του Θανάση Μουσόπουλου*

 Οι δύο αιώνες νεοελληνικού λόγου, που δηλώνει η σειρά των κειμένων μας, ξεκινούν με την ίδρυση του κράτους. Όπως σημειώνει στην «Ιστορία της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» ο Λίνος Πολίτης (Θεσσαλονίκη 1969): «Με την αποκατάσταση του ελληνικού κράτους ύστερ’ από τον δεκάχρονο αγώνα της Επανάστασης αρχίζει και για την πολιτική και για την πνευματική ιστορία μια καινούρια εποχή» (σελ. 44).

Όπως γράφω σε ένα παλιότερο κείμενό μου: «Η κατάσταση μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους είναι ασφυκτική και εκρηκτική. Τα “Απομνημονεύματα” του στρατηγού Μακρυγιάννη αντικατοπτρίζουν πιστά την κατάσταση. Οι Φαναριώτες επικρατούν σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής και πνευματικής ζωής. Επιβάλλεται η “καθαρεύουσα” και ο ρομαντισμός.

Παρά την απωθητικότητα του σημερινού αναγνώστη προς τα δημιουργήματα της περιόδου αυτής, μερικά ποιητικά έργα διασώζουν στα ποιήματά της το κλίμα της περιόδου.

Στην πεζογραφία η “Πάπισσα Ιωάννα” του Εμμανουήλ Ροΐδη και ο “Θάνος Βλέκας” του Παύλου Καλλιγά ξεχωρίζουν και διαβάζονται ως τις μέρες μας. Στο χώρο του Θεάτρου η “Βαβυλωνία” του Δημήτριου Βυζάντιου είναι μια από τις καλύτερες κωμωδίες του νεοελληνικού δραματολογίου» (Θ. Μουσόπουλου, Προσεγγίσεις στη Λογοτεχνία της Β΄ ενιαίου λυκείου, 1999, σελ. 13).

Για τους Φαναριώτες έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη ενότητα [«Νεοελληνική Λογοτεχνία 1669-1821» (18/11/23)]. Να προσθέσουμε ότι μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, έρχονται στο νέο εθνικό κέντρο κουβαλώντας εμπειρία και παιδεία. Η διανόηση του νέου ελληνισμού κατά κύριο λόγο αποτελείται από Φαναριώτες της Κωνσταντινούπολης και του απόδημου ελληνισμού, κυρίως από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αυτοί αποτελούν και τον κορμό όχι μόνο της νεοελληνικής λογοτεχνίας της περιόδου 1830-1880, αλλά και του πολιτισμού εν γένει.

Οι Φαναριώτες εισάγουν στην Αθηναϊκή Λογοτεχνία τον Ρομαντισμό, ένα γενικότερο ρεύμα που επικρατεί στην Ευρώπη και Αμερική κατά τον 19ο αιώνα, σε όλες τις τέχνες, και όχι μόνο. Ο Ρομαντισμός, σε αντιδιαστολή με τον τότε επικρατούντα κλασικισμό, χαρακτηρίζεται από στροφή στη φαντασία και στο συναίσθημα, από επιστροφή στη φύση, γενικότερα από μια ελευθερία στη μορφή και στην έκφραση. Μπορούμε να προσθέσουμε τη στροφή στο ένδοξο παρελθόν, τις πατριωτικές κορώνες, τη χρήση της καθαρεύουσας – ή και της αρχαΐζουσας, μερικές φορές τη μελαγχολία και το πομπώδες ύφος.

Στην πρώτη ενότητα θα αναφερθούμε στην ποίηση της περιόδου, ενώ στην επόμενη θα προσεγγίσουμε την πεζογραφία και το θέατρο.

***

Όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης, «παρ’ όλη την καθαρεύουσα και παρ’ όλον τον ρομαντισμό, δίπλα στους πολλούς μέτριους ή κακούς ποιητές ξεχωρίζουν οι λίγοι που αρθρώνουν μια γνησιότερη λυρική φωνή και κατορθώνουν κάποτε να μεταβάλουν και το ρομαντισμό και την καθαρεύουσα σε αρετή» (Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, 1969, σελ. 46).

Η πρώτη ομάδα φαναριωτών ποιητών είναι δύο αδέλφια και ένας ξάδελφός τους.

Ο Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έζησε στην Αθήνα, πεζογράφος και ποιητής. Το εκτενές ποίημά του «Ο Οδοιπόρος» (1831) θεωρείται το πρώτο του αθηναϊκού ρομαντισμού.

Ένα απόσπασμα από τον «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟ ΕΙΣ ΤΗΝ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ»:

Σεβασθήτε τους ολίγους ημάς άνδρας του αγώνος!
Σεις ω παίδες! ημάς όσους αυτός σέβεται ο χρόνος
Εις καλύβας πενιχράς
Εκρεμάσετε δεμένες των πασάδων της Βτράτης
Των πασάδων της Αιγύπτου, των πασάδων της Βαγδάτης
Τας μακράς αλογουράς;
Είχετε σεις τους μεγάλους και λαμπρούς ημών αγώνας;
Είχετε σεις Θερμοπύλαις, είχετε σεις Μαραθώνας;
Είχετε σεις Πλαταιάς;
Αι εικόνες σας διήλθον τας οδούς της Γερμανίας;
Σας επεκελέσθη ζώντας εις το βήμα της Γαλλίας
Λαφαγέτης ή Φοάς;
Εις το έδαφος πατούντες, το αισθάνθητε σεις τρέμον
Από Νείλον εις Ευφράτην, από Ταίναρον εις Αίμον;

Ο Αλέξανδρος Σούτσος (Κωνσταντινούπολη 1803 – Σμύρνη 1863), αδελφός του Παναγιώτη, ασχολήθηκε με ποίηση, πεζογραφία και θέατρο. Το έργο του έχει σατιρικό χαρακτήρα, που χτυπούσε τους πολιτικούς της εποχής του.

Ένα χαρακτηριστικό δείγμα για τον νόμο περί τύπου του Όθωνα:

Ένας γερουσιαστής μας με το στόμα γελαστό, / Σούτσ’ ελεύθερε με λέγει, συχαρίκια σε ζητώ / Πρόβαλα υπέρ του τύπου δεκαπέντε άρθρα νόμου / και ιδού το σχέδιόν μου: / Είν’ ελεύθερος ο τύπος φτάνει μόνο να μη θίγει / της αρχής τους υπαλλήλους, τους κριτάς, τους υπουργούς μας / και των υπουργών τους φίλους. / Είν’ ελεύθερος ο τύπος, φτάνει μόνο να μη γράφει!

Ξάδελφος των προηγούμενων είναι ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Εκτός από ποιητής και πεζογράφος, ήταν καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πολιτικός και διπλωμάτης. Περίφημο είναι το ποίημα « Διονύσου πλους » που αποτελείται από εκατό πεντάστιχες στροφές.

Ἡ ἔκτασις τοῦ ἀχανοῦς
Αἰγαίου ἐκοιμᾶτο,
κ’ ἔβλεπες δύω οὐρανούς·
ὁ εἷς ἦν ἄνω κυανοῦς,
γλαυκὸς ὁ ἄλλος κάτω.

Αἱ διαλείπουσαι πνοαὶ
τοῦ ἔαρος ἐφύσων
ἀμφίβολοι καὶ ἀραιαί·
μακρὰν δ’ ἐφαίνοντ’ ὡς σκιαὶ
αἱ κορυφαὶ τῶν νήσων.

Περίφημο είναι και το τραγούδι «Ο ελεύθερος Έλλην» που αρχίζει:

Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά
στους βράχους πέφτει χιόνι
μες στ’ άγρια, στα σκοτεινά,
μέσα στας πέτρας, στα στενά,
ο Έλλην ξεσπαθώνει.

Οι επόμενοι ποιητές δημιουργούν στα χρόνια της παρακμής του ελληνικού ρομαντισμού. Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (Αθήνα 1843-1873), γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ασχολήθηκε με θέατρο και ποίηση. Πέθανε νέος από εγκεφαλικό. «Ματαιότης Ματαιοτήτων», ένα απόσπασμα:

Ματαιότης! λέγουν όσοι κύπτοντες υπό το γήρας
Της νεότητος φθονούσι την ακμαίαν ηλικίαν·
Και τα σκωριώντα όπλα παρατάττοντες της πείρας,
Την σταγόνα της πικρίας ρίπτουσιν εις την καρδίαν.
[…] Είναι όνειρον ο βίος· αλλά τώνειρον εκείνο
Κάλλιον γλυκύ ας είναι και με ρόδα ας κοσμήται.
Συνεχούς οδύνης μάλλον σύντονον χαρά προκρίνω
Λησμονείται η οδύνη, η χαρά δεν λησμονείται.

Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (Πάτρα 1845 – Παρίσι 1874) πέθανε επίσης νέος από φυματίωση. Ασχολήθηκε με ποίηση και θέατρο. Ενώ ο Αχιλλέας Παράσχος (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895) είναι από τους τελευταίους εκπροσώπους του ρομαντισμού. Λέγει ο Βασιλειάδης:

Είναι τυφλή η μοίρα μας, γριά ξεμωραμένη / χώνει στη γη το σμάραγδο, στη νύχτα άστρα ραίνει / στον ξηραμένο πλάτανο πλέκει κισσού κλωνάρια / στολίζει και το θάνατο με νιες και παλικάρια!

Κλείνουμε με το ποίημα Εις το Ωρολόγιον της αγοράς του Αχιλλέως Παράσχου:

Βάλτε φωτιά και κάψτε το στους τέσσερες αγέρες
Σκορπίσετε την σκόνη του· σημάδι να μη μείνη·
Είναι ντροπή τόσου καιρού να στέκεται ημέρες,
Ολόρθη η αδιάντροπη αυτή ευγνωμοσύνη…
Γκρεμίστε το· δεν ξέρετε στο έθνος τί αξίζει·
Στο έθνος; σ’ όλους τους λαούς, στην τέχνη, στη σοφία·
Διαμάντι κάθε πέτρα του, διαμάντι μας κοστίζει·
Μία του Ικτίνου ξεστεριά, μια σκέψι του Φειδία!

Στην επόμενη ενότητα θα αναφερθούμε στην Πεζογραφία και στο Θέατρο της περιόδου 1830-1880.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!