Μια απάντηση στο προ διετίας, και όλο και πιο δραματικά επίκαιρο, «Επιτέλους… φτωχοί!». Του Μάκη Μαλαφέκα.
Με ένα μεταποιημένο σακάκι στον αριστερό του ώμο, ο Γιάννης Ξανθούλης επιστρέφει μετά από χρόνια και καιρούς στα μικρά κι ανήλιαγα στενά της Φτωχογειτονιάς, όπου φυσικά ρίχνει ψιλή και πλαγιαστή βροχή, καθώς και στην καρδιά του. Καρδιά στην οποία κυλάει γνήσιο αίμα ελληνικό (χωρίς την ανάγκη νεόπλουτων μπαϊπάς και άλλων ξενόφερτων αιμοστατικών φαρμάκων), απ’ ευθείας προγονικό τού Αλκιβιάδη και του Μεγαλέξανδρου. Αίμα πορφυρό, κατακόκκινο, ίδιο ντομάτα του σεμνού και τίμιου κήπου, και πιπέρι εξόχως καυτερό τού παραδοσιακού σωφρονισμού.
Κι όπως ο Γιάννος μπαίνει μες τις πρώτες ασβεστωμένες αυλές των χαμηλών σπιτιών (σπιτικών), αμέσως με εξαίσια ξεφωνητά τρέχει να τον υποδεχτεί της γειτονιάς το παιδομάνι, με μικρά αγοράκια κυρίως (τα κοριτσάκια είναι μέσα και βοηθούν τις μανάδες και τις θειες τους να ζυμώσουν το μαύρο μοσχοβολιστό ψωμί), που άλλα μοιάζουν με τον Σπίθα, άλλα με τον Τρελαντώνη, κι άλλα με τον Μπιρικόγκο. Κανένα τους δεν φοράει παπούτσια, μα το χαμόγελό τους είναι λαμπερό σαν τον ήλιο. Κανένα τους δεν ξέρει πολλά γράμματα, μα ξέρουνε τραγούδια της φτωχιάς αυλής κι ιστορίες από το κατηχητικό. Κανένα τους δεν έχει ψείρες, καθότι κανένα τους δεν έχει και μαλλιά πάνω από έναν πόντο.
Ο λογοτέχνης τούς μοιράζει σαρδέλες και χαλβά Φαρσάλων που βγάζει απ’ τις τζέπες του. Λόγω που οι τζέπες ήτανε κάπως τρύπιες – από αυθεντικότητα και τιμιότητα τρύπιες – λίγος χαλβάς έχει κυλίσει μέσα στα μπατζάκια κι έχει φτάσει ως τις κάλτσες, των οποίων τα ευλογημένα καρικώματα εμποδίζουν τα τρίμματα να πέσουνε στο δρόμο (στη στράτα) και να σπαταληθούν. Θα τα φάμε το Σαββάτο.
Όπως ανοίγουν τις φούχτες τους οι μπόμπιρες φανερώνουν ανοιχτές πληγές από χτυπήματα βίτσας. Το ξύδι απ’ τις σαρδέλες του κ. Ξανθούλη τα τσούζει. «Μέχρι να παντρευτείς θα γιάνει», λέει με ένα ζεστό και καθησυχαστικό χαμόγελο ο συγγραφέας, κι απομακρύνεται αφήνοντάς τα να παίξουνε κορόιδο και μακριά γαϊδούρα. Στο βάθος, η εκκλησιά. Απ’ τη μια μεριά του λασπωμένου δρόμου ένας καφενές με γέροντες, κομπολόγια, τσιμπούκια και τραγιάσκες. Ένας τους φοράει ρεπούμπλικα και μοιάζει έντονα με τον κύριο Βασιλικό. Συνθηματικός χαιρετισμός και νεύμα εκτίμησης. Ο γέροντας ανταποδίδει προς στιγμήν, μα σύντομα επιστρέφει στα σοφά μουρμουρητά του («εχμ, ναι, μμμ, μμ, βεβαίως, ασφαλώς, ναι, μμ, μμμ»). Κι ο Γιάννης συνεχίζει την πορεία του μασουλώντας λίγη κορινθιακή σταφίδα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο περιπολούν τρεις άνδρες της χωροφυλακής, ενώ δίπλα στέκονται κάποιοι καλοί βοηθοί τους με πολιτικά. Δεν έχουν κινητά τηλέφωνα. Τέτοια σιχαμένα πράγματα δεν υπάρχουν στη Φτωχογειτονιά. Μόνο μπλοκάκια και ταπεινά μολύβια ακονισμένα με κοπίδι, να σημειώνουν τι συμβαίνει στην πλατεία, την κίνηση που υπάρχει, να δουν αν οι μπαμπάδες όντως επιστρέφουν το μεσημέρι σπίτι να φάνε με όλη την ελληνική οικογένεια, ή μήπως πάνε κάπου αλλού, παρέα με άλλους μπαμπάδες, να κουβεντιάσουν πολιτικά.
Τέλος, κατά τ’ απόγιομα, που ’χει πια ανοίξει ο ουρανός και τ’ αηδόνι κελαηδά ξανά τους εύθυμους σκοπούς του, η στράτα βγάζει τον κ. Ξανθούλη μπρος στο προαύλιο της εκκλησίας. Είναι το τέλος του Εσπερινού. Πλήθος αληθινών γιαγιάδων ξεπροβάλλουν απ’ τη λιτή πέτρινη καμάρα της εισόδου κι αρχίζουν να κατεβαίνουν προσεκτικά τα σκαλιά. Γιαγιάδες που μοιάζουν όντως με γιαγιάδες, δηλαδή με προγιαγιάδες. Όχι ξετσίπωτες ψευτοξανθιές και συνταξιούχες πόρνες. Από μακριά, ο αξεστράτιστος αρχιμανδρίτης της Φτωχογειτονιάς τις ευλογεί για μια στερνή φορά με τη γνωστή ευλαβική χειρονομία.
Σύντομα όμως οι γιαγιάδες έρχονται αντιμέτωπες με ένα άλλο πλήθος. Εκατοντάδες ζήτουλες, όχι τοξικομανείς και τέτοια, ζήτουλες αυθεντικοί σαν τα παλιά καλά θεατρικά, με μεγάλα μπεζ μπαλώματα και αστεία καπέλα, πλησιάζουν τις γριούλες ζητώντας τίποτα ψιλά. Δραχμούλες και δεκάρες τρύπιες απ’ τις παλιές, με τα αμπελόφυλλα και το στέμμα, να αγοράσουν κι αυτοί οι φουκαράδες λίγο απ’ το μαύρο μοσχοβολιστό ψωμί. Μόνο που είναι πάρα πολλοί οι άτιμοι. Κι όλο βγαίνουν κι άλλοι, κι άλλοι… Οι γιαγιάδες δίνουν ό,τι έχουν απ’ το περίσσευμά τους. Κάποιες τους προσφέρουν κι απ’ το λιγοστό τυρί που ’χαν φυλάξει για τα εγγόνια τους. Ο λογοτέχνης πλησιάζει κι αυτός να δώσει τις τελευταίες του σταφίδες στους παλιούς αυθεντικούς ζήτουλες. Μια γιαγιά που μοιάζει εκπληκτικά με γιαγιά τον πλησιάζει.
– Σε αναγνώρισα γιόκα μου. Εσύ δεν είσαι που ξέρεις τα γράμματα, και γράφεις και βιβλία; Ήξερα πως δίνεις τη χαρά της γνώσης, μα πως μοιράζεσαι και τη σταφίδα… Ευλογημένος να ’σαι παλικάρι μου.
Να ’σαι καλά κύριε Ξανθούλη.
Να πας στην ευχή της Παναγίας.
Και ο θεός των μικρών συγγραφέων μαζί σου.