Το βιβλίο του Hans-Peter Klaush «Οι 999άρηδες – Οι μονάδες ανεπιθύμητων της Βέρμαχτ και η συμβολή τους στον αντιφασιστικό αγώνα (1942-1945)» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση της Δανάης Παναγιωτοπούλου, αποτελεί μια μοναδική ερευνητική εργασία για ένα ζήτημα που μάλλον έχει βυθιστεί στη λήθη.
Ο συγγραφέας του (1954 -2016) ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας, υπήρξε εξέχων μελετητής του ναζισμού και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και με το βιβλίο του αναδεικνύει θέματα που πολλοί θέλουν να ξεχνούν.
Όπως σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου η Άννα -Μαρία Δρουμπούκη, «η δυτικογερμανική άρνηση απέναντι σε όσους αντιστάθηκαν στον ναζισμό λιποτακτώντας από τη Βέρμαχτ ή συντασσόμενοι με τους «εχθρούς» πριν από τη συνθηκολόγηση της 8ης Μαΐου 1945 ήταν (και παραμένει) ισχυρή, γιατί εδράζεται σε αξίες που υπερβαίνουν την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού».
Από σελίδα σε σελίδα, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ξετυλίγεται ένα απίστευτο δράμα, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά σε αγωνιστές της αριστεράς που βρέθηκαν στα μέτωπα του πολέμου, κυριολεκτικά ανάμεσα σε δυο πυρά.
Πολλά ονόματα έχουν σβήσει από τη μνήμη. Οι μαρτυρίες των επιζώντων συγκλονίζουν. Η λιποταξία και το πέρασμα στον «εχθρό» υπήρξε μια πραγματική οδύσσεια για όλους.
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά στα στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα, όπου βρέθηκε ένα πλήθος αυτών των «ανεπιθύμητων» και ήρθαν σε επαφή με την Αντίσταση, ενώ δεν είναι λίγοι όσοι εντάχθηκαν στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ.
Το βιβλίο αυτό φωτίζει πολλά άγνωστα γεγονότα και συμβάλλει τα μέγιστα σε μια νέα ματιά στην ιστορία πέρα από ισοπεδωτικούς χαρακτηρισμούς. Στα ενδιαφέροντα στοιχεία και η εντελώς διαφορετική πρόσληψη της υπόθεσης των «999άρηδων» από τη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία. Η πρώτη το «έθαψε» ως ζήτημα, η δεύτερη το ανέδειξε με κάθε τρόπο…
Αναμένουμε να γίνουν κι εδώ αντίστοιχες μελέτες ειδικά από όσους ασχολούνται με την τοπική ιστορία. Ο «καλός Γερμανός» που υπάρχει ως μαρτυρία σε διάφορες περιπτώσεις είχε σαφέστατο πολιτικό στίγμα.
Με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου είχαμε μια συζήτηση με τον Ιάσονα Χανδρινό, ο οποίος το επιμελήθηκε επιστημονικά και έχει γράψει και τον πρόλογο.
«Χιλιάδες Γερμανοί δημοκράτες και αντιφασίστες, ανάμεσά τους παλιοί αγωνιστές του εργατικού κινήματος, σκοτώθηκαν εγκλωβισμένοι σε “σωφρονιστικές” μονάδες, πολεμώντας για ιδανικά διαμετρικά αντίθετα από τα πιστεύω τους, φορώντας μια στολή που μισούσαν»
Η ιστορία των «999άρηδων» είναι εν πολλοίς άγνωστη. Θα μπορούσατε να μας πείτε πως συγκροτήθηκαν αυτές οι Mονάδες Ανεπιθύμητων;
Η ιστορία των μονάδων αυτών ξεκινά στα τέλη του 1942, όταν η χιτλερική Γερμανία αποφασίζει να εντείνει την επιστράτευση, εξαιτίας των πολύ μεγάλων απωλειών της Βέρμαχτ στα πολεμικά μέτωπα. Τότε σχηματίζεται η «σωφρονιστική μεραρχία» 999 όπου στέλνονται όσοι μέχρι τότε αποκλείονταν για πολιτικούς λόγους και είχαν κριθεί «ανάξιοι υπηρεσίας». Ουσιαστικά αποκλείστηκαν μόνο όσοι είχαν βαριές ποινές ή βρίσκονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι Ναζί έδιναν τεράστια συμβολική σημασία στη στρατιωτική θητεία, την οποία θεωρούσαν «φυλετική» υποχρέωση κάθε πραγματικού Γερμανού. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιστράτευση εχθρών του Γ΄ Ράιχ, κομμουνιστών, σοσιαλιστών κ.ά, είναι μια μεγάλη ιδεολογική υποχώρηση του ναζιστικού καθεστώτος. Αργότερα σχηματίστηκαν και άλλες μονάδες «ανεπιθυμήτων», κυρίως από ποινικούς κατάδικους οι οποίες συμμετείχαν και σε αγριότητες εναντίον αμάχων, αλλά οι μονάδες 999 είναι ξεχωριστές επειδή εκεί στάλθηκαν πραγματικοί πολιτικοί αντιφρονούντες.
Στην Ελλάδα, όπως διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο, είχαν εκτεταμένη παρουσία. Σε ποιο βαθμό συνδέθηκαν με την Αντίσταση;
Οι περισσότεροι επιστρατευμένοι στη Μεραρχία 999 ήταν συνειδητοί αντιφασίστες και σχεδίαζαν τρόπους αντίστασης, ήδη από την περίοδο συγκρότησης και εκπαίδευσης των μονάδων. Όταν το 1943 αποφασίστηκε η αποστολή τους σε κατεχόμενες χώρες, κυρίως στην Ελλάδα, η επαφή με τις τοπικές δυνάμεις της Αντίστασης έγινε προγραμματικός στόχος. Σίγουρα δεν ήταν δύσκολο να εντοπίσει κανείς αντιστασιακά δίκτυα στην Ελλάδα του 1943, ενώ πολύ γρήγορα και η ίδια η Αντίσταση κατάλαβε ότι είχε να κάνει με πραγματικούς αντιχιτλερικούς και επιδίωξε να επικοινωνήσει μαζί τους. Ο ενδιάμεσος χώρος συνάντησης των δύο πλευρών ήταν πολίτες και χωρικοί, αρκεί να κέρδιζε κανείς την εμπιστοσύνη τους. Τα μόνα πραγματικά εμπόδια ήταν η γεωγραφία (πολλά τάγματα 999 στάλθηκαν σε νησιά), η αυστηρή επιτήρηση και ο έντονος χαφιεδισμός που κυριαρχούσε μέσα στις μονάδες. Από την άλλη, το γεγονός ότι σχεδόν 600 στρατιώτες κατάφεραν να αυτομολήσουν στον ΕΛΑΣ μέσα σε ένα χρόνο περίπου, δείχνει σε ποιο βαθμό είχαν προχωρήσει οι σχετικές ζυμώσεις.
Ποιες θεωρείτε ως πιο κομβικές στιγμές της ιστορίας αυτών των «Ανεπιθύμητων»;
Οι «Ανεπιθύμητοι» είναι μια δραματική ιστορία με χιλιάδες ηρωικές και τραγικές στιγμές, αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς κάποια. Χιλιάδες Γερμανοί δημοκράτες και αντιφασίστες, ανάμεσά τους παλιοί αγωνιστές του εργατικού κινήματος, σκοτώθηκαν εγκλωβισμένοι σε «σωφρονιστικές» μονάδες, πολεμώντας για ιδανικά διαμετρικά αντίθετα από τα πιστεύω τους, φορώντας μια στολή που μισούσαν. Έπεσαν στα διάφορα μέτωπα, χάθηκαν σε συμμαχικούς βομβαρδισμούς, δολοφονήθηκαν ή εκτελέστηκαν από τους διοικητές τους, γνώρισαν την καταστολή, τον χαφιεδισμό, την τρομοκρατία και την καχυποψία στο έπακρο. Οι λίγοι που επέζησαν έχοντας ενταχθεί σε αντάρτικους στρατούς σε Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία ή και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, επέστρεψαν το 1945 στη Γερμανία για να συνεχίσουν τον αγώνα στον οποίο πίστευε ο καθένας. Νομίζω οι πιο συγκινητικές στιγμές, μιλώντας για την Ελλάδα, είναι η στιγμή της Απελευθέρωσης, όταν πολλοί πρώην 999ρηδες και νυν ΕΛΑΣίτες, παρελαύνουν μαζί με τα τμήματα του ΕΛΑΣ με υψωμένες τις αντιφασιστικές τους γροθιές.
Θα έλεγα πως η συμβολή των αντιφασιστών Γερμανών στρατιωτών δεν έχει τιμηθεί στη χώρα μας. Ούτε έχουν ασχοληθεί στην πραγματικότητα οι Έλληνες ιστορικοί. Πού πιστεύετε πως οφείλεται αυτό;
Στην Ελλάδα το θέμα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό. Το 1987 είχε διοργανωθεί στο Ινστιτούτο Γκέτε ένα συνέδριο, με προωτοβουλία του ομότιμου πλέον καθηγητή του ΕΚΠΑ, Χάγκεν Φλάισερ. Στην καθ’ ημάς ιστοριογραφία και δημόσια μνήμη γύρω από την Κατοχή εξέχουσα θέση εξακολουθούν να έχουν οι καταστροφές και τα εγκλήματα πολέμου των κατοχικών δυνάμεων, οπότε αυτοί οι «καλοί Γερμανοί» παραμένουν μια υποσημείωση. Θα πρέπει να τονίσουμε όμως πως η ιστορία των 999 ούτε στη Γερμανία δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Δημοσιότητα βρήκε ουσιαστικά μόνο στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου και έζησαν μετά τον πόλεμο οι περισσότεροι από τους αντιφασίστες στρατιώτες, αρκετοί βρήκαν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό ή στον στρατό. Μέχρι το 1989, η ιστορία τους, με έμφαση στην αυτομόληση τους και τις επαφές τους με αντιστασιακά κινήματα, κατείχε κεντρική θέση στην αντιφασιστική-διεθνιστική ιδεολογία της ΛΔΓ. Οι περισσότερες μαρτυρίες και απομνημονεύματα είναι ανατολικογερμανικές εκδόσεις. Στη Δυτική Γερμανία από την άλλη, οι Ανεπιθύμητοι ήταν και σε μεγάλο βαθμό παραμένουν μια λίγο-πολύ ανεπιθύμητη ιστορία που δεν έχει βρει τη θέση της στο αφήγημα της αντιχιτλερικής Αντίστασης, ενώ η ίδια η πράξη της λιποταξίας θεωρείται ταμπού, είναι προδοσία της πατρίδας, ακόμα κι αν αυτή η πατρίδα είναι χιτλερική. Το βιβλίο του Χανς-Πέτερ Κλάους είναι εξαίρεση κυρίως γιατί είναι βαθιά πολιτικό και με προθέσεις αποκατάστασης αυτής της σκισμένης σελίδας της γερμανικής ιστορίας.
Ο συγγραφέας δεν είναι πια εν ζωή. Το έργο του έχει βρει συνεχιστές;
Νομίζω πως ναι. Το θέμα είναι καλύτερα εντοπισμένο στην ιστοριογραφία και σιγά-σιγά αποκαθίσταται και στη συλλογική μνήμη. Θέλω κλείνοντας να πω ότι, είτε το νήμα πιάνεται στη Γερμανία, είτε στην Ελλάδα, μικρή σημασία έχει. Έτσι κι αλλιώς μιλάμε για μια διαχρονική ιστορία με πανανθρώπινα μηνύματα.