Του Φειδία Παϊρίδη
Η σύνοδος κορυφής, ανήμερα της 25ης Μαρτίου θα έρθει να επισημοποιήσει έναν ακόμη πόλεμο. Ο πόλεμος ενάντια στα χρέη και τα ελλείμματα. Ο πόλεμος των «εγκρατών χωρών» ενάντια στις σπάταλες. Ο πόλεμος της Ε.Ε. ενάντια στους εργαζόμενους. Ο πόλεμος χαρακωμάτων ανάμεσα στα μέλη του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου. Και, φυσικά, ο πόλεμος του Γιώργου ενάντια στους κερδοσκόπους.
Δεν είναι όλοι οι πόλεμοι «επίσημοι». Αλλά η εκστρατεία τού Παπανδρέου σε Ευρώπη και Αμερική, όσο και οι δηλώσεις όλων των επιφανών πολιτικών της Ευρωζώνης δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι ο πόλεμος που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, δεν είναι πραγματικότητα. Και δεν πολεμάνε οι Έλληνες τους κερδοσκόπους, αλλά οι ξένοι και Έλληνες κερδοσκόποι.
Το πολιτικό τόξο του νεοφιλελευθερισμού (ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.-ΛΑΟΣ) σε αυτόν τον πόλεμο συστρατεύεται, χρησιμοποιώντας όλα τα «πολεμικά τεχνάσματα». Το ΠΑΣΟΚ, ωθούμενο στην κυβέρνηση, προσπαθεί να αποδείξει όχι μόνο την αποφασιστικότητά του, αλλά και την τέχνη του στο θόλωμα των νερών και στην αναγωγή της δημόσιας συζήτησης σε ανούσια γενικολογία.
Το ότι αυτή η συστράτευση γίνεται κατά το παλιό γνωστό «όλοι σας θα σκοτωθείτε, όλοι μας θα δοξαστούμε» δεν φαίνεται να ενοχλεί, προς στιγμήν. Ούτε παίζει ρόλο το ότι η εθελοντική συμμόρφωση στις επιταγές των ξένων, που στα «παλιά ελληνικά» λεγότανε εθελοδουλία, σήμερα παρουσιάζεται ως αγώνας για την εθνική κυριαρχία. Και για όσους -και όταν- στερέψει το παραμύθι, υπάρχει πάντα η προβοκάτσια και η τρομοκρατία.
Ο ΛΑΟΣ, αφού επί χρόνια απέτυχε να πείσει τον Καραμανλή να συγκυβερνήσουν, έπεισε τον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς κι έτσι, επιτέλους, κυβερνά, έστω και άτυπα. Οπότε, στην ακρότητα και στον τυχοδιωκτισμό προστέθηκε και η αλαζονεία της εξουσίας.
Τέλος, η Ν.Δ., αφού παρέδωσε ενεργά τη διακυβέρνηση στο ΠΑΣΟΚ, εξακολουθεί να στηρίζει τις επιλογές και τα μέτρα και να παίζει το παιχνίδι της συστράτευσης για την επιτυχία των εθνικών στόχων. Επιπλέον, η αντιπολιτευτική πρακτική αλλά και η ανάγκη διαχωρισμού του Σαμαρά από την Μπακογιάννη και το ΛΑΟΣ οδηγούν στην επίδειξη μιας αυξημένης –φραστικής, βεβαίως- ευαισθησίας και στην άρνηση της λευκής επιταγής.