Οι συσχετισμοί στη γείτονα και πόσο επηρεάζουν τις σχέσεις με την Ελλάδα.   Του Άρη Χατζηστεφάνου

«Πανίσχυρη η Τουρκία, απειλή για την Ελλάδα». «Σε κρίση η Τουρκία, απειλή για την Ελλάδα». Με αναλύσεις συχνά αντικρουόμενες και κυρίως ελληνοκεντρικές επιχειρείται να κατανοηθούν οι αλλαγές που συντελούνται στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας.

Καθώς ξανανοίγουν, με πρωτοβουλία τρίτων, οι φάκελοι «Κυπριακό» και «Αιγαίο» μια ψύχραιμη εξέταση των εσωτερικών συσχετισμών είναι ίσως πολυτιμότερη από ποτέ. Είναι ο Ερντογάν απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού και αν ναι, πώς θα μπορούσε αυτό να επηρεάσει τις σχέσεις με την Ελλάδα;

Η ανατροπή στις ισορροπίες ισχύος μεταξύ της κυβέρνησης και του στρατιωτικού κατεστημένου, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην ιστορία του τουρκικού κράτους. Οι συλλήψεις ακόμη και εν ενεργεία αξιωματικών και η προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει τις συνήθως αυταρχικές παρεμβάσεις των δικαστών μέσω συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, δεν έχουν προηγούμενο από το 1923.

Πρόκειται, μάλιστα, για μια ανατροπή την οποία το Γενικό Επιτελείο δεν φαίνεται να μπορεί να αναστρέψει με πραξικοπηματικού τύπου ενέργειες.

Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να σημειώσουμε ότι σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση που θέλει τους στρατηγούς σαν μια πανίσχυρη και ολοκληρωτικά αυτόνομη κοινωνική ομάδα, οι λεγόμενοι πασάδες αποζητούσαν πάντα την στήριξη της κυρίαρχης οικονομικής ελίτ και ξένων δυνάμεων αλλά και μια όσο το δυνατόν ευρύτερη νομιμοποίηση από τα λαϊκά στρώματα. Στο πραξικόπημα της δεκαετίας του ’60, λόγου χάρη, εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα του βιομηχανικού κεφαλαίου που δυσφορούσε με το φιλελεύθερο άνοιγμα του Μεντερές προς τους εμπόρους και το αγροτικό κεφάλαιο της Ανατολίας.

Στην πραξικοπηματικού τύπου παρέμβαση του 1971 έδρασαν για να περιορίσουν την ενίσχυση των εργατικών σωματείων, αλλά και να τερματίσουν το «φλερτ» ορισμένων πολιτικών δυνάμεων με το μοντέλο του αραβικού εθνικισμού του Νάσερ.

Με το πραξικόπημα του 1980 μετέτρεψαν την Τουρκία σε ένα ακόμη πειραματικό εργαστήριο του θατσερικού νεοφιλελευθερισμού (όπως είχε συμβεί και στην Χιλή του Πινοσέτ), ενώ παράλληλα δημιούργησαν –για λογαριασμό των ΗΠΑ– ένα ανάχωμα στη δυναμική της ιρανικής επανάστασης. Τέλος, στο λεγόμενο «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα του 1997 διέκοψαν το προς ανατολάς άνοιγμα του ισλαμιστή Νετσμετίν Ερμπακάν, το οποίο εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα συμφέροντα της νεογέννητης τότε αστικής τάξης της Ανατολίας.

Ο τουρκικός στρατός, λοιπόν, δεν έδρασε ποτέ μόνος, αλλά πάντα σε σύμπνοια με τις κυρίαρχες ομάδες της αστικής τάξης στο εσωτερικό (της οποίας άλλωστε αποτελούσε και ο ίδιος τμήμα) και των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Παράλληλα, μέσω ενός ιδιότυπου κοινωνικού συμβολαίου εξασφάλιζε την ανοχή, αν όχι την στήριξη, μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού.

Διαχείριση νέων ισορροπιών

Τίποτα από αυτά δεν φαίνεται να ισχύει στην εποχή του Ερντογάν. Καθώς το λεγόμενο ισλαμικό κεφάλαιο εντάχθηκε σχετικά ομαλά στους μηχανισμούς του τουρκικού καπιταλισμού, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης απέδειξε ότι μπορεί να διαχειριστεί τις νέες ισορροπίες πολύ καλύτερα από το παραδοσιακό πολιτικό σκηνικό.

Παράλληλα, η νεοφιλελεύθερη αποσάθρωση του κράτους στέρησε από τα παραδοσιακά κέντρα εξουσίας τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τον κρατικό μηχανισμό για να «εξαγοράζουν» την εμπιστοσύνη των λαϊκών στρωμάτων. Ακόμη και η Ουάσινγκτον βρήκε στο πρόσωπο του Ερντογάν τον «ισλαμοδημοκράτη» ηγέτη, που θα μπορούσε να συνομιλεί απευθείας με τα πιο εχθρικά, για τις ΗΠΑ, καθεστώτα του αραβικού και ισλαμικού κόσμου –γεγονός που περιόρισε περαιτέρω την αξία χρήσης των Τούρκων πασάδων.

Αξίζει, παρενθετικά εδώ, να σημειώσουμε ότι τα σχέδια πραξικοπήματος για τα οποία κατηγορούνται τα στελέχη του Γενικού Επιτελείου, αφορούν ως επί το πλείστον την περίοδο 2003-2004. Την εποχή, δηλαδή, που η τουρκική εθνοσυνέλευση απαγόρευσε τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων προς το Ιράκ, ενώ ο νεοσυντηρητικός Πολ Γούλφοβιτς καλούσε –εμμέσως πλην σαφώς– το Γενικό Επιτελείο να παρέμβει (πραξικοπηματικά;) για λογαριασμό της Ουάσινγκτον. Ένα ενδεχόμενο πραξικόπημα θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή –ακόμη και αν δεχθούμε ότι οι δράστες κινούνταν αυτόνομα, χωρίς παρότρυνση της Ουάσινγκτον.

Οι Τούρκοι πασάδες, λοιπόν, έχοντας χάσει την εσωτερική και εξωτερική στήριξη, βρίσκονται σε πορεία διαρκούς πολιτικής παρακμής. Η μάχη που δίνει ο Ερντογάν δεν είναι δομική (δεν αμφισβητεί πια το μοίρασμα της πίτας) αλλά διαχειριστική (καλείται να επιβληθεί πολιτικά στο νέο οικονομικά μόρφωμα, που περιλαμβάνει την παλιά αστική τάξη και το νεαρό ισλαμικό κεφάλαιο). Ακόμη και τέτοιου είδους μάχες, όμως, μπορούν κάλλιστα να οδηγήσουν σε απρόβλεπτες ανατροπές και αλλαγές προσώπων. Παρακινδυνευμένη είναι, επίσης, η άποψη ότι η ισχυρή οικονομία θα εξασφαλίσει και πολιτική σταθερότητα, και συνεπώς θα διευκολύνει την επικράτηση του Ερντογάν. Ομολογουμένως, η οικονομία της Τουρκίας αναβαθμίζεται στα μάτια ξένων αναλυτών, ειδικά αν κρίνουμε από την αποτίμηση του λεγόμενου επιχειρηματικού κινδύνου και τη βαθμολογία των οίκων αξιολόγησης. Παρόλα αυτά παραμένει ένας γίγαντας σε πήλινα πόδια, αφού εδώ και σχεδόν μία δεκαετία στηρίζεται στη συνεχή ροή ξένων (και κατά κανόνα κερδοσκοπικών) κεφαλαίων.Άλυτο παραμένει, επίσης, το μεγάλο ζήτημα του κουρδικού, ενώ η απόφαση Μέρκελ και Σαρκοζί να κρατούν ερμητικά κλειστή την πόρτα της Ε.Ε. δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην τουρκική αστική τάξη, που παραμένει οικονομικά προσηλωμένη προς την Ευρώπη.

Ανοιχτά μέτωπα

Η κυβέρνηση Ερντογάν, λοιπόν, μπορεί να κέρδισε μια από τις μεγαλύτερες μάχες στην ιστορία του τουρκικού κράτους, αλλά βρίσκεται ακόμη αντιμέτωπη με σειρά προβλημάτων του παρελθόντος. Η εικόνα, λοιπόν, της «τοπικής υπερδύναμης» που έλυσε τα εσωτερικά της προβλήματα και ετοιμάζεται να κατασπαράξει τους γείτονές της, μάλλον απέχει από την πραγματικότητα.

Η Άγκυρα θα τηρήσει, βέβαια, σκληρή στάση στις συνομιλίες για την Κύπρο και το Αιγαίο, η θέση αυτή όμως συχνά καθοδηγείται ή ενισχύεται από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αν η κυβέρνηση Καραμανλή, καταχειροκροτούμενη από μεγάλη μερίδα του ελληνικού Τύπου, παρέδωσε τα όπλα κατά τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, αυτό δεν συνιστά επιθετικότητα της Άγκυρας, αλλά αδικαιολόγητη υποχωρητικότητα της Ελλάδας στις εντολές της Ε.Ε.

Αν κανένας δεν επέβαλε στην Τουρκία να ανοίξει τα λιμάνια της σε κυπριακά πλοία, πώς περιμένει τώρα να το κάνει; Αντίστοιχα, οι συνομιλίες για το Αιγαίο, όπως φαίνεται από τις κινήσεις της κυβέρνησης Παπανδρέου, θα πραγματοποιηθούν υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, με στόχο να μετατραπεί η περιοχή σε νατοϊκή λίμνη. Ίσως, τελικά, η πλέον «επιθετική» κίνηση που πραγματοποίησε το τελευταίο διάστημα η Άγκυρα προς την Αθήνα ήταν ότι προσφέρθηκε να «παγώσει» τους εξοπλισμούς για να βοηθήσει την ελληνική οικονομία. Προφανώς, η σχετική δήλωση έγινε για να χτυπήσει την πολεμική βιομηχανία χωρών, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, που κρατούν κλειστές τις πύλες της Ε.Ε. Παράλληλα, κατάφερε και ένα ισχυρό χτύπημα στην πεποίθηση ορισμένων ότι ο εχθρός έρχεται πάντα εξ ανατολών και όχι εκ δυσμών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!