Το τυφλό ευρωιερατείο, η εθελοδουλεία της κυρίαρχης ελίτ και η Αριστερά
Του Απόστολου Αποστολόπουλου
Οι εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα εξαρτώνται άμεσα από τη θέληση και τις πολιτικές του εκάστοτε επικυρίαρχου ξένου παράγοντα. Οι εκλεγμένες ελληνικές κυβερνήσεις είναι ο εξωτερικός λεπτός φλοιός ενός Συστήματος με βαθιές ρίζες στο σύνολο των κέντρων που αρθρώνουν τους μηχανισμούς διακυβέρνησης της χώρας, με αυξημένη παρουσία στην Παιδεία. Το κομματικό κράτος είναι οι πεζικάριοι, η «στενή» όψη αυτού του Συστήματος, ενώ οι υψηλοί αξιωματούχοι επιστρατεύονται κομματικά μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης όπως π.χ. οι κ.κ. Διαμαντούρος και Αλιβιζάτος.
Στο πλαίσιο αυτό η πολιτική σκέψη καθηλώνεται σε καχεκτικά επίπεδα και ο πνευματικός ορίζοντας παραμένει επαρχιώτικος, χωρίς κατανόηση του διεθνούς περιβάλλοντος. Η, όχι τυχαία, χρονίως υποβαθμισμένη Παιδεία προορίζεται πλέον για τις «μάζες», ενώ οι ηγεσίες διαμορφώνονται ως επί το πλείστον στα ξένα ΑΕΙ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άγγιξε καμία πλευρά του Συστήματος και η υπόσχεση ότι θα το κάνει τώρα θα αποδειχθεί απατηλή. Ίσως καταγραφεί μερική αναδιάταξη ισχύος, να ζημιωθούν οι πιο αδύναμοι, οικονομικά, κρίκοι, να μεταφερθεί η εύνοια από τους μεν στους δε.
Φλυαρίες
Το άθικτο πρόβλημα ουσίας είναι το πραγματικό βάρος της συμμετοχής της χώρας στους Δυτικούς Θεσμούς, Ε.Ε., Ευρωζώνη, ΝΑΤΟ κλπ. Φλυαρούμε περί παραμονής ή εξόδου από αυτόν ή τον άλλο Θεσμό λες και οι άλλοι θα μας αφήσουν ήσυχους να κάνουμε του κεφαλιού μας. Κλείνουμε τα μάτια σ’ αυτό που ζούμε: Όλοι είναι Κέρβεροι από πάνω μας. Η αποχώρηση από Δυτικούς Θεσμούς δεν είναι ανώδυνη μονομερής ενέργεια, απαιτεί προετοιμασία, προσοχή, ευνοϊκή συγκυρία.
Η Ελλάδα γεννήθηκε, ως προτεκτοράτο, με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Το καθεστώς του προτεκτοράτου παραμένει, αν και ποικίλλει η ένταση επιβολής της θέλησης του εκάστοτε επικυρίαρχου. Δυο απόπειρες αυτονόμησης, το 1912-’22 και το 1940-’44, κατέληξαν σε τραγωδία. Με τη Μικρασιατική Εκστρατεία η αστική τάξη πρόβαλε όνειρα αυτονόμησης, αλλά υπέστη πανωλεθρία. Οι λαϊκές δυνάμεις της Αντίστασης έθρεψαν όνειρα Ελευθερίας και Ανεξαρτησίας αλλά, επίσης, συνετρίβησαν. Το ότι συγκεκριμένες μερίδες αστών, που διαμορφώθηκαν τελικά στις σημερινές ελίτ με συμβολικό επίκεντρο το «Κολωνάκι», κράτησαν την εξουσία ως ανδρείκελα του ξένου παράγοντα, δεν αποτελεί ακριβώς νίκη της αστικής τάξης, συνολικά. Ενδεικτικά, μετά τον Πόλεμο, ισχυρές μερίδες του αστικού χώρου ήταν και παραμένουν κοινωνικά και πολιτικά «ανήσυχες», δεν θεωρούνται και δεν είναι «έμπιστες» του καθεστώτος, με διαρροές προς τα «αριστερά/ακροαριστερά» ή προς τα «δεξιά/ακροδεξιά». Είναι άξιο απορίας ότι αναλυτές της Αριστεράς επιμένουν να αγνοούν αυτό το γεγονός, και εμμένουν προσηλωμένοι σε μια υποτίθεται ταξική αντίληψη, υπεροπτική και διχαστική. Η Αριστερά (και η δήθεν Ακροαριστερά) δεν καταλαβαίνει ότι η υποδεέστερη Ελλάδα μπορούσε να ενταχθεί, φυσικώ τω τρόπω, στο ρεύμα προόδου που η ίδια υπερασπίζονταν μόνο ως ιδεολογικό προτεκτοράτο του ισχυρότερου, εξωτερικού, παράγοντα. Οπότε η «πρόοδος» επικράτησε ως εκσυγχρονισμός αλά Σημίτη. Ο πατριωτισμός, ως αντίβαρο, εξοβελίστηκε, από την πάσης φύσεως Αριστερά, ακριβώς επειδή δεν ταιριάζει στο «σημιτισμό» και όχι επειδή δεν είναι ζεύγος με τον «διεθνισμό».
Κεντροαριστερά αλά Ρέντσι
Αν, όμως, κάποιος είναι τυφλός, αυτός είναι το ευρωιερατείο. Βρυξέλλες-Βερολίνο επιμένουν να κατασκευάσουν μια αλά Ρέντσι Κεντροαριστερά, να επαναφέρουν τον «Σημίτη» μεταμορφωμένο σε Θεοδωράκη, σύμμαχο στη μετεκλογική κυβέρνηση. «Αγνοούν» τη χρεοκοπία του «σημιτισμού», δεν διαθέτουν χρήμα για να στηρίξουν κοινωνικά το εγχείρημα, παραβλέπουν ότι η ισχνή συσπείρωση αυλοκολάκων, ξέμπαρκων καιροσκόπων και φιλόδοξων, «αγαθών» αλλά όχι αθώων, ατόμων δεν συγκροτεί σοβαρή και βιώσιμη επιχείρηση νεκρανάστασης της Κεντροαριστεράς. Το Ποτάμι δεν κατεβάζει νερό γιατί δεν έχει πηγές. Το Μνημόνιο θα μολύνει και θα στερέψει τις κοινωνικές πηγές του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η δουλική συμπεριφορά τόσο της κυρίαρχης ελίτ έναντι του κάθε επικυρίαρχου, όσο και της εκάστοτε ηγεσίας της Αριστεράς, έναντι της ΕΣΣΔ είτε με Στάλιν είτε με τους «ρεβιζιονιστές» (ή «προδότες») διαδόχους του. Για να κρατηθούν στην εξουσία αλλά και για ψυχολογικούς λόγους (το μίσος των γραικύλων για όποιον δεν υποκύπτει) οι κατεστημένες ομάδες και των δυο πλευρών έπνιξαν αδυσώπητα κάθε διαφορετική φωνή π.χ. από τον Ίωνα Δραγούμη ή τον Μάξιμο έως πρόσφατα τον Παναγιώτη Κονδύλη. Επιχείρησαν (η ηγεσία της ΕΔΑ) να καταδικάσουν τον Θεοδωράκη, για τη χρήση του μπουζουκιού στον «Επιτάφιο» αλλά σαρώθηκαν, ενώ η τότε Δεξιά δεν άντεξε τον Χατζηδάκη και τον απέβαλε από το πρωτοποριακό του επίτευγμα, το «Τρίτο Πρόγραμμα» της ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Ο λαός προπορεύεται, εξ ενστίκτου, της ηγεσίας αλλά ταυτόχρονα πέφτει θύμα οργανωμένης δημαγωγίας και εξαπάτησης. Η διαφορά είναι ότι τώρα οι ηγεσίες πληρώνουν σε βραχύ διάστημα τη στάση τους.
Ο ξένος παράγων διαμορφώνει τις εξελίξεις, γράφω στην αρχή. Ταυτόχρονα, όμως, οι εξελίξεις και διαμορφώσεις έγιναν στο πλαίσιο τεκτονικών ανατροπών σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Οι ανατροπές δεν προήλθαν αποκλειστικά από την εσωτερική δυναμική των πραγμάτων, εν καιρώ νηνεμίας στο διεθνή περίγυρο. Οι πιο πρόσφατες έγιναν στο πλαίσιο των δυο Μεγάλων Πολέμων. Και στις δυο περιπτώσεις (1912-’22 και το 1940) η κοινωνία αντέδρασε με πρωτοφανή όσο και απροσδόκητο δυναμισμό, σαν να έγινε «θαύμα». Η κοινωνία έβραζε και οι άνθρωποι περίμεναν την ευκαιρία να εκδηλωθούν. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά επειδή οι ίδιες αιτίες επιφέρουν παρόμοια αποτελέσματα, το «θαύμα» αλλά και οι τραγωδίες μπορεί να επαναληφθούν, αν δεν προσέξουμε. Τα σύννεφα στο διεθνή/γειτονικό ορίζοντα μαζεύονται, πυκνώνουν, προμηνύουν κεραυνοβόλες εξελίξεις. Αν οι ανατροπές είναι εισαγόμενες τότε οι βάρβαροι, όπως στοχάζεται ο Καβάφης, είναι ίσως μια κάποια λύση.