Του Φώτη Τερζάκη

 

Σαν ένα είδος παραρτήματος στη συζήτηση περί γεωπολιτικής, θα ήθελα να προσθέσω εδώ κάποιες σκέψεις σχετικά με τον διεθνισμό και το πολυσυζητημένο θέμα τής (εθνο)κρατικής κυριαρχίας. Με ενοχλεί πολύ κατ’ αρχάς όλη αυτή η δυσφήμηση του διεθνισμού που παρεισφρέει τελευταία σε έναν υποτιθέμενα ριζοσπαστικό λόγο, με πρόσχημα την κριτική σε μία ενδοτική «κυβερνώσα αριστερά» που έχει εκχωρήσει αμαχητί κάθε δικαίωμα «εθνικής κυριαρχίας». Θεωρώ τον διεθνισμό μία από τις υψηλότερες αξίες του επαναστατικού κινήματος, και η ταύτισή του με οιεσδήποτε πολιτικές υποτέλειας είναι πάντα εκ του πονηρού: λειτουργεί ως ενίσχυση του δηλητηριώδους εκείνου εθνοπατριωτισμού που ευθύνεται για τις τραγικότερες αποτυχίες τής σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο παρελθόν, και σήμερα απονέμει, στην πράξη, αν όχι εκ προθέσεως, το φωτοστέφανο της «αντισυστημικής» δύναμης στη μαχητική Δεξιά.

Διότι, πρώτον, η υποτέλεια στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο της Δύσης ήταν χαρακτηριστικό όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων, εκ συστάσεως του νεοελληνικού κράτους· και μία κυβέρνηση που ακολουθεί την ίδια γραμμή ταπεινωτικής εθελοδουλίας και παράδοσης, όπως η σημερινή, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία ν’ αποκαλείται «αριστερή», έστω και κατ’ επίφαση. Τίποτε απολύτως σε αυτή την πολιτική δεν έχει να κάνει με διεθνισμό, απεναντίας είναι -και ήταν- θαυμάσια συμβατό με τον «εθνικισμό» των ιθαγενών αστικών τάξεων, παρασιτικών και μεταπρατικών, που κυβερνούσαν ανέκαθεν τη χώρα με τη στήριξη των δυτικών προστατών τους. Δεύτερον, δεν υπάρχει επαναστατικός εθνικισμός. Ο εθνικισμός ήταν από καταβολής του ιδεολογία τής ανερχόμενης αστικής τάξης και μηχανή φαντασιακής νομιμοποίησης για την ταξική της κυριαρχία. Ο «εθνικισμός» των εθνοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών κινημάτων μπορούσε να λειτουργήσει κάποιες συγκεκριμένες στιγμές επαναστατικά μόνο υπό τον όρον ότι θα μετατρεπόταν εγκαίρως σε αντι-ιμπεριαλισμό και η αποτυχία μιας τέτοια μετατροπής σε συνολική κλίμακα -δηλαδή, η επικράτηση των εθνικών αστικών τάξεων και των ιδιοτελών τους συμφερόντων στη μεταποικιακή πραγματικότητα- ήταν ακριβώς ο παράγοντας που οδήγησε στην παγκόσμια ήττα.

Πρέπει να διαλυθεί οριστικά, λοιπόν, η σύγχυση ανάμεσα στον εθνικισμό και την εθνική ανεξαρτησία ή τον εθνικό αυτοκαθορισμό. Αν με τον τελευταίο όρο εννοούμε το δικαίωμα ενός λαού να ελέγχει τη ζωή και τη μοίρα στο πλαίσιο ενός επιμέρους εθνοκρατικού σχηματισμού μέσα στο παγκόσμιο διακρατικό σύστημα, είναι προφανώς κάτι το επιθυμητό και ζητούμενο, το κρίσιμο ερώτημα όμως που πρέπει ν’ ακολουθεί είναι: για ποιον; Η «εθνική ανεξαρτησία», πρέπει να θυμόμαστε, μπορεί να αρθρωθεί ως αίτημα τόσο σε ένα εθνικιστικό όσο και σε ένα διεθνιστικό συμφραζόμενο – και η σημασία της είναι πολύ διαφορετική σε κάθε περίπτωση. Η διεκδίκηση «ανεξαρτησίας» για το δικό μας έθνος δεν σημαίνει τίποτε παραπάνω από επιδίωξη ισχύος μέσα σε έναν άγρια ανταγωνιστικό διεθνή στίβο (πράγμα που εξηγεί γιατί κάποια έθνη, γεννημένα από εθνοαπελευθερωτικές επαναστάσεις, από τη στιγμή που αποκτούν κρατική υπόσταση γίνονται με τόση ευκολία τα ίδια ιμπεριαλιστικά). Η διεκδίκηση ανεξαρτησίας υπό διεθνιστική σκοπιά σημαίνει, απεναντίας, επιζητώ ανεξαρτησία για όλα τα έθνη: επιζητώ την ανεξαρτησία μου όχι ως προνόμιο αλλά ως καθολικά δεσμευτική αρχή στο παγκόσμιο διακρατικό σύστημα. Μόνο η τελευταία συλλογιστική δικαιώνει την εθνική ανεξαρτησία ως επαναστατικό αίτημα – που είναι το ίδιο σαν να λέμε, διαλύει την «εθνικιστική» στιγμή σε έναν διεθνιστικό αντι-ιμπεριαλισμό ως σταθερό γνώμονα και χάραξη πολιτικής στις παγκόσμιες σχέσεις.

*  *  *

Αυτή η διευκρίνιση θα έπρεπε να μας οδηγεί να ξανασκεφτούμε μια έννοια κεντρική στη θεωρία τού Διεθνούς Δικαίου, που μοιάζει να συνιστά το απώτερο ζητούμενο της «εθνικής ανεξαρτησίας»: την έννοια της κρατικής κυριαρχίας. Επειδή τείνουμε συνήθως να την εκλαμβάνουμε στην αμυντική της σημασία (υπό την οποία πιθανότατα πρωτοδιατυπώθηκε), παραβλέπουμε την τεράστια αμφισημία της και, κυρίως, τις υπονομευτικές της συνέπειες για τη θέσπιση μιας καθολική δεσμευτικής αρχής στις διακρατικές σχέσεις. Το παράδοξο που θέλω εδώ να τονίσω είναι ακριβώς το εξής: η βασική έννοια πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η ίδια η ιδέα ενός Διεθνούς Δικαίου (από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας μέχρι την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών) καθιστά το Διεθνές Δίκαιο ανέφικτο. Από τη στιγμή που το νεωτερικό, αστικό κράτος έχει συλληφθεί και εδραιωθεί ως «κυρίαρχη» οντότητα, θεωρητικά τουλάχιστον δεσμεύεται μόνο από τη δική του βούληση· πώς όμως τότε μπορούν να θεσπιστούν κανόνες για μια διεθνή κοινότητα, εάν και εφ’ όσον τα μέλη της δεν συμφωνούν να δεσμευθούν; Η ίδια η λογική τής φύσης τού κράτους μας αναγκάζει να δεχθούμε ότι ο μόνος τρόπος για να δεσμεύσεις κάποιο κράτος παρά τη βούλησή του, όταν αρνείται να υποχωρήσει σε δίκαιες ή άδικες απαιτήσεις ενός άλλου κράτους, είναι ο πόλεμος· και το ότι έσχατος διαιτητής στις διεθνείς σχέσεις παραμένει το πολεμικό πεδίο, όπου ο ισχυρός επιβάλλει ωμά τους κανόνες του (ή εξαιρεί οποτεδήποτε κρίνει τον εαυτό του από θεσπισμένους κανόνες), προκύπτει ως αναπότρεπτη συνέπεια της ιδέας τής κυριαρχίας.

Αυτός θεωρώ πως είναι ο κρίκος που συνδέει την καταστατική σύλληψη του νεωτερικού, αστικού κράτους με τον έμπρακτο γεγονός τού ιμπεριαλισμού (που παραδειγματική του ενσάρκωση στον καιρό μας είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Το πώς οι λαοί τού κόσμου θα οργανωθούν και θα δράσουν για να εξουδετερώσουν αυτή την παγκόσμια απειλή είναι βέβαια υπόθεση ζωής και θανάτου σήμερα· εκείνο που θέλω να πω εδώ, όμως, είναι ότι όποιος στρατεύεται σε τέτοιους αγώνες δεν μπορεί να το κάνει απλώς υπό την αξίωση της «εθνικής κυριαρχίας» – διότι από την ίδια ακριβώς αξίωση πηγάζουν οι καταχρηστικές εξουσίες που έχει ν’ αντιπαλέψει. Επαναστατικό αίτημα, για να το πω αλλιώς, δεν μπορεί να είναι η εθνική άμυνα οιουδήποτε σχηματισμού -παρ’ όλο που ως τακτικό μέσο δεν μπορεί ν’ απορριφθεί- αλλά το να πάψει να θεωρείται ο πόλεμος πιθανό όργανο κρατικής πολιτικής· και για να γίνει αυτό, πρέπει να διαβρωθεί η έννοια της κρατικής κυριαρχίας. Που σημαίνει, πρέπει να πάψουμε να σκεφτόμαστε τα έθνη-κράτη ως έσχατα συγκροτητικά υποκείμενα της διεθνούς κοινότητας.

Αυτό μας επαναφέρει βέβαια στο ζήτημα της ταξικής οπτικής. Τα έθνη-κράτη είναι de facto οντότητες μέσω των οποίων είναι υποχρεωμένοι, για την ώρα τουλάχιστον, να αρθρώνονται οι ταξικοί αγώνες· άλλοτε αυτοί απαιτούν τη στήριξή τους και άλλοτε τη μετωπική σύγκρουση μαζί τους – και η εκτίμηση της κατάλληλης την κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο στρατηγικής είναι αυτό που λέμε πολιτική οξυδέρκεια, στην ύψιστη έκφρασή της. Το αν όμως οι αγώνες αυτοί γίνονται στο όνομα των εθνών-κρατών ή στο όνομα του συμφέροντος της πάσχουσας ανθρωπότητας (και του πλανήτη) είναι εκείνο που δίνει το ακριβές ταξικό τους περιεχόμενο – και χωρίζει αμετάκλητα τον εθνικισμό από τον σοσιαλισμό, που είναι από τη φύση τους ασύμβατοι.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!