της ευθύνης της επίθεσης στην Τεχεράνη από τον ISIS έχει καταντήσει σήμα κατατεθέν, ένα είδος ματωμένης σφραγίδας πάνω στην εξωτερική πολιτική δεκαετιών του Ιράν αντιπαράθεσης της ισλαμικής δημοκρατίας του Ιράν και σε ένα σουνιτικό κόσμο που ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με την ιδέα μιας «σιιτικής Ημισελήνου».

Το Ιράν δέχτηκε επίθεση επειδή είναι το κράτος εκείνο της Μέσης Ανατολής που εδώ και καιρό και πιο αποτελεσματικά παλεύει ενάντια στον σουνιτικό τζιχαντισμό: το κάνει στο Ιράκ με τους Πασνταράν του στρατηγού Σολεϊμανί, στο πλευρό της σιιτικής πλειοψηφίας της Βαγδάτης, το κάνει στη Συρία υποστηρίζοντας το αλαουιτικό καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ ή στον Λίβανο υποστηρίζοντας τη Χεζμπολάχ, που βρίσκεται σε μόνιμη αντιπαράθεση με τις ριζοσπαστικές σουνιτικές ομάδες.

Επίσης, το Ιράν είναι μια χώρα με ευάλωτα και διάτρητα σύνορα: ανατολικά συνορεύει με το Αφγανιστάν, όπου οι Ταλιμπάν ήταν ανέκαθεν εχθροί της ισλαμικής δημοκρατίας και στο Μπαλουχιστάν, όπου δρα η τρομοκρατική σουνιτική ομάδα των Τζαντουλλάχ, οι «στρατιώτες του Θεού», που τα τελευταία χρόνια έκαναν πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις στην περιοχή.

Εξάλλου, οι πυρήνες του ISIS υποστηρίζονται από μια σημαντική αραβική μειοψηφία του Κόλπου. Στη Δύση υπάρχουν τα σύνορα με την Τουρκία, το Κουρδιστάν και το Ιράκ, όπου η Τεχεράνη είναι σε πόλεμο με τα σουνιτικά ριζοσπαστικά κινήματα που αποτελούνται από το Χαλιφάτο, μέχρι τις ομάδες που συνεργάζονται με την Αλ Κάιντα.

Όμως το Ιράν, είναι επίσης η χώρα που από καιρό βρίσκεται στο στόχαστρο των Εμιράτων του Κόλπου και της Σαουδικής Αραβίας, που δεν δίστασαν πρώτα να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο του Σαντάμ Χουσεΐν τη δεκαετία του 1980 ενάντια στην ισλαμική δημοκρατία, και μετά τις ομάδες των τζιχαντιστών, προκειμένου να ρίξουν το καθεστώς Άσαντ της Συρίας με έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων.

To Ιράν στην περιοχή αυτή εκμεταλλεύτηκε συχνά τους λαθεμένους υπολογισμούς των άλλων παιχτών, ιδιαίτερα των ΗΠΑ: ήταν οι Αμερικάνοι που εξουδετέρωσαν τους Ταλιμπάν στην Καμπούλ το 2001 και στη συνέχεια τον Σαντάμ το 2003.

Είναι προφανώς περίεργο πώς η Δύση πάντα ήταν ενάντια στην Τεχεράνη και ποτέ ενάντια στα Εμιράτα του Κόλπου, που ήταν σύμμαχοι αναξιόπιστοι και ασταθείς.

Η μεγαλύτερη ενοχή του Ιράν ήταν ότι με τη βοήθεια της Χεζμπολάχ αποτελούσε άμεση απειλή για την ηγεμονία του Ισραήλ -ιστορικό σύμμαχο της Ουάσιγκτον, που δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τη σιιτική τους αντίσταση ούτε με τον πόλεμο του 2006. Τα Εμιράτα του Κόλπου θεωρήθηκαν καλύτερα από την Τεχεράνη, γιατί οι ΗΠΑ έχουν ισχυρούς δεσμούς με το Ριάντ: εξάλλου οι πετρελαιομοναρχίες είναι πελάτες και πρώτης γραμμής επενδυτές στις ΗΠΑ και στις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες, από τη Μεγάλη Βρετανία μέχρι τη Γαλλία.

Όλες οι μεγαλύτερες αμερικανικές βάσεις στη Μέση Ανατολή βρίσκονται στον Κόλπο, από το Μπαχρέιν όπου ελλιμενίζεται ο πέμπτος αμερικανικός στόλος, μέχρι το Κατάρ, και το Κουβέιτ. Κοντολογίς, η Δύση έχει κάνει μια επιλογή στη βάση των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών της συμφερόντων: τάσσεται στο πλευρό των αράβων και των σουνιτών σε βάρος των ιρανών περσών και των σιιτών αράβων, που αποτελούν μια μειοψηφία 15% του μουσουλμανικού κόσμου.

Μια αντιπαράθεση που εκδηλώνεται με έναν έντονο ανταγωνισμό ανάμεσα στη θρησκευτική γουαχαμπίτικη ιδεολογία των Σαούντ, μοναρχία απόλυτη και οπισθοδρομική, και τον ιρανικό σιιτισμό, που με την ισλαμική δημοκρατία, που προέκυψε από την επανάσταση του Χομεϊνί το 1979, ενίσχυσε ένα εκλογικό σύστημα του οποίου πρόσφατο παράδειγμα ήταν οι προεδρικές εκλογές στις 19 Μαΐου, που ανέδειξαν για δεύτερη φορά τον Χασάν Ροχάνι.

Αυτή η διατάραξη της ισορροπίας υπέρ των σουνιτών, που διαταράσσονται από τεράστιες αντιθέσεις, μετριάστηκε εν μέρει από την πολιτική που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ για να εξισορροπήσουν το συσχετισμό δύναμης, που συγκεκριμενοποιήθηκε το 2015, με τη συμφωνία για τα πυρηνικά.

Αλλά οι κυρώσεις κατά του Ιράν άρθηκαν μόνο εν μέρει: παραμένουν σε ισχύ οι αμερικανικές χρηματιστικοπιστωτικές κυρώσεις. Που εν τοις πράγμασι απαγορεύουν και στις άλλες δυτικές χώρες, σαν την Ιταλία, να υπογράψουν μεγάλης βαρύτητας συμφωνίες με το Ιράν.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Ο πόλεμος στη Συρία δεν θα επιλυθεί εύκολα: το Ιράν με την παρέμβαση της Ρωσίας κατάφερε να διατηρήσει στην εξουσία τον Άσαντ, αλλά οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Ιορδανία προσπαθούν να παρεμποδίσουν τον ιρανικό διάδρομο ανεφοδιασμού της Δαμασκού και της Χεζμπολάχ και αυτός είναι άλλος ένας εν εξελίξει πραγματικός πόλεμος, εκτός από εκείνον που διεξάγεται ενάντια στον ISIS στη Ράκκα και τη Μοσούλη.

Θα αλλάξουν τα πράγματα; Ο Τραμπ ενστερνίστηκε τις απόψεις της Σαουδικής Αραβίας, που υποστηρίζεται από το Ισραήλ, και θέλει να παρουσιάσει τον πόλεμο ενάντια στο Χαλιφάτο πως δήθεν στρέφεται ενάντια στην ιρανική επιρροή στην περιοχή. Θα δούμε τώρα, μετά τα χτυπήματα στην Τεχεράνη, τις αντιδράσεις της Δύσης, αλλά είναι αρκετά δύσκολο να ξεπεραστούν αντιθέσεις που κρατούν εδώ και δεκαετίες.

 

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα il Sole 24 Ore)

Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!