Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Σάβατζ, η νέα ταινία «Η εξουσία του σκύλου», της 67χρονης Νεοζηλανδής σκηνοθέτριας Τζέιν Κάμπιον, τοποθετείται σ’ ένα απομακρυσμένο ράντζο, στη Μοντάνα του 1925, όπου η έλευση της συζύγου του μικρότερου αδερφού αλλάζει τις ως τότε λεπτές ισορροπίες.

Για χρόνια στη σκιά του μεγαλύτερου αυταρχικού αδερφού του Φιλ (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς), ο εύσωμος αλλά συνεσταλμένος Τζώρτζ (Τζέσι Πλέμονς) αποφασίζει να αψηφίσει τις αντιρρήσεις του και να παντρευτεί την ταπεινής καταγωγής ταβερνιάρισσα Ρόουζ (Κίρστεν Ντανστ), χήρα αυτόχειρα γιατρού, με ένα γιο, τον ευαίσθητο Πιτ (Κόντι Σμιτ-ΜακΦί). Με ανάστημα, επιβλητικό περπάτημα και διαπεραστικό βλέμμα, ο γεροδεμένος Φιλ σπέρνει γύρω του τρόμο. Οι περισσότεροι σιωπούν υποτακτικά, όπως αρχικά και ο Τζώρτζ. Ο Φιλ σκυλιάζει, βλέποντας να χάνει τον έλεγχο του αδερφού του και προσπαθώντας να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία του, αρχίζει σαν σκυλί που οσμίζεται τον φόβο του άλλου, να ταπεινώνει και να τρομοκρατεί σαδιστικά την Ρόουζ, που ρέπει προς τον αλκοολισμό. Ο ψηλόλιγνος Πιτ, που σπουδάζει γιατρός, καταφθάνει στις καλοκαιρινές διακοπές στο ράντζο, γεμάτος από νέες επιστημονικές εμπειρίες, αλλά και από αίσθημα ευθύνης για την μητέρα του.

Η Κάμπιον συχνά εστιάζει στην ανάδειξη της γυναικείας καταπίεσης, μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Στα «Μαθήματα Πιάνου» (1993), η βουβή πρωταγωνίστρια που εκφραζόταν μέσα από το πιάνο, κράτησε τη σιωπή της ως μοναδική αντίσταση, σε έναν κόσμο που την αντιλαμβανόταν ως άβουλο αντικείμενο. Εδώ, η καθηλωτική σιωπή της Ρόουζ μπρος στον Φιλ δεν εκφράζει μαζοχισμό, αλλά υποταγή και τρόμο σε μια σαδιστική σχέση, όπου αναμειγνύονται μισογυνισμός και ομοφοβία. Το ρόλο της αντίστασης επωμίζεται παραδόξως ο «γυναικωτός» Πιτ, που μεταξύ οιδιπόδειου και προσπάθειας ενηλικίωσης, αναλαμβάνει την υπεράσπιση της λαβωμένης μητέρας, αντιστεκόμενος με το δικό του τρόπο. Μακριά από μια πρόσωπο με πρόσωπο αναμέτρηση, εδώ επικρατεί η μελέτη των μειονεκτικών σημείων του αντιπάλου, σε έναν προμελετημένο εξανδραποδισμό του τυράννου, στοχεύοντας στην αχίλλειο πτέρνα του. Το σκυλί αποδέχεται να αυτοθυσιαστεί, προκειμένου να σώσει το αφεντικό του, αλλά έχει και τη δύναμη να επιτεθεί, σε έναν αφέντη-τύραννο. Η αγελαία φύση των σκύλων, με την υποταγή στο κυρίαρχο τετράποδο, συχνά αποτελεί αντικείμενο σπουδής για τα κτηνώδη ένστικτα της ανθρώπινης φύσης. Μια αντίστοιχη σκυλίσια εξουσιαστική διάσταση, που είχε χρησιμοποιηθεί στο «Dogman» (2018/Ματτέο Γκαρρόνε), ενυπάρχει και στην Κάμπιον. Τα χαμηλά πλάνα στις μπότες με τα σπιρούνια και το γεμάτο το γεμάτο αυτοπεποίθηση βήμα του, καθώς ανεβαίνει δυο-δυο τα σκαλιά, ακολουθούνται από την ψυχική κατάρρευση της Ρόουζ, όπως τρέμει και το φοβισμένο λαγουδάκι της ταινίας, πριν το ξετρυπώσουν μέσα στο σωρό από κούτσουρα.

Η ταύτιση καουμπόηδων και κυρίαρχης αρρενωπότητας, μέσα από τα αμερικάνικα γουέστερν, ενισχύθηκε μέσα από απόλυτα δραματουργικά σχήματα χαρακτήρων, με πρόσφατη εξαίρεση το ρομαντικό «Μυστικό του Μπροκμπακ Μάουντεν» (2005/Άνγκ Λι), όπου δυο καουμπόηδες στην άγρια φύση ανακαλύπτουν τρυφερότητα και ερωτισμό, καταλήγοντας σε μια σχέση-ταμπού, κόντρα στο ομοφοβικό και πουριτανικό μοντέλο της αμερικανικής κοινωνίας. Στην κινηματογραφική μεταφορά της Κάμπιον, ο Φιλ συνθλίβει σαδιστικά κάθε αδύναμο, ενώ ο ίδιος μαζοχιστικά υποφέρει, καταπιέζοντας δικές του σεξουαλικές ορμές, ενώ συγκλονίζεται από τη μητρική στοργή της Ρόουζ, συναντώντας τη γυναικεία φινέτσα στο πρόσωπο του Πιτ. Αντίστοιχα, όσο κοινότυπα η Ρόουζ καταφεύγει στη λησμονιά του αλκοόλ, τόσο ο Φιλ αναπτύσσει φετιχισμό, τόσο ανακαλώντας στη μνήμη του τον θρυλικό μέντορά του, Μπρόνκο Χένρι, μια εικοσαετία μετά το θάνατό του, όσο και με την ενδεικτική οσμή απλυσιάς, αντίστοιχα με το σκυλί που οριοθετεί χώρο και υπηκόους, μαρκάροντας με το κάτουρό του.

Μέσα από κοντινά σε ανεπαίσθητες εκφράσεις, βλέμματα και ήχους, η Κάμπιον κάνει ορατό τον υποδόριο φετιχισμό του Φιλ, πίσω από συγκρατημένες χειρονομίες, όπως η ψυχαναγκαστική σχολαστικότητα με την οποία τρίβει και γυαλίζει τη σέλα του μέντορά του και το πλέξιμο του δερμάτινου μαστίγιου, μέρος τελετουργικής μύησης, ενηλικίωσης και διαδοχής του ωριμότερου προς το νεαρότερο αρσενικό.

Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα του Φιλ αποκαλύπτεται στο μυστικό του κρησφύγετο, όπου ξεγυμνώνεται και πασαλείβεται με λάσπη, που ξεπλένει βουτώντας στο ποτάμι, σκηνές που μεταφέρουν τον ερωτισμό του μέσα από μια σαρκική σωματική αίσθηση, ιδίως στην τελετουργική σκηνή με το μαντήλι, που σε αντίθεση με τη σκοτεινιά της ταινίας, κινηματογραφείται σ’ ένα ηλιόλουστο ξέφωτο, μεταφέροντας την εσωτερική του γαλήνη. Δεν είναι τυχαίο, που ο Φιλ εισάγεται στο κινηματογραφικό κάδρο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που αποχωρεί. Πρώτη και τελευταία του εικόνα καταγράφεται με την ίδια κίνηση της κάμερας, μέσα από παράθυρα, όπου σε συνεχόμενο τράβελινγκ κινηματογραφείται η πορεία του, από μακριά, καθώς περπατάει.

Οι ανεπαίσθητες σχέσεις των χαρακτήρων αναδεικνύονται μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες της βασικής τετράδας των ηθοποιών, με προεξέχουσα αυτή του Κάμπερμπατς, ως κυρίαρχου αρσενικού, με πινελιές αόρατης ευαισθησίας, κυρίως μέσα από την ένταση των κοντινών στα βουρκωμένα γαλάζια μάτια του.

Όσο οι ανταγωνιστικές και εξουσιαστικές σχέσεις των πρωταγωνιστών ευθυγραμμίζονται σε μια ανελέητη κούρσα θανάτου, τόσο η Κάμπιον επιλέγει να τις αναδείξει υπογείως, κορυφώνοντας τη συγκινησιακή φόρτιση που υποστηρίζεται από την υπερβατική μουσική και την εξαίρετη κινηματογράφηση με κοντινά, τράβελινγκ και συχνά πανοραμικά στο επιβλητικό ορεινό τοπίο των φαλακρών βουνοκορφών ολόγυρα.

Παρότι και σε αυτή την ταινία ενυπάρχει πιάνο, επικρατεί το ελαφρώς μεταλλικό ηχόχρωμα μπάντζου, που συχνά γρατζουνάει ο Φιλ, ένδειξη της καμουφλαρισμένης καλλιεργημένης φύσης του, με κορύφωση τη σκηνή μουσικού ανταγωνισμού μεταξύ πιάνου της Ρόουζ και μπάντζου του Φιλ, όπου αποθεώνεται η περίφημη μελωδία του εμβατήριου «Radetzky March», του Γιόχαν Στράους του Πρεσβύτερου. Η ίδια μελωδία, την οποία αργότερα σφυρίζει ο Φίλ, μετατρέπεται στο μουσικό μοτίβο, που εργαλιοποιεί το σαδισμό του απέναντι στην Ρόουζ, λειτουργώντας σαν δαιμόνια υπενθύμιση του τρόμου της, κάθε φορά που ηχεί στα αυτιά της, με παυλοφικό αντανακλαστικό τη σωματική εκδήλωση άκρατης ναυτίας. Ευφυής επιλογή της Κάμπιον, που εδράζει στη χρήση σφυρίγματος της διάσημης μελωδίας του Γκριγκ, στο «Δράκο του Ντίσελντορφ» (1931/Φριτς Λανγκ), φτάνοντας μέχρι και το μπετοβενικό άκουσμα στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» (1971/Κιούμπρικ).

Με την εξαιρετική πρωτότυπη μουσική του Τζον Γκρίνγουντ, κιθαρίστα των Radiohead και πλέον κινηματογραφικού συνθέτη των ταινιών του Πολ Τόμας Άντερσον, μοιραία εξυφαίνονται συγγένειες και με την «Αόρατη κλωστή» (2017/Π.Τ. Άντερσον), όπου η καθυπόταξη του αρσενικού αρχηγού από το θηλυκό, γίνεται υποχθόνια, μέσω ερωτικού σαδομαζοχιστικού παιχνιδιού.

Υποστηρίζοντας μέσα από εντάσεις εγχόρδων τις μυστήριες ψυχοδομές των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, ο Γκρίνγουντ ενίοτε χρησιμοποιεί ρυθμικό μοτίβο με έγχορδα όλο νεύρο, σε σκηνές όπου πρωτοεμφανίζονται στην πόλη οι νταήδες καουμπόηδες του Φίλ, εκφράζοντας μουσικά αφαιρετικές έννοιες όπως επιβολή, καταπίεση και υποταγή. Ενίοτε, περίεργη άρρυθμη πιανιστική μουσική, σαν ξεκούρδιστη, ακούγεται στη σκηνή όπου ο Πιτ αγνοεί τα υποτιμητικά σφυρίγματα των καουμπόηδων και φτάνει στο δέντρο, για να παρατηρήσει ένα πτηνό. Προς το τέλος, το ηχόχρωμα πνευστού κόρνου υποδηλώνει τον επερχόμενο κίνδυνο, κυρίως στις σκηνές όπου ο Πιτ βρίσκει το κουφάρι μιας αγελάδας, ενώ στον απόηχο του πνευστού, ακούμε τις ατάκες «Τα εμπόδια φτιάχνουν τον άντρα», στον αντίποδα του «Κάθε εμπόδιο πρέπει να το βγάζεις από τη μέση», που συνοψίζουν μέσα από δυο αντιθετικές νοοτροπίες στο τέλος και τη βαθύτερη παραβολή της ταινίας γύρω από τις διαφορετικές μεθόδους αντίστασης στην εξουσία, σχετικά με την εξαφάνιση ενός παλιότερου καθεστώτος, από ένα νέο τρόπο σκέψης.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!