του Γιάννη Σχίζα

Όταν ανατρέχω σε ένα παρωχημένο είδος όπως το Γουέστερν, φέρνω στο νου μου πριν απ’ όλα τον Ιλάϊ Γουάλας. Τον άνθρωπο που δεν έγινε πρωτοκλασάτο κινηματογραφικό όνομα στη διάρκεια της 98χρονης ζωής του, που έληξε πριν 10 περίπου χρόνια, όμως υπήρξε αδιαμφισβήτητα από εκείνους τους «τύπους» που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Έπαιξε σε πολλά φιλμ, σε 90 ταινίες, μέχρι και στον «Αόρατο συγγραφέα» του Πολάνσκυ – έργο που έμεινε αξέχαστο στους πολιτικοποιημένους σινεφίλ γιατί έκανε «φύλλο και φτερό» τη προσωπικότητα του Τόνυ Μπλαιρ: Ενός πρώην πρωθυπουργού της Αγγλίας, που λέγεται ότι είχε σχέσεις με τις αμερικανικές υπηρεσίες και γι’ αυτό το λόγο γνώρισε την απογείωση στην καριέρα του. Έχω τη γνώμη ότι ο Γουάλας έμεινε αξέχαστος για τη συμμετοχή του στο έργο του Σέρτζιο Λεόνε «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», όπου έπαιζε προφανώς τον άσχημο, σκατόφατσα ων… Κι ακόμη έχω τη πεποίθηση ότι κάποιοι παλιοί σινεφίλ ξεκαρδίζονται ανακαλώντας στη μνήμη τους την ιστορική σκηνή, όπου ο Γουάλας, καλυμμένος από τους αφρούς του μπάνιου σε κάποιο μοτέλ της άγριας Δύσης όπου είχε πάει να ξεκουραστεί, δέχεται τη εκδικητική εισβολή ενός παλιού θύματός του: Το θύμα οπλοφορεί και τον περιλούει με κατηγορίες και ποικίλες ύβρεις, μέχρι που ο Γουάλας τον πυροβολεί από το βάθος των αφρών με το πιστόλι του, που δεν αποχωρίζεται ούτε και στη μπανιέρα! Και εν είδει φιλοσοφικού στοχασμού εκφωνεί με τα μεξικανοπρεπή αγγλικά του –προφανώς κατά τις υποδείξεις του σκηνοθέτη– ένα αξιοπρόσεκτο γνωμικό: When you are about to shoot, shoot, do not talk… (Όταν είναι να πυροβολήσεις, πυροβόλησε, μην μιλάς)…

Μέχρι και εξιταλισμένο Γουέστερν…

Το Γουέστερν στη τελευταία περίοδό του χρησιμοποίησε πολλά τρικ, πέρα από τη μεξικανοποίηση ενός γεννημένου στο Μπρούκλιν, όπως ο Γουάλας. Υπήρξαν πιστολίδια και τουφεκίδια, με ακρίβεια που θα τη ζήλευε ακόμη και το τελευταίο διαστημικό εγχείρημα στον Κρόνο, υπήρξε μέχρι και κάποιος «εξιταλισμός» του γουέστερν –που του έδωσε το ιταλοπρεπές όνομα «σπαγγέτι» – υπήρξαν πολεοδομικά στερεότυπα όπως το σαλούν, το μικρό ξενοδοχείο, η τράπεζα, το γραφείο κηδειών, το πρόχειρο κρατητήριο του σερίφη, ο «ανθρωπιστικός» απαγχονισμός κακοποιών σε δημόσια θέα, το δικαίωμα των κακοποιών να εκφωνούν κάποιο τελευταίο λόγο, που πήραν απίθανες φόρμες. Υπήρξε μια παρέλαση διαφορετικών τύπων και υποθέσεων, που ιστορικά εδραζόταν σε κάτι παραπάνω από μισό αιώνα: Από τα μέσα του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ού, από εξαθλιωμένους Ινδιάνους που όμως έστελναν στον άλλο κόσμο τον στρατηγό Κάστερ ή έπαιρναν το σκαλπ των λευκών, έως τις εισβολές μεγαλοκαπιταλιστών σε αγροτική γη για την εξόρυξη μετάλλων ή για την αναζήτηση νερού, από την εισβολή του σιδηροδρόμου με τα ωραία πλάνα των ερυθρόδερμων να κραυγάζουν, από την αναγνωρισμένη αυτοδικία και αυτοάμυνα με το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα της ατομικής οπλοφορίας, έως το τελικό κρατικό μονοπώλιο της βίας.

Το γουέστερν παίχθηκε κατά κόρον στην ελληνική κοινωνία, κι αυτό δεν οφειλόταν σε μια απλή περιπετειώδη ιδιαιτερότητα που μαγνήτιζε τα βλέμματα της εποχής, αλλά στην αίγλη που απέπνεε ο Νέος Κόσμος, στην περίσσεια πόρων, χώρων, ευκαιριών και σκηνικών, που έρχονταν σε αντίθεση με τις ελλείψεις του Παλαιού. Στα πλαίσια μιας ετεροχρονισμένης εξέλιξης, πολύ μετά τους αδελφούς Μαρκς που σάρκαζαν την Άγρια Δύση, η ελληνική νεολαία των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών εντρυφούσε σε ένα μη-καθωσπρέπει έντυπο όπως «Η Μάσκα», ενώ σε ημιλούμπεν κινηματογράφους της Αθήνας όπως η «Αλάσκα», το «Αθηναϊκόν», το «Νέο Ροζικλαίρ» και άλλα, υπήρχαν θεατές που, σαν παιδάκια-αναγνώστες παραμυθιών, παρακολουθούσαν 3 και 4 φορές το ίδιο «καμπόικο» – κατά τα κουτσοenglish της εποχής…

Διάλογος με τον Μπαρτ

Χαρακτηριστική ήταν η αφήγηση ενός «θαμώνα», που περιέλαβα σε κείμενό μου υπό τον τίτλο «Κινηματογράφος και Πόλη»: Η αφήγηση αφορούσε τη προβολή φιλμ, στη τελευταία σκηνή του οποίου ο Μπαρτ Λάνκαστερ «καθάριζε» τον κακό, στριφογυρνούσε τα κολτ στα χέρια του, τα τοποθετούσε στη θήκη τους, έστρεφε τα νώτα στους θεατές και βάδιζε προς το βάθος – ενώ η μουσική έπαιζε επικούς τόνους και στην οθόνη κυριαρχούσαν οι χρυσοκίτρινες ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος. Ένας «σινεφίλ» του Αθηναϊκού, που είχε δει το έργο δυοτρειςτέσσερειςπέντε φορές, φώναξε μέσα στη κινηματογραφική αίθουσα «Ε, Μπαρτ, δε θα πεις ένα γεια;» – και ο Μπαρτ πραγματικά γύρισε και χαιρέτισε τους θεατές! Φυσικά όχι γιατί συμμορφώθηκε με το αίτημα του συγκεκριμένου ατόμου, αλλά γιατί έτσι ήταν στο σενάριο του έργου!

Με το Γουέστερν πάντως δεν γελάσαμε και πολύ, αν εξαιρέσει κανείς τη «Λησταρχίνα» με το άλογο που κουτσοκοιμώνταν και το τσέχικο φιλμ «Τζο ο Λεμονάδας» – που είχε πολλαπλές και αντισυμβατικές στοχεύσεις, που βασιζόταν στην κόλα-λόκα χωρίς να φείδεται ενός Δυτικού συμβόλου όπως η κόκα κόλα. Ήταν ένα έξοχο προϊόν της Άνοιξης της Πράγας – μια καθάρια και σαρκαστική ματιά στην ενότητα φιλμογραφίας και κοινωνίας… Το Γουέστερν είχε σαν επίκεντρο την ανθρώπινη περιπέτεια, όμως διέθετε κι ένα μεγαλειώδες σκηνικό που συχνά έκανε σκηνοθετικές και υποκριτικές αδεξιότητες να είναι συγχωρητέες. Ήταν το σκηνικό για το οποίο μιλούσε εκστασιασμένος ο Sir Francis Head, Ύπατος Αρμοστής της Αγγλίας στον Καναδά, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα: «Ο ουρανός στην Αμερική φαίνεται απείρως υψηλότερος, ο αέρας είναι δροσερότερος, το κρύο δριμύτερο, η σελήνη φαίνεται μεγαλύτερη, τα άστρα φωτεινότερα, η βροντή ηχεί δυνατότερα, ο κεραυνός είναι ισχυρότερος, ο άνεμος ορμητικότερος, η βροχή πιο δυνατή, τα βουνά είναι υψηλότερα, τα δάση μεγαλύτερα, οι πεδιάδες πιο εκτεταμένες…».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!