Οριακό αποτέλεσμα από το δημοψήφισμα, διχασμός πολιτικός και κοινωνικός η εικόνα, αλλά έλλειψη ηγεσίας για κίνημα ανατροπής και στάση ανοχής-στήριξης από τα αντιτιθέμενα διεθνή συμφέροντα
Του Απόστολου Αποστολόπουλου
Η Τουρκία βγήκε, φαινομενικά, διχασμένη από το δημοψήφισμα. Αλλά τα φαινόμενα ενίοτε απατούν. Ο διχασμός στις κάλπες δεν εμποδίζει συνήθως μια χώρα να συνεχίσει κανονικά τη ζωή της. Για έναν πολιτικό – κοινωνικό διχασμό χρειάζεται μια πολιτική ηγεσία να ηγηθεί του κινήματος ανατροπής. Όπως πχ το 1961 όταν ο Γ. Παπανδρέου και η Ένωση Κέντρου κατήγγειλαν εκλογές βίας και νοθείας και ακολούθησε «Ανένδοτος Αγώνας». Η πρώτη αντίδραση του αρχηγού του Ρεπουμπλικανικού κόμματος δεν προδιαθέτει μια τέτοιου είδους δυναμική στάση. Ο Κιλιντσάρογλου απειλεί τον Ερντογάν ότι θα τον σύρει στα δικαστήρια, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ο ένας κάνει πολιτική και ο άλλος κάνει τον δικηγόρο. Με την υποσημείωση ότι η «Ευρώπη», ψοφοδεής, δείχνει να φοβάται τον Ερντογάν, όπως κάποτε τον Σουλτάνο όχι μόνο στην ακμή αλλά και στην παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Να το πούμε με λίγα και καθαρά λόγια: Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι ΗΠΑ αλλά και η Ρωσία, όλοι αυτοί και χωρίς εξαίρεση, αντιμετωπίζουν την Τουρκία με ένα μίγμα κυνικού υπολογισμού, δέους, στενόμυαλου συμφέροντος και προπαντός με τη σκέψη ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει από την κίνηση του οποιουδήποτε να επωφεληθούν οι άλλοι παίκτες που σαν ύαινες καιροφυλακτούν να αρπάξουν κάποιο κομμάτι. Η ανάγκη ισορροπίας των δυνάμεων κράτησε την Τουρκία ως σήμερα ολόκληρη, αφού είχε καταρρεύσει ως αυτοκρατορία. Αυτό είναι το ακόμα εκκρεμές Ανατολικό Ζήτημα, η ουρά του.
Οι ΗΠΑ και η Ρωσία ζήτησαν ήδη να γίνει σεβαστό το αποτέλεσμα των εκλογών. Οι δυο ισχυροί παίκτες βολεύονται με τον Ερντογάν ή, έστω, δεν έχουν, άμεσα, εναλλακτική λύση. Το συμπέρασμα είναι ότι για να υπάρξει ένα κίνημα ανατροπής θα πρέπει να ξεκινήσει μόνο του και να βρει – αν βρει – εξωτερικά στηρίγματα αργότερα. Δύσκολο. Χωρίς εξωτερική στήριξη (λέγε με υποκίνηση) είναι απίθανο να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητα προβλήματα ο Ερντογάν, επειδή τα αντιτιθέμενα διεθνή συμφέροντα οδηγούν στην ανοχή – στήριξή του. Άλλωστε ποια άλλη εξωτερική πολιτική μπορεί να προτείνει η τουρκική αντιπολίτευση; Ο κεμαλισμός ήθελε ένταξη της Τουρκίας στη Δύση αλλά η Δύση φλερτάρει με τον διαμελισμό της χώρας. Αντίστροφα, ο μαχητικός ισλαμισμός δεν φαίνεται να αποτελεί ικανό και βιώσιμο σύμμαχο παρά τα συγχαρητήρια της Σαουδικής Αραβίας στον Ερντογάν.
Η οικονομία από μόνη της διώχνει κυβερνήσεις, αλλά σπανιότατα ανατρέπει καθεστώτα όπως αυτό του Ερντογάν και πάντως η Τουρκία δεν βρίσκεται σε εξαθλίωση. Η αντίθεση «κοσμικό ή θρησκευτικό» κράτος με την προφανή πολιτική διάσταση είναι χαίνουσα πληγή, κρίσιμη αν ηττηθούν ολοσχερώς οι τζιχαντιστές. Γι’ αυτό ο Ερντογάν θέλει τη θανατική ποινή ως απειλή εναντίον κάθε αντιπάλου. Και γι’ αυτό θα επιμένει ως το τέλος να επιβάλλει τη θέλησή του.
Ο Ερντογάν δεν είναι περισσότερο αυταρχικός από τους Ευρωπαίους (συγκρίνετε πχ τη στάση τους απέναντί μας) αλλά αυτοί έχουν ακόμα τη λεοντή της δημοκρατίας. Οι Ευρωπαίοι τρέμουν μόνο το μεταναστευτικό, ύστατο φόβητρο στα χέρια του Ερντογάν. Αντίστροφα, αυτό που φοβίζει τον Ερντογάν είναι να συνεννοηθούν ΗΠΑ και Ρωσία για το Μεσανατολικό – Συριακό και επομένως για την τύχη της Τουρκίας. Σύμμαχός του σ’ αυτό η διαιρετική, δηλητηριώδης πολιτική της Αγγλίας. Αν τα βρουν Πούτιν και Τραμπ θα ξεφορτωθούν τον Ερντογάν πριν να ανοιγοκλείσει τα μάτια του για τελευταία φορά.
Έχουν φυσικά δίκιο όσοι, στην Ελλάδα και αλλού, υποστηρίζουν ότι κάποια στιγμή μπορεί να πληρώσει ακριβά τις βόλτες από την Ουάσιγκτον στη Μόσχα και τούμπαλιν. Σάμπως, όμως, ο Βενιζέλος δεν πλήρωσε πανάκριβα παίζοντας μονομερώς με τους Εγγλέζους και καταστράφηκε η Σμύρνη; Όταν παίζεις μπορεί και να χάσεις. Αν δεν παίξεις είσαι αποπαίδι.
Το ερώτημα είναι απλό και σαφές προς πάντες: είναι αλήθεια ή όχι ότι οι Δυτικοί θέλουν να διαμελίσουν την Τουρκία; Αν είναι αλήθεια, τι νομίζουν ότι οφείλει να κάνει ο όποιος Τούρκος ηγέτης για το συμφέρον της πατρίδας του; Αν δεν μπούμε στη θέση του γείτονα, ώστε να κατανοήσουμε τι θέλει και τι μπορεί ο Ερντογάν και κάθε πιθανός αντίπαλος, θα αντιμετωπίζουμε διαρκώς δυσάρεστες εκπλήξεις. Το άλλο ερώτημα είναι τι να κάνουμε εμείς; Δεν βλέπω πολλούς πρόθυμους να λένε ότι δεν υπάρχει άλλη λύση εκτός από σκληρές θυσίες και πολεμική διαθεσιμότητα αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την Τουρκία και τον οποιοδήποτε αντίπαλο. Να πολεμάμε με τα λόγια τον Ερντογάν είναι φτηνή δημαγωγία και συνειδητή παραπλάνηση του κόσμου.
Εκτός από την Ελλάδα, οι Κούρδοι είναι οι πιο άμεσα ενδιαφερόμενοι. Περισσότερο ή λιγότερο θυμίζουν αρκετά τους διχασμούς, τους δισταγμούς και τις συναλλαγές με ξένα συμφέροντα της Επανάστασης του 1821, με αποτέλεσμα ένα ελληνικό κράτος- προτεκτοράτο των Βρετανών (αρχικά και των Γάλλων και των Ρώσων) με ξένο βασιλιά και πολλούς ηγέτες του αγώνα στη φυλακή ή δολοφονημένους. Οι Κούρδοι δεν έχουν σαφή στρατηγική, αν αγωνίζονται για αυτονομία εντός της Τουρκίας ή για απόσχιση και αυτόνομο κράτος, αδυναμία που ίσως την πληρώσουν ακριβά.
ΥΓ: Έχω ήδη γράψει δυο άρθρα για τις γαλλικές εκλογές. Κάτι ακόμα: το γαλλικό κατεστημένο διακατέχεται από άγχος και ξαφνικό έρωτα προς τον παλιό τροτσκιστή και νυν πατριώτη Μελανσόν, παλιό όσο και ο Γούλφοβιτς, ο «μαύρος πρίγκηψ» της διακυβέρνησης Μπους. Ο Μελανσόν, που ψαρεύει στους ψηφοφόρους του γκωλιστή Ενιάν και της Λεπέν, έγραψε στις 10 Απρίλη – στη γραμμή ΗΠΑ – Ερντογάν – στο twitter: «ό,τι ο Μπασάρ Αλ Άσαντ είναι εγκληματίας, το ξέρει όλος ο κόσμος».