Το 2014 ανατράπηκε βίαια στο Κίεβο από τις ένοπλες φασιστικές ομάδες και αναγκάστηκε να διαφύγει στο εξωτερικό ο εκλεγμένος πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτωρ Γιανουκόβιτς ο οποίος ήταν εταίρος των ολιγαρχών της Ανατολικής Ουκρανίας, δεν ήταν κανένας αθώος, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που οι Δυτικοί ήθελαν να τον ξεφορτωθούν. Ο λόγος ήταν ότι πολιτικά δεν ήταν εξάρτημα τους, προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα στην επιρροή της Ρωσίας και την επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ. Έτσι, μετά την ανατροπή του, η εξουσία παραδόθηκε στους πολιτικούς που συμφωνούσαν να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ και στους ολιγάρχες που ήταν πρόθυμοι να συνδέσουν τα συμφέροντά τους αποκλειστικά με τα δυτικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα και σχέδια. Συμπερασματικά, οι επιλογές της Δύσης είχαν ολοφάνερα ύφος και χρώμα ιμπεριαλιστικό και όχι δημοκρατικό.
Εκείνη την εποχή και τα χρόνια που ακολούθησαν πηγαινοερχόμουν στην Ουκρανία και -με τις κεραίες μου σε εγρήγορση- παρακολουθούσα από πολύ κοντά τις εξελίξεις. Πολύ γρήγορα το κλίμα άλλαζε από το κακό στο χειρότερο. Η κοινωνία είχε αναστατωθεί και οι απλοί άνθρωποι δεν ήξεραν πώς να φερθούν για να μην μπλέξουν άσχημα. Άλλοι αντέδρασαν αρνητικά στην ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης και άλλοι συντάχθηκαν με τους εγκάθετους που εμφανίστηκαν στη Μαριούπολη και επέβαλαν τη δική τους εξουσία με στρατό και παραστρατιωτικές ομάδες καλά εξοπλισμένες και χρηματοδοτημένες από τους ολιγάρχες που ήθελαν να πάρουν το μέρος της Δύσης. Ο ίδιος ο νέος πρόεδρος, ο Πέτρο Ποροσένκο, ήταν ένας ολιγάρχης, απ’ αυτούς που μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας είχαν αρπάξει και διαμοιράσει μεταξύ τους, όχι αναίμακτα, όλο τον πλούσιο δημόσιο τομέα της οικονομίας που περιλάμβανε την ενέργεια, τις επικοινωνίες, τις τράπεζες, τις μεταφορές, τα τεράστια μεταλλουργικά συγκροτήματα, τα ορυχεία, τα ναυπηγεία, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, τα τρόφιμα, ακόμα και τα εργοστάσια που έβγαζαν σοκολατάκια! Δεν ξέρω αν έχει γίνει ποτέ σε άλλη χώρα τέτοια μαζική λεηλασία της δημόσιας περιουσίας μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα! Ούτε αυτό φαίνεται πολύ δημοκρατικό! Οι Δυτικοί, όμως, δεν είχαν τέτοιες αναστολές, απλά πέταξαν έξω κάποιους ολιγάρχες που δεν έδειξαν προθυμία να συμμορφωθούν με τις εντολές τους και συνεργάστηκαν με τους υπόλοιπους.
Και οι φασίστες, ορμώμενοι κυρίως από τη δυτική Ουκρανία, με την κάλυψη πλέον του κράτους, οργανώθηκαν, ενισχύθηκαν και έβαλαν χέρι από το στρατό μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ τιμωρούσαν κάθε έναν που θα τολμούσε να εκφέρει αντιρρήσεις. Κι αυτό αποκλειστικά με τη δύναμη των όπλων και της τρομοκρατίας καθώς στις εκλογές παρ’ όλη την εξαιρετικά θορυβώδη παρουσία τους απέσπασαν πολύ μικρό ποσοστό ψήφων. Για άλλη μια φορά οι πολιτικοί του λεγόμενου Κέντρου ανέλαβαν να εφαρμόσουν δουλικά τα σχέδια της Δύσης εναντίον της Ρωσίας και να φέρουν σε πέρας την καταστροφή της Ουκρανίας!
Αρπαγές
Στη Μαριούπολη, κατέφθασαν ουκρανικά στρατεύματα και «τάγματα» πάνοπλων ένστολων που είχαν δικούς τους αρχηγούς και χρηματοδοτούνταν από μερικούς ολιγάρχες που προσπαθούσαν να επεκτείνουν το πεδίο ελέγχου και επιρροής τους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, αφού είχαν καταστείλει στρατιωτικά, διαθέτοντας ανώτερο οπλισμό, κάθε αντίσταση, οι ολιγάρχες ολοκλήρωσαν και τον έλεγχο όλου του οικονομικού τομέα της πόλης, του λιμανιού και μέρος της αγροτικής υπαίθρου. Για παράδειγμα, ο Μπόικο που ήταν από την αρχή της δεκαετίας του ’90 ο ισχυρότερος παράγοντας της Μαριούπολης, είχε τελικά εξαναγκαστεί να παραδώσει το τεράστιο βιομηχανικό μεταλλουργικό συγκρότημα Ιλιτσά, με μήκος 18 χιλιομέτρων και δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, στον Ρενάτ Αχμέτοφ. Ο Μπόικο, έλεγαν οι φίλοι μου που εργάζονταν στο εργοστάσιο, είχε δώσει μετοχές στους εργάτες που είχαν υψηλότερους μισθούς από το μέσο όρο της πόλης, δουλεύοντας, βέβαια, σε ένα πολύ ανθυγιεινό περιβάλλον. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι ένιωσα όταν πήρα την άδεια από τον διευθυντή του προσωπικού που ήταν Έλληνας να επισκεφτώ το συγκρότημα και βρέθηκα στους τεράστιους χώρους επεξεργασίας του μετάλλου με τους φούρνους που δεν έσβηναν ποτέ να λιώνουν το σκραπ που έφερναν τα τρένα αδιάκοπα όλο το εικοσιτετράωρο. Είχα τάσεις φυγής βλέποντας τι αναπνέω, και βέβαια τι αναπνέουν οι εργαζόμενοι επί χρόνια, καθώς λαμπύριζαν στις ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν από μικρά ανοίγματα στις πανύψηλες οροφές τα άπειρα μικροσώματα από τα μέταλλα που πλανώνταν σαν νέφος στην ατμόσφαιρα προτού διεισδύσουν στα πνευμόνια μας!
Ο Αχμέτοφ ήταν ο ισχυρότερος ολιγάρχης της Ανατολικής Ουκρανίας που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρόσθετε συνεχώς μεγάλες παραγωγικές μονάδες στο προσωπικό του βασίλειο. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε αποκτήσει τα σπουδαιότερα «φιλέτα», από τα ανθρακωρυχεία του Ντονμπάς και το αεροδρόμιο του Ντονιέτσκ μέχρι την ποδοσφαιρική ομάδα των ανθρακωρύχων, τη «Σαχτιόρ». Στην πορεία, μετά το 2014, από βασικός υποστηρικτής του Γιανουκόβιτς μεταστράφηκε και δήλωσε πίστη στη διορισμένη από τους δυτικούς εξουσία του Κιέβου.
Σε όλους τους δημόσιους χώρους ήταν αισθητή η παρουσία των νεοφασιστικών ταγμάτων. Το «τάγμα Αζόφ», το πιο γνωστό και πιο ισχυρό από τα «Ντνίπρο», «Σάντα Μαρία», «Αϊντάρ» κ.λπ., είχε χρηματοδότη τον ολιγάρχη Κολομόισκι που είχε την έδρα του στο Ντνιπροπετρόφσκ και ήταν ιδιοκτήτης του τηλεοπτικού δικτύου στο οποίο παιζόταν το σίριαλ στο οποίο πρωταγωνιστούσε ως ηθοποιός ο Ζελένσκι!

Νοσταλγία
Ο πόλεμος των Δυτικών εναντίον των Ανατολικών, τόσο στο επίπεδο των συγκρουόμενων κρατών όσο και στο επίπεδο των λαών στο εσωτερικό της Ουκρανίας, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού πολέμου που μεθοδεύτηκε από τη Δύση τουλάχιστον από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας το 1991 και υλοποιήθηκε με επιμέρους απόπειρες σταδιακά ιδίως από το 2004 και μετά. Επομένως, δεν πρέπει να ξαφνιάζει ούτε το βαρύ πλήγμα που δέχτηκε ο Ελληνισμός, απ’ ευθείας ή από σπόντα, ο οποίος -αν υπήρχε ευθυκρισία στον πόλεμο- ως μη εμπλεκόμενος στις γεωπολιτικές και τις εθνοτοπικές αντιθέσεις θα έπρεπε να έχει μείνει έξω από τα πεδία των αντιπαραθέσεων και των συγκρούσεων. Εξάλλου, ο Ελληνισμός αποτελούσε μια από τις πιο θετικές δυνάμεις στην ανόρθωση της Ουκρανίας, δεν αναμιγνυόταν στους σκληρούς ανταγωνισμούς πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων κρατώντας μετριοπαθή στάση και συνεργαζόταν άψογα με τις κρατικές αρχές τις οποίες δεν επιβάρυνε καν με τις δράσεις του.
Μάλιστα, και μετά την πολιτική ανατροπή του 2014, όλοι οι φορείς του Ελληνισμού στην πρώτη φάση των εχθροπραξιών επέδειξαν ακόμα μεγαλύτερη σύνεση, πράγμα το οποίο δεν ήταν εύκολο επειδή οι συντελεστές του πραξικοπήματος, ήξεραν πολύ καλά ότι το Κόμμα των Περιφερειών στο οποίο ανήκε ο ανατραπείς πρόεδρος Βίκτωρ Γιανουκόβιτς και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας με τον Πέτρο Σιμονένκο γενικό γραμματέα, είχαν πολύ μεγάλη επιρροή καθώς έπαιρναν αθροιστικά στην Κριμαία, την Ανατολική και Νότια Ουκρανία τη συντριπτική πλειονότητα των ψήφων. Συγκεκριμένα, στις εκλογές του 2012, που ήταν οι τελευταίες στις οποίες συμμετείχαν τα δύο κόμματα γιατί μετά το πραξικόπημα απαγορεύτηκε η λειτουργία τους, τα ποσοστά τους ανά περιφέρεια ήταν τα ακόλουθα: Λουγάνσκ: Κόμμα Περιφερειών 57.06% – ΚΚΟΥ 25.14% (άθροισμα 82.20%), Ντονιέτσκ-Μαριούπολη: 65.09% – 18.85% (84.94%), Λουγάνσκ: 57.06% – 25.14% (82.20%), Οδησσός: 41.90% – 18.16% (60.06%), Σεβαστούπολη: 46.90% – 29.46% (76.36%), Κριμαία: 52.34% – 19.41% (71.75%), Χάρκοβο: 40.97% – 20.84% (61.81%) κ.λπ.
Αντίστοιχα, στη Δυτική Ουκρανία, ισχυρότερα ήταν τα κόμματα που υπόσχονταν δωρεάν βίζες για την Ευρώπη, γι’ αυτό στο σύνολο της χώρας το Κόμμα των Περιφερειών και το ΚΚΟΥ πήραν 30.01% – 13.18% (43.18%). Επίσης με πολύ υψηλό ποσοστό στην Κριμαία, την Ανατολική και Νότια Ουκρανία είχε επικρατήσει στο σύνολο της χώρας και ο Γιανουκόβιτς στις προεδρικές εκλογές.
Αξίζει να σημειωθεί κάτι που σκοπίμως σπάνια αναφέρεται ή σχολιάζεται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Το πραξικόπημα στρεφόταν όχι μόνο εναντίον του προέδρου Γιανουκόβιτς, όπως εμφανίστηκε, αλλά και εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας που ειδικά στην Ανατολική και Νότια Ουκρανία και την Κριμαία είχε πάρα πολύ μεγάλη επιρροή που φαίνεται κι από το ποσοστό του που κυμαίνεται από 18% στην Οδησσό έως 30% στη Σεβαστούπολη! Δεν θεωρούσαν το ΚΚ ικανό να επανέλθει στην εξουσία, δεν είχε μάλλον τα φόντα, αλλά το μισούσαν επειδή συμβόλιζε με τον πιο καταφανή τρόπο τη νοσταλγία ενός πολύ μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, κάθε ηλικίας, για τη Σοβιετική Ένωση! Όλη η Δύση και η εντόπια αντικομμουνιστική φασιστική Δεξιά είχε πρώτιστο στόχο να εξαφανίσει κάθε τι που θύμιζε τη Σοβιετική Ένωση που είχε ευεργετήσει τα πλατιά λαϊκά στρώματα της κοινωνίας. Γι’ αυτό ξήλωναν τα ονόματα από τους δρόμους και τις πλατείες, κατέστρεφαν τα αγάλματα του Λένιν και τα σφυροδρέπανα από τις προσόψεις των κτηρίων, γι’ αυτό έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να εξαλείψουν κάθε τι που θύμιζε τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμα και τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη το 1945 που κόστισε σε όλους τους λαούς της πάνω από 25 εκατομμύρια νεκρούς και πολύ περισσότερους τραυματισμένους, ξεριζωμένους και ακρωτηριασμένους.
Επιδρομή ανατολικά
Ήταν φανερό ότι πολιτικά η χώρα ήταν μοιρασμένη στα δύο, αλλά κοινωνικά και πολιτισμικά αυτό δεν επηρέαζε αρνητικά την ειρηνική συμβίωση των πολιτών της. Μόνο με ισχυρή και οργανωμένη παρέμβαση του ξένου παράγοντα, με αφθονία χρημάτων και συμβολή των πιο διεφθαρμένων στοιχείων, ολιγαρχών και φασιστών, για την πραγματοποίηση πραξικοπήματος, την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης και την απαγόρευση λειτουργίας των κυβερνητικών κομμάτων, μπορούσε να δηλητηριαστεί η συνοχή των λαών, να επιβληθεί η βία, να χυθεί πολύ αίμα και να καταστραφεί η χώρα.
Με αυτά τα δεδομένα, οι πραξικοπηματίες που υφάρπαξαν την εξουσία στο Κίεβο με την αμέριστη και ολοφάνερη υποστήριξη των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκαναν στρατιωτική επιδρομή στην Ανατολική και Νότια Ουκρανία για να καταστείλουν τις αντιδράσεις του κυρίως ρωσόφωνου πληθυσμού τον οποίο εξ αρχής θεωρούσαν εχθρικό στις επιδιώξεις τους να κυβερνήσουν δικτατορικά και να αφαιρέσουν από πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας όχι μόνο κάθε συμμετοχή στα κοινά, αλλά και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά και κοινωνικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
Όταν, μάλιστα, ξέσπασαν οι αντιδράσεις, αυθόρμητες σε μεγάλο βαθμό, από το Χάρκοβο, το Ντονιέτσκ, το Λουγάνσκ και τη Μαριούπολη μέχρι την Οδησσό και την Κριμαία, οι στρατιωτικές δυνάμεις που ανέλαβαν να επιβάλουν τη νέα τάξη πραγμάτων και αποτελούνταν από τμήματα του τακτικού ουκρανικού στρατού και δυνάμεις των νεοφασιστικών «ταγμάτων», χρησιμοποίησαν ωμή βία με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, πυροβολικό, τανκς, πεζικό, νάρκες κ.λπ.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Όπου επικρατούσαν, καθαιρούσαν τις τοπικές αρχές, εκλεγμένους τοπικούς άρχοντες, επικεφαλής αστυνομικών και άλλων διοικητικών υπηρεσιών, ακόμα και διευθυντές σχολείων και μουσείων διορίζοντας τους δικούς τους ανθρώπους. Μάλιστα, η ανατολική περιοχή γέμισε από άτομα, μεταξύ των οποίων χιλιάδες στρατιωτικοί, που προέρχονταν από τη δυτική πλευρά της χώρας, μιλούσαν βαριά ουκρανικά και θεωρούσαν όλους τους ρωσόφωνους εχθρούς ή προδότες αν ήταν ουκρανικής καταγωγής. Επί πλέον, οι νέες αρχές, οι εισαγόμενοι, ένοπλοι οι περισσότεροι, και οι εντόπιοι ομοϊδεάτες τους, ορισμένοι εργάζονταν ήδη σε χρηματοδοτούμενες από το ίδρυμα Σόρος και άλλες δυτικές πηγές ΜΚΟ, από πολύ νωρίς άρχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις σε οτιδήποτε, υλικό και άυλο, σχετιζόταν με την εντόπια ιστορία και κουλτούρα, από τις επιγραφές των δρόμων και των προορισμών, τα αντιπολεμικά μνημεία και τα αγάλματα ηρώων και προσωπικοτήτων που κοσμούσαν τις πόλεις και τα χωριά, τους ναούς οι οποίοι στη μεγάλη πλειονότητά τους ανήκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας που υπάγεται στο Πατριαρχείο της Μόσχας και, βέβαια, εναντίον της ρώσικης γλώσσας που ήταν η καθομιλουμένη στο μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας, ακόμα και στην πρωτεύουσα της χώρας.
Εναντίον του ελληνικού στοιχείου δεν εκδηλώθηκε, απ’ όσα βίωσα και όσα μου έχουν πει οι ιθύνοντες του οργανωμένου Ελληνισμού με τους οποίους είχα πάρα πολύ ισχυρό δεσμό, ανθελληνικό πογκρόμ, αλλά το γενικό κλίμα ήταν υπεραρκετό για να προκαλέσει αναστάτωση και φόβο στις ελληνικές κοινότητες που ήταν κατ’ εξοχήν ρωσόφωνες και είχαν ανέκαθεν ισχυρότατες σχέσεις συνύπαρξης τόσο με τους Ρώσους όσο και με τους Ουκρανούς χωρίς καν να τους διαχωρίζουν. Εξάλλου, είχαν όλοι μεγαλώσει σε μια περιοχή που δεν είχε καν σύνορα με τη Ρωσία για να χωρίζουν φίλους, συνεργάτες και συγγενείς που ζούσαν λίγα χιλιόμετρα πιο ανατολικά.

Το Πανεπιστήμιο
Ως αποτέλεσμα, όμως, του γενικού κλίματος και των μέτρων που εφαρμόστηκαν με οδηγίες από το Κίεβο για την βίαιη ουκρανοποίηση, ο Ελληνισμός δέχτηκε δύο πλήγματα που είχαν μεγάλο συμβολικό, αλλά και πρακτικό χαρακτήρα. Αντικαταστάθηκαν ο ελληνικής καταγωγής εκλεγμένος πολλές φορές δήμαρχος της Μαριούπολης Γιούρι Χοτλουμπέι και ο επίσης ελληνικής καταγωγής πρύτανης του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μαριούπολης Κωνσταντίνος Μπαλαμπάνοφ ο οποίος ήταν και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων της Ουκρανίας.
Το Πανεπιστήμιο της Μαριούπολης, ιδρύθηκε λίγο μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας από στελέχη της ελληνικής κοινότητας, γι’ αυτό πρύτανής του ήταν ο Κωνσταντίνος Μπαλαμπάνοφ από το ελληνικό χωριό Μάλι Γιανισόλ ο οποίος πήρε πάνω του αυτό το πολύ φιλόδοξο έργο να δημιουργήσει ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο σε μία επαρχιακή βιομηχανική περιοχή της Ουκρανίας δίνοντας μεγάλη έμφαση στην ελληνική παιδεία, μαζί με τις σχολές νομικής, οικονομικών, ιστορίας και ξένων γλωσσών. Ξεκίνησε ως ινστιτούτο παράρτημα του Πανεπιστημίου του Ντονιέτσκ και γρήγορα λόγω της πολύ καλής εξέλιξής του αναβαθμίστηκε σε κρατικό πανεπιστήμιο της Μαριούπολης. Το Πανεπιστήμιο μαζί με την Ομοσπονδία έγιναν όχι μόνο οι πυλώνες του Ελληνισμού της Ουκρανίας, αλλά και της πόλης και της ευρύτερης αζοφικής περιοχής, δύο πάρα πολύ ουσιαστικά κέντρα πολιτισμού με μεγάλη δράση, δυναμισμό και επιρροή. Στο δε ζήτημα της γλώσσας, πέρα από τη διδασκαλία της, το Πανεπιστήμιο οργάνωνε κάθε χρόνο την Ολυμπιάδα της γλώσσας και του πολιτισμού με τη συμμετοχή των καλύτερων ελληνομαθών φοιτητών απ’ όλη τη χώρα και η Ομοσπονδία την Ολυμπιάδα των μαθητών επίσης με πάρα πολλές συμμετοχές από όλη την Ουκρανία.
Το Πανεπιστήμιο είχε πάνω από 500 φοιτητές που σπούδαζαν ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο τμήμα ελληνικών σπουδών και στα τμήματα ξένων γλωσσών και ιστορίας. Οι περισσότεροι από τους φοιτητές και τους καθηγητές ήταν κυρίως ελληνομαθείς Ουκρανοί και Ρώσοι. Όλα αυτά στη Μαριούπολη, τότε που σχεδόν κανένας στην Ελλάδα δεν ήξερε πού πέφτει αυτή η πόλη ούτε καν την είχε ακούσει.
Αυτό το Πανεπιστήμιο, μετά το 2014, δεν προστατεύτηκε από τις ουκρανικές αρχές με αποτέλεσμα να υποστεί πολύ μεγάλες ζημιές στα κτήρια, στις βιβλιοθήκες και τις υποδομές του. Οι δε Ουκρανοί, χάνοντας τη Μαριούπολη, μετέφεραν την έδρα του πανεπιστημίου στο Κίεβο. Αυτό κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα στο πανεπιστήμιο, αλλά και στον ιστό της πόλης και στον ελληνικό της χαρακτήρα. Βέβαια, στη φάση της ανασυγκρότησης που άρχισε αμέσως μετά την εκδίωξη των μονάδων του ακροδεξιού Αζόφ, τα κτήρια ξαναχτίζονται, όπως ολόκληρη η πόλη, και το Πανεπιστήμιο στη Μαριούπολη ξεκίνησε υπό νέα διοίκηση και υπό νέο κρατικό καθεστώς. Πάντως, θα χρειαστεί πολύ μεγάλη προσπάθεια για να ξαναστηθεί και να δυναμώσει το τμήμα ελληνικών σπουδών που είχε διαλυθεί από την ολιγορία των ουκρανικών αρχών και τις εχθροπραξίες, αλλά και από το κλίμα φοβίας που είχε δημιουργηθεί από τους φανατικούς εθνικιστές που έβλεπαν με μεγάλη καχυποψία και τις ελληνικές σπουδές προτιμώντας να υποστηρίξουν τα τμήματα αγγλικής και γερμανικής φιλολογίας.
Τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμού, το Πανεπιστήμιο της Μαριούπολης έκανε επανεκκίνηση, χωρίς τους Ουκρανούς που έφυγαν και χωρίς τους Έλληνες που έμειναν, με μια πάρα πολύ σημαντική προσθήκη στον τίτλο του. Ονομάστηκε Πανεπιστήμιο «Άρχιππος Κουιντζής» που αποτελεί άμεση αναφορά στην ελληνική ιστορία της πόλης και του ιδρύματος δια μέσου του Έλληνα ζωγράφου της Μαριούπολης που έγινε εθνικός ζωγράφος της Ρωσίας με παγκόσμια φήμη. Ας είναι μια καλή αρχή…