Συνεχίζω την ανάγνωση της Μικρής Επαναστατικής Αυτοβιογραφίας του Ηλία Ταβερναράκη και, πιο συγκεκριμένα, του τετάρτου κεφαλαίου, που φέρει τον τίτλο «Δέκα Επαναστατικές μου Στιγμές στα Χρόνια των Μνημονίων». Η προηγούμενη στήλη επικεντρώθηκε στις πέντε πρώτες επαναστατικές στιγμές του συγγραφέα, οι οποίες συνοψίζονται στην οριστική απαλλαγή του από την τηλεόραση, την ακύρωση των πιστωτικών του καρτών, τη συγκρότηση της ηδονικής του συνείδησης, την επανεκτίμηση της αντισταθμιστικής εκπαίδευσης και τον ανένδοτο πολιτισμικό αγώνα ενάντια στην κυρίαρχη πολιτισμική σαβούρα (σσ. 127-140). Σήμερα θα αναφερθούμε στις πέντε εναπομείνασες επαναστατικές στιγμές (σσ. 141-165), με την προτροπή αυτές να εκληφθούν ως ερείσματα μιας εναλλακτικής επαναστατικής ψυχοθεραπείας.
Ο Ηλίας αναγνωρίζει ως έκτη επαναστατική του στιγμή την κατηγορηματική απόρριψη όλων των «προσφορών» από εταιρείες κινητής τηλεφωνίας (ή άλλες). Αν μάλιστα η συγκεκριμένη απόρριψη συνοδευτεί και από το ανυποχώρητο τρολάρισμα του υπαλλήλου που προσβάλλει αναιδέστατα την κοινή μας ησυχία, τηλεφωνώντας μας καταμεσήμερο, τότε ο επαναστατικός συντελεστής της στιγμής αυξάνει κατακόρυφα.
Στο ξεσκαρτάρισμα των κοινωνικών του συναναστροφών –τη διάκριση των φίλων από τα «φιλαράκια»– με αποκλειστικό γνώμονα την ηθική συνέπεια και την ακεραιότητα του χαρακτήρα, εντοπίζεται η έβδομη επαναστατική στιγμή του Ηλία. Νισάφι πια με τους κολαούζους, τους γλείφτες και τους πρωταθλητές της κωλοτούμπας. Αντ’ αυτών, ο συγγραφέας προτείνει τον επανασχεδιασμό της συνείδησης και του συγκινησιακού μας κόσμου πάνω σε σχέσεις δοκιμασμένες από το χρόνο, οι οποίες έχουν αποδείξει με συγκεκριμένα τεκμήρια την αγάπη και την αξιοπιστία τους –ειδικά στις δύσκολες στιγμές μας.
Η όγδοη επαναστατική στιγμή του Ηλία αποτελεί κατ’ ουσίαν προέκταση της προηγούμενης και συνίσταται στην συγκρότηση δικτύων αλληλεγγύης με ανθρώπους αναγνωρισμένης ηθικής ακεραιότητας και επαγγελματικής ευσυνειδησίας (μην πιστεύετε σε εκείνους που διακηρύττουν την ανυπαρξία τους: είναι κοινοί συκοφάντες). Μέσω των συγκεκριμένων δικτύων, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι είναι εξαιρετικά πιθανό να αναδυθούν μέσα μας δυνάμεις που κι εμείς οι ίδιοι αγνοούσαμε ότι διαθέτουμε, αλλά και να ανευρεθούν απροσδόκητες επαγγελματικές προοπτικές και πεδία δημιουργικότητας. Τα δίκτυα αυτά έχουν μάλιστα την επιπρόσθετη αξία ότι βοηθούν τα υποκείμενά τους να μην ξεπέσουν ποτέ στην ανάγκη των κομμάτων, της εκδούλευσης και της βυσματοκρατίας.
Ένατη επαναστατική του στιγμή, ο Ηλίας αναγνωρίζει την εκπόνηση μιας κριτικής οντολογίας των αντικειμένων –τη συνειδητοποίηση δηλαδή της ποσότητας των ανωφελών πραγμάτων που κατακλύζουν τα σπίτια μας. Ο συγγραφέας προτείνει την εκποίηση των αντικειμένων αυτών επ’ ωφελεία των φτωχών συνανθρώπων μας, αλλά και της επανίδρυσης των δικών μας ουσιαστικών αναγκών (και όχι των αναγκών που μας πλασάρουν οι διαφημίσεις).
Ως δέκατη επαναστατική του στιγμή, τέλος, ο Ηλίας αναφέρει την επανασυγκρότηση μιας ορισμένης μεταφυσικής πίστης (με πλήρη ανάληψη του πασκάλειου στοιχήματος) ως ύστατο ανάχωμα απέναντι στην κάλπικη μεταφυσική του καπιταλισμού. Στο συγκεκριμένο σημείο, ο Ηλίας αγγίζει το ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα της θρησκείας –και υψώνει μέσα μου δυσθεώρητες αντιστάσεις. Σκέφτομαι όμως ότι ίσως να μην έχει εξ ολοκλήρου άδικο. Διότι ίσως πράγματι να χρειαζόμαστε σήμερα μία καινούργια θρησκεία της επανάστασης, αν πρόκειται ποτέ να αντιπαλέψουμε με αξιώσεις τον καπιταλισμό: αυτήν τη θριαμβεύουσα θρησκεία της αντεπανάστασης.