Με αφορμή το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπομπ Ντίλαν, αναδημοσιεύουμε δυο αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε δώσει ο τραγουδοποιός Θανάσης Γκαϊφύλλιας στη Βιβή Ζωγράφου για την εφημερίδα Αυγή, στις 6 Μαρτίου του 2005. Ολόκληρη τη συνέντευξη μπορείτε να τη βρείτε στο kitaro.pblogs.gr.

 

Από τη μια το αγαπημένο παιδί του αμερικανικού συστήματος, ο Έλβις, να στρατεύεται με τυμπανοκρουσίες κι από τη Γερμανία (καταραμένη ξενιτιά) να γράφει τραγούδια για τη μαμά, κι από την άλλη, χιλιάδες νέοι, αρνητές στράτευσης, να καίνε δημόσια τις κυβερνητικές προσκλήσεις. Από τη μια χιλιάδες νέοι να δραπετεύουν από τον παράδεισο για να μην πάνε στην κόλαση του Βιετνάμ κι από την άλλη η εθνοφρουρά να μπαίνει στα πανεπιστήμια, π.χ. Κολούμπια, και να κάνει ασκήσεις επί ζωντανών στόχων. Τότε κι ο Dylan έγραφε τραγούδια για τη μαμά του, μόνο που έλεγε «Όλα εντάξει, μάνα… μόνο που αιμορραγώ».

(…)

Ο Dylan δικαίως χαρακτηρίστηκε ως ο καλύτερος συνεχιστής της μεγάλης του Woody Guthry σχολής. Αυτό όμως αφορούσε το μεγάλο ποιητικό και μουσικό ταλέντο του. Και μόνον. Ως άτομο, με την αμφιλεγόμενη στάση του σε σημαντικές στιγμές, δημιούργησε ερωτηματικά και στοίχειωσε τη ζωή πολλών ανθρώπων που τον ήθελαν έτσι όπως τον γνώρισαν: αρνητή και όχι προσκυνητή. Να φοράει μπλουτζήν και μπότες και να πατάει σταθερά πάνω στη σκηνή των αντιπολεμικών φεστιβάλ κι όχι ντυμένο με φανταιζί κοστούμι, σα μέλος πλανόδιου τσίρκου, να τρεκλίζει ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια για να φιλήσει το χέρι του Πάπα. Και δεν είναι ότι φταίνε αυτοί που δε μεγάλωσαν. Φταίει που κάποια στιγμή πίστεψαν πώς μοιράστηκαν το ίδιο όνειρο. Φταίει που, οι ίδιες αιτίες που τους έκαναν τότε να θυμώσουν και να ενώσουν τις φωνές τους, υπάρχουν και σήμερα. Και πολύ χειρότερες μάλιστα. Φταίει που η ζωή μας γέμισε με απάτες κι αυταπάτες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!