Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Εγκαταλείποντας την περιήγησή του στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, ο Γούντι Άλεν επιστρέφει στη βάση του, στη Νέα Υόρκη και δημιουργεί το δράμα Θλιμμένη Τζάσμιν, καυτηριάζοντας τη χλιδή των πλουσίων, χωρίς διάθεση να υπαινιχθεί έστω και εμμέσως, ως υπεύθυνο των ανισοτήτων τον καπιταλισμό.
Η όμορφη Αυστραλέζα, Κέιτ Μπλάνσετ, υποδύεται την Τζάσμιν, μια εύπορη Νεοϋορκέζα, που χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της, φλερτάροντας επικίνδυνα με την τρέλα, όταν βρίσκεται ξαφνικά χωρίς πολυτελή διαμερίσματα, γούνες, χρυσαφικά, αλλά και τον γοητευτικό σύζυγο (Άλεκ Μπόλντγουιν), που αποδείχθηκε απατεώνας.
Το σοκ που υφίσταται η Τζάσμιν, όταν καταλήγει απ’ τα σαλόνια της Νέας Υόρκης, στο λαϊκό μικρόκοσμο της αδερφής της Τζίντζερ (Σάλι Χόκινς) που ζει στο Σαν Φρανσίσκο, είναι δυσβάσταχτο. Αλκοολική, πια, παραμιλάει στους δρόμους για περασμένα μεγαλεία, ως μία σύγχρονη Μπλανς Ντιμπουά, απ’ το Λεωφορείο ο Πόθος του Τένεσι Ουίλιαμς. Πασχίζοντας να ισορροπήσει στα νέα δεδομένα, γαντζώνεται από έναν άντρα που γνώρισε σε ένα πάρτι και της θύμισε κάτι απ’ την παλιά της αίγλη.
Η τραγική ηρωίδα παραπαίει ανάμεσα στην αφοπλιστική αθωότητα και στην ενοχοποιητική ευθύνη, στην φαντασία και στην πραγματικότητα.
Ο σκηνοθέτης απαξιώνει μεν τη συμπεριφορά της πρωταγωνίστριας, μοιάζει όμως περισσότερο να τη συμπονάει, ψελλίζοντας για άλλη μια φορά τα χιλιοειπωμένα «βάσανα» των πλουσίων, ισχυρό μύθο των αστών, στον οποίο προσφεύγει με νοσταλγία.
Βασικός άξονας το δίπολο τραγικό / κωμικό που διαπερνάει όλο του το έργο, όπως στο Μελίντα και Μελίντα (2004), που συνυπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές: τραγική κατάληξη και ευτυχισμένο τέλος.
Εκτός από τις πετυχημένες ερμηνείες των ηθοποιών, πρόκειται για προσεγμένη παραγωγή, με ηλιόλουστους φωτισμούς, ανοιχτόχρωμα κοστούμια και σκηνικά, που προσδίδουν ελαφράδα στο δράμα, με κωμικές εκφάνσεις. Ιδιαίτερα προσεγμένη είναι η κινηματογράφηση εσωτερικών χώρων, όπου συχνά κινούνται οι πρωταγωνιστές, με πλάνα γεμάτα από αντικείμενα νεοπλουτίστικης αισθητικής.
Επιστρέφοντας στην Νέα Υόρκη, ο Γούντι Άλεν επιστρέφει και στη μουσική υπόκρουση με τζαζ κομμάτια, αναγνωρίσιμο στοιχείο της φιλμικής του γλώσσας, αυτή τη φορά, με αναφορές στην πρώιμη τζαζ του 1920, με τις ντίξιλαντ ορχήστρες των Κινγκ Όλιβερ και Λούις Άρμστρονγκ, ενώ χρησιμοποιεί και μερικά μπλουζ της ίδιας εποχής, με θρυλικές τραγουδίστριες όπως η Λίζι Μάιλς, χωρίς να παραλείπει τις θλιμμένες μελωδίες της Νέας Ορλεάνης, απ’ το κλαρινέτο του Σίντνεϊ Μπεσέ. Βασικό μουσικό θέμα αποτελεί η γνωστή ρομαντική τζαζ μπαλάντα του ’30 Blue Moon, παράφραση του τίτλου της ταινίας Blue Jasmine, καθώς, αυτό το τραγούδι σφράγισε τη γνωριμία της Τζάσμιν με το σύζυγό της, ενώ συνδέει και τον αλλοτινό τρόπο ζωής της με μια απατηλή αναπόληση. Η χρήση πρώιμης τζαζ στη σύγχρονη πραγματικότητα της ταινίας επισημαίνει και τις ιστορικές αναλογίες της επίκαιρης κρίσης, με τη μεγάλη ύφεση, τότε.
Η φιλμική χρονική ασυνέχεια, με πισωγυρίσματα στο παρελθόν, φορτίζει έντονα τη δραματουργική βαρύτητα του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα. Το παρόν τοποθετείται στο λαϊκό περίγυρο της Τζίντζερ, στο Σαν Φρανσίσκο, όπου κατέφυγε η Τζάσμιν πριν καταρρεύσει ψυχικά, σε αντιδιαστολή με τα πλάνα πλουσιοπάροχων γευμάτων στη λαμπερή Νέα Υόρκη, μέσα από τις αναμνήσεις της. Αυτές οι σκηνές από το παρελθόν δεν αποκαλύπτουν μόνο την τραγική έκβαση της ιστορίας, με τις συμφορές να περιγράφονται ανώδυνα σε προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιούνται και ως δείγμα μιας φανταστικής πραγματικότητας που βιώνει παράλληλα η ηρωίδα, καθώς, όταν παραμιλάει στο παρόν, επαναλαμβάνοντας φράσεις που ειπώθηκαν στις σκηνές από το παρελθόν, υπογραμμίζεται όχι μόνο η σοβαρότητα της κατάστασής της, αλλά και η τραγικότητα του χαρακτήρα. Αντίστοιχους γυναικείους ρόλους απαντάμε συχνά, στο γουντιαλενικό σύμπαν, γεμάτο γυναίκες με νευρασθένειες και υστερίες, που έχει ερμηνεύσει πετυχημένα η Μία Φάροου.
Αυτή η μη γραμμική φιλμική αφήγηση στηρίζει και μια δομή αντιθετικών σχημάτων. Από τη μια οι διαφορές στις δύο αδελφές (ελκυστική- κοινότυπη, μεγαλοαστή-λαϊκή) από την άλλη, η ίδια η αντιπαράθεση παρόντος-παρελθόντος, παραμυθένιου κόσμου-αληθινής ζωής, ταξικής διαστρωμάτωσης, αλλά και τα τοπία των δύο πόλεων, ενώ το τραγικό διανθίζεται πάντα με το κωμικό, στοιχεία που τελικά εμπλουτίζουν με ενδιαφέρον αυτή την καθαρά τυπική «γουντιαλενική» ταινία, που βλέπεται σίγουρα ευχάριστα.
Ωστόσο, σήμερα, σε περίοδο ισοπέδωσης αξιών και συστηματικού ξηλώματος του κοινωνικού ιστού στις αναπτυγμένες κοινωνίες, η εμμονή μιας αυτοαναφορικότητας δηλώνει περισσότερο την αμηχανία, ίσως και αδυναμία του δημιουργού, να κατανοήσει το μέγεθος της καταστροφής των κοινωνιών που περιγράφει και του κοινού στο οποίο απευθυνόταν.
Το άλλοτε μαγικό σινεμά του Γούντι Άλεν, με τις μπεργκμανικές και φελινικές του καταβολές, κινδυνεύει πλέον να θεωρηθεί ξεπερασμένο, παρότι παραμένει ένας απ’ τους σημαντικότερους και πολύ εμπνευσμένους Αμερικανούς σκηνοθέτες.
* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου