Στη μνήμη του αγωνιστή και ανθρώπου Χρήστου Τσακίρη
του Κώστα Μπακατσή*
«- Γράψε δυό λόγια για τον Τσακίρη. Εσένα σε αγαπούσε ο Δήμαρχος!
– Κι εγώ τον αγαπούσα.
– Σιγά το γεγονός! Υπήρχε άνθρωπος που δεν τον αγαπούσε;
– Φυσικά και υπήρχε! Αλίμονο σε κείνους που δεν έχουν φίλους και περισσότερο σε κείνους που δεν έχουν εχθρούς!»
Πάντα είχα ένα δέος κι έναν βαθύ σεβασμό στον Χρήστο, που δεν ήταν μόνο ο δήμαρχος που έβγαλε τη Σταυρούπολη από τις λάσπες, όπως αρέσει σε κάποιους να λένε. Ήταν η μορφή που βγάζοντας την από τις λάσπες είχε την ικανότητα να σχεδιάζει το πώς θα ξελασπώσει το μέλλον της και το μέλλον της κοινωνίας.
Οι πρωτοπόρες μελέτες, ο ανυποχώρητος αγώνας για το πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά, για το εργοστάσιο της ΑΓΝΟ, ακόμα-ακόμα και η διαφωνία του με το έκτρωμα της διαπλάτυνσης του δρόμου που έθαψε τον πολιτισμό της Σταυρούπολης, αυτό ακριβώς το χάρισμα δείχνουν. Κι αν ακόμα ισχυρίζονται ορισμένοι πως το έργο του οφείλεται σε μια ικανή ομάδα συνεργατών που είχε, άθελά τους του αναγνωρίζουν και την ικανότητα να δημιουργεί ικανή ομάδα και κυρίως το προτέρημα να ακούει και να σχεδιάζει ακουμπώντας και υπολογίζοντας τη σκέψη, την ιδέα του άλλου, φίλου ή συνεργάτη.
«Εργάτης με καθαρά χέρια και κούτελο καθαρότερο»
Αγάπη και μίσος, λοιπόν! Αυτό που στις περιοδείες μας με άφηνε έκπληκτο ήταν που έβλεπα γυναίκες και άντρες να κατεβαίνουν από τα σπίτια και να του φιλάνε (να προσπαθούν δηλαδή να του φιλήσουν) τα χέρια. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι στις περιοχές που έσωσε από τα συμφέροντα των εργολάβων-οικοπεδοφάγων, οι οποίοι στην αρχή του έταζαν μερτικό και μετά τον μισούσαν. Όπως τον μίσησε ο «επενδυτής» της ΑΓΝΟ, γιατί έχανε δισ. προς όφελος του λαού της πόλης. Όπως ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Λαζαριστές», ο οποίος λυτρώθηκε από το κυνήγι, δικαστικό τελευταία για την κατάληψη –καταλήστευση του κοινόχρηστου χώρου!
Τι έκανε τον Χρήστο να έχει διακριτούς φίλους και εχθρούς; Η κομμουνιστική ιδεολογία. Αυτή που δεν παζάρευε, δεν στρογγυλοποιούσε, δεν λογάριαζε προσωπικά οφέλη. Αυτή που δημιούργησε το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς». Όχι δεν ήταν πλεονέκτημα.
Ο Τσακίρης ήταν και είναι. Όταν το 1987 περίπου ανέλαβα τα ίδια έσοδα του Δήμου με κάλεσε να συζητήσουμε. Πήρα τα τετράδια μου, τα κοίταξε, γέλασε και μου είπε: «Αγόρι μου πρόσεχε. Μην καταδεχτείς να πάρεις κανένα φράγκο από κανέναν» Αυτό ήταν όλο Αυτό ήταν το παν, πιστεύω. Το ίδιο που ακολούθησε σε όλη του τη ζωή. Κι όταν το 1993 έκανε τα πάσα στις σωλήνες του σπιτιού μου, τον είδε περαστικός και του είπε: «- Α ρε Δήμαρχε πώς κατάντησες έτσι! Από Δήμαρχος, εργάτης! – Εργάτης με καθαρά χέρια και κούτελο καθαρότερο», γύρισε και του απάντησε χαμογελώντας .
Την ένοιωσα όμως την πίκρα του. Την πίκρα να βλέπει την προσπάθεια ματαίωσης του έργου του, στο όνομα μάλιστα της τιμής που του απέδιδαν. Γιατί τι άλλο από ματαίωση δεν είναι η αποξένωση της Μονής Λαζαριστών, έργο που ο ίδιος συνέλαβε, από τις λαϊκές ανάγκες των Δυτικών Συνοικιών; Τι σχέση έχει ο ελιτισμός κι η γκλαμουριά των μακαρόνι γκριλ με τον Χρήστο και τον πολιτισμό το δικό μας, τον αυθεντικό;
Τι σχέση έχει η λεηλασία του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά, το μοίρασμα του σε Δεσπότη και στρατηγούς, με τη διεκδίκηση και την παραχώρηση που πέτυχε ο Χρήστος σε όφελος της συνοικίας των Νεοκτίστων;
Πλήρης ημερών και αγώνων
Τιμή λοιπόν στον Άνθρωπο, Αγωνιστή, Δήμαρχο του λαού κι όχι τοποτηρητή και υπηρέτη αφεντάδων, σημαίνει ακολουθώ ή προσπαθώ να ακολουθήσω τα χνάρια του! Αυτό είναι τιμή. Τα άλλα όλα είναι παράτες. Κι ο ίδιος τα σιχαινόταν.
Αντίθετα αγαπούσε τις συνάξεις και την καθημερινή συναναστροφή με τους ανθρώπους και σε μια τέτοια αποφάσισε να φύγει, αφήνοντας μας με ένα γιατί κι ένα θυμό. Είχαμε μόλις τελειώσει ακόμα μια συνεδρίαση της παράταξης στην Πλαστήρα, όπου συνεδριάζαμε κάθε βδομάδα, σχεδιάζαμε παρεμβάσεις και κάναμε όσα μπορούσαμε μέσα κι έξω από το Δημοτικό Συμβούλιο. Δρούσαμε. Στο τέλος γυρίζει και μου λέει: «Κώστα, πήγα στο γιατρό και μου είπε πως θα ζήσω άλλα 100 χρόνια γιατί έχω δύο καλές συνήθειες: Πίνω κόκκινο κρασί και ψαρεύω». Γελάσαμε αστειευτήκαμε με ανέκδοτα για την κοινή μας αγάπη, το ψάρεμα, αρνήθηκα να τον ακολουθήσω στη συνεστίαση και έφυγε.
Δεν αποχώρησε ο Χρήστος. Έφυγε. Πλήρης ημερών και αγώνων για την πόλη και τα συμφέροντα των κατοίκων της. Επειδή την αγαπούσε κι ήθελε να βγει επιτέλους στον ήλιο. Όπως μισούσε και κάμποσους που δηλητηρίαζαν τον κόσμο με συκοφαντίες για τον ίδιο και για το κόμμα του, το ΚΚΕ, και την ιδεολογία του, η οποία ποτέ δεν τον εμπόδισε να πασχίζει για τις πλατύτερες συμμαχίες, το βάθεμα και το άπλωμα τους. Άλλωστε στο τελευταίο διάστημα στο ψηφοδέλτιο και την παράταξη τα μέλη του κόμματος αποτελούσαν σχεδόν μειοψηφία! Οι καλύτεροι όμως «κομμουνιστές» (βαριά η κουβέντα, ας μου την συγχωρήσετε οι κομματικοί), ήμασταν εμείς οι απ’ έξω. Και μας έκανε έτσι, και μας τραβούσε ψηλά κι έξω από τις λάσπες των μικρών καθημερινών συναλλαγών, αλλά και κυρίως έξω από τις λάσπες της εξυπηρέτησης μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων.
Ο Χρήστος, ο ατόφιος, ο καθαρός, ο Κομμουνιστής Δήμαρχος μας βοήθησε να καταλάβουμε τι εννοούσε η Κατερίνα Γώγου, όταν έγραφε :
«Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά σε μια μεγάλη φιάλη με νερό λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές: Απροσάρμοστοι, καταπίεση, μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι, Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα – δύσκολοι καιροί. Και θα ‘ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά – τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή παρ’ όλα αυτά, Χρήστο.
*Ο Κώστας Μπακατσής είναι δάσκαλος