Έφυγε και ο Αλέκος Κιτσάκης. Πολλοί δεν τον ήξεραν καν. Κι όμως ήταν πολύ σημαντικός. Μαζί με τον Σάββα Σιάτρα ήταν ο κορυφαίος Ηπειρώτης τραγουδιστής. Έπεσε σχεδόν ταυτόχρονα με το Γεφύρι της Πλάκας. Δύο σύμβολα ενός πολιτισμού που χάνεται και αναπληρώνεται από ένα πολιτισμό που είναι άχρωμος και άψυχος, χωρίς ταυτότητα, χωρίς συντεταγμένες, χωρίς ρίζες, φυτευτός και προκάτ.

Εύκολα θα πει κανείς ότι αυτό είναι αναπόφευκτο, ότι οι κοινωνίες και τα δημιουργήματά τους γεννιούνται, ζούνε, πεθαίνουν και αντικαθίστανται. Ισχύει αυτό, αλλά έχει σημασία από τι αντικαθίστανται. Έχει μεγάλη σημασία από το τι κρατάει το καινούργιο από το παλιό. Από το πώς και πόσο διασώζεται η ιστορική και πολιτισμική συνέχεια. Αλλά και από πόσο βιώσιμο είναι το καινούργιο. Και πού οδηγεί. Ακόμα και οι πιο μεγάλες επαναστάσεις έχουν ρίζες στο παλιό που μεταπλάθεται, ακόμα και οι πιο μεγάλοι επαναστάτες έρχονται σαν γεννήματα του κόσμου που ανατρέπουν. Και οι καινούργιες αξίες, οι επαναστατικές, μέσα από το απάνθισμα της κληρονομιάς ξεπηδούν.

Εάν το παλιό πεθάνει προτού γεννηθεί το καινούργιο, ή τουλάχιστον προτού γονιμοποιηθεί το καινούργιο, σπάει η αλυσίδα. Και στη διακοπή, στο κενό, παρεισφρύει ό,τι είναι πιο πρόχειρο, ότι είναι πιο ισχυρό, ότι είναι πιο επιθετικό και αδηφάγο, ότι είναι πιο επίκαιρο και κυρίαρχο.

Ο θάνατος του Αλέκου Κιτσάκη και η καταστροφή του γιοφυριού της Πλάκας, πέρα από τη θλίψη για την απώλεια ενός σπουδαίου καλλιτέχνη και ενός σημαντικού μνημείου, αναδεικνύουν το συνεχιζόμενο βασανιστικό θάνατο ενός ολόκληρου ανεκτίμητης αξίας πολιτισμού. Του πολιτισμού της υπαίθρου. Που δεν είναι φυσικός θάνατος, ούτε αναπότρεπτος.

 

Ο πολιτισμός της μητέρας γης

Ο πολιτισμός της υπαίθρου πεθαίνει όχι γιατί ξεπεράστηκε από τις ανάγκες της κοινωνίας ή κλονίστηκε από μια επανάσταση. Πεθαίνει γιατί η κοινωνία έχασε τον προσανατολισμό της. Γιατί οι αξίες αυτού του πολιτισμού υποβαθμίστηκαν τεχνηέντως για να στυλιζαριστεί η κοινωνία σύμφωνα όχι με τις ανάγκες των μελών της, αλλά τις επιθυμίες των εκμεταλλευτών της. Πριν από το ψυχορράγημα του δημοτικού τραγουδιού και την καταστροφή των γεφυριών, πριν από το ξεχαρβάλωμα του πολιτισμού της υπαίθρου, προηγήθηκε το βίαιο ξερίζωμα των πληθυσμών της όχι για το καλό του τόπου, αλλά για τα συμφέροντα των επικυρίαρχων, ντόπιων και ξένων. Το ξερίζωμα των Μικρασιατών, η συστηματική εκκένωση χιλιάδων χωριών στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η οργανωμένη αποστολή εκατομμυρίων νέων ανθρώπων κυρίως από την ύπαιθρο στις φάμπρικες της Γερμανίας, του Βελγίου τις στοές, τις σιδηροτροχιές της Αμερικής και τις φάρμες της Αυστραλίας, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση της ηλεκτροδότησης, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και του γενικότερου εκσυγχρονισμού των χωριών, εξανάγκασε τους εναπομείναντες κατοίκους της υπαίθρου, και δη τους νέους, να συρρεύσουν στις πόλεις.

Σαν συνέπεια, αποσαθρώθηκαν οι κοινότητες. Ξεχαρβαλώθηκαν οι τοπικές κουλτούρες που είχαν φυτώρια τα χωριά. Ξεμονταρίστηκαν οι μηχανισμοί παραγωγής τραγουδιών, παραμυθιών, υφαντών κ.λπ., ξεμονταρίστηκαν οι τοπικές οικονομίες, ξηλώθηκε ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός. Οι ιθύνοντες δεν προσπάθησαν να φτιάξουν σύγχρονα χωριά, όπως στη Γερμανία ή την Ελβετία, αλλά να τα χρησιμοποιήσουν σαν δεξαμενές πρώτης ύλης μέχρι να τα εξαντλήσουν και να τα ξεζουμίσουν. Και το κατάφεραν επιδιώκοντάς το μεθοδικά μέχρι τις μέρες μας. Η κατάργηση χιλιάδων δήμων και κοινοτήτων με τον «Καποδίστρια» και τον «Καλλικράτη» εξαφάνισε τη εγγύτερη στον πολίτη και αμεσότερη βαθμίδα οργάνωσης της κοινωνίας που αποτελούσε επί χιλιάδες χρόνια τον πυρήνα της κοινωνικής ζωής στην ύπαιθρο. Η περίοδος των επιδοτήσεων που μεσολάβησε ενέτεινε την αποδόμηση, με τον παρασιτικό προσανατολισμό και τη νομιμοποιημένη διάχυση της διαφθοράς στην επαρχία.

Εντέλει, συρρικνώθηκε σε βαθμό κακουργήματος το φυσικό προνόμιο της Ελλάδας, η διατροφική παραγωγική αλυσίδα, ποσοτικά και ποιοτικά. Επίσης, εξαφανίστηκαν ολόκληροι κλάδοι σπουδαίων ειδικοτήτων που η αξία τους παραμένει υψηλή σε αναπτυγμένες κοινωνίες, όπως οι τεχνίτες της πέτρας, οι γνώστες βοτάνων κ.λπ. Ταυτόχρονα, επεκτάθηκε η αλόγιστη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων με μη μετρήσιμες βλαβερές επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων, εντάθηκε ο πόλεμος εναντίον των εντόπιων σπόρων και της βιοποικιλότητας, ενισχύθηκαν οι ενεργοβόρες καλλιέργειες, μεγάλωσε η εξάρτηση της χώρας από τα ολιγοπώλια κ.λπ.

Τελικά, αντί να γίνει βιομηχανική χώρα η Ελλάδα, που ήταν το επιχείρημα των μεταρρυθμιστών επιβητόρων για την απίσχναση της υπαίθρου, έγινε εισαγωγέας τροφίμων βήτα διαλογής. Θυσιάσανε το λαό της υπαίθρου και την ίδια την ύπαιθρο σαν μία ανεξάντλητη πηγή υλικού και πνευματικού πλούτου, για να εφαρμόσουν τα σχέδια τους για γρήγορο και μεγάλο κέρδος αδιαφορώντας για το κόστος αυτής της λεηλασίας σε βάρος της κοινωνίας, της χώρας και του πολιτισμού.

Το Γεφύρι της Πλάκας δεν έπεσε εξαιτίας της υπερχείλισης του Αράχθου. Από τότε που χτίστηκε το γιοφύρι, έχουν γίνει αμέτρητες υπερχειλίσεις. Το γιοφύρι κατακρημνίστηκε γιατί δεν υπήρξε κανένα σχέδιο προφύλαξής του, που γινόταν όλο και πιο αναγκαίο με την πάροδο του χρόνου. Παράλληλα με το ελληνικό χωριό, η ελληνική φύση έχει υποστεί ανυπολόγιστη καταστροφή από την ανθρώπινη επέμβαση, είτε από αδιαφορία είτε από εκμετάλλευση. Το ελληνικό χωριό και η ελληνική φύση που από μόνα τους αποτελούν συστατικά στοιχεία της Ελλάδας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και χωρίς αυτά δεν θα είχαμε παρελθόν, αλλά δεν θα έχουμε και μέλλον.

Και μ’ αυτή την έννοια, χωρίς να μπορούμε, ούτε πρέπει να πάμε πίσω, μπορούμε και πρέπει να διαφυλάξουμε την ελληνική φύση και να ανασυγκροτήσουμε την ελληνική ύπαιθρο. Όχι μόνο κάποια χωριά τουριστικού ενδιαφέροντος που όσο αναγκαία κι αν είναι στο σύγχρονο κόσμο, αποτελούν προέκταση των πόλεων, χωρίς τίποτα χωριάτικο εκτός από τη φύση που τα περιβάλλει.

Σήμερα, ο βιασμός της υπαίθρου, από τη μετανάστευση των νέων, την αυθαίρετη δόμηση, τη ρύπανση των θαλασσών, την καταπάτηση των δασών και των ακτών, την εκμετάλλευση τύπου Σκουριές και το μαζικό ισοπεδωτικό τουρισμό, συνεχίζεται πιο άγρια από ποτέ. Αλλά αυτό το μοντέλο αποδείχτηκε ότι είναι μέρος μιας καταστροφικής πέρα για πέρα αντιαναπτυξιακής πολιτικής. Μιας πολιτικής που διέλυσε την ελληνική κοινωνία και τη γέμισε ερείπια. Αλλά αυτό μπορεί και πρέπει να αλλάξει, άμεσα και δραστικά.

 

Αναγέννηση της υπαίθρου

Τα υπέροχα ελληνικά χωριά, χιλιάδες από τα οποία είναι εγκαταλειμμένα και χιλιάδες άλλα που μαραζώνουν, είναι και μπορούν να λειτουργήσουν σαν εστίες πολιτισμού, πυρήνες δημοκρατίας και πηγές πλούτου που συνδυάζονται με την υγιεινή ζωή, σωματική και ψυχική, και την προστασία της φύσης που είναι ζωογόνα για όλους τους ανθρώπους, της πόλης και της υπαίθρου.

Μέσα από μια τέτοια πολιτική, η αναγέννηση της υπαίθρου είναι εφικτή όχι για λόγους συναισθηματικούς και ιστορικούς, που έχουν εννοείται την αξία τους, αλλά για λόγους ευρύτερα εθνικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς και πολιτισμικούς.

Κιτσάκη άλλον δεν μπορούμε να φτιάξουμε, ούτε Βασιλόπουλο, ούτε Κόρο. Μπορούμε, όμως, να ανασυγκροτήσουμε την ύπαιθρο δίνοντας της τη σημασία και την αξία που έχει. Και τότε θα βγουν οι νέοι Κιτσάκηδες, Σιάτρες, Χαλκιάδες και Καψάληδες.

Σήμερα, από πολλές απόψεις, είναι πιο εύκολο, γιατί μας βοηθούν οι τεχνολογίες, μας βοηθάει η γνώση, μας βοηθάει η κρίση που πιέζει για λύσεις, μας βοηθάει η όλο και μεγαλύτερη ανάγκη στον αναπτυγμένο κόσμο για πιο ισόρροπη και πιο συμβατή με το φυσικό περιβάλλον ανάπτυξη. Οι ελλείψεις αλλά και οι καρκινογόνες ουσίες στα τρόφιμα, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η μόλυνση και η ρύπανση, η ανεργία, η μετανάστευση, η μοναξιά και πολλά άλλα ανεπιθύμητα φαινόμενα μπορούν αποτελεσματικότερα να αντιμετωπιστούν με την καλοσχεδιασμένη ανασύσταση της υπαίθρου. Και με τη συνολική ανασύσταση της υπαίθρου, ο κληρονομημένος πολιτισμός, που δεν έχει εξαλειφθεί εντελώς, ούτε στην Ήπειρο, ούτε στις Κυκλάδες, ούτε στην Κρήτη κι αλλού, μπορούμε βάσιμα να πιστεύουμε ότι θα τονωθεί και θα ανακάμψει με νέες μορφές, λαμπερός και ζωογόνος.

Όταν πριν από μερικά χρόνια ιδρύθηκαν τα μουσικά σχολεία και εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα με μεγάλη ανταπόκριση, μας αποκάλυψαν, παρ’ όλη την κακομεταχείρισή τους από την πολιτεία, ότι η μουσική της υπαίθρου έχει βαθιά ερείσματα στη νεολαία όχι μόνο της επαρχίας, αλλά και των πόλεων. Μια πάρα πολύ ευχάριστη και ελπιδοφόρα αποκάλυψη, γιατί πηγάζει από κάτω και αφορά τη νεολαία. Εκατοντάδες όμιλοι παραδοσιακών χωρών ευδοκιμούν αθόρυβα παντού. Με κλαρίνα και λάπτοπ. Και δεν είναι μόνο η μουσική και ο χορός. Είναι μεγάλη η λαχτάρα των κατοίκων της πόλης να γυρίζουν στα χωριά τους, να μαζέψουν τις ελιές το καταχείμωνο και να ξαναφτιάξουν τα πατρικά τους σπίτια, τάση που πλήττεται θανάσιμα από τα εξοντωτικά χαράτσια. Για να μην αναφερθώ σε χιλιάδες αγροτουριστικές και μονάδες βιολογικής καλλιέργειας που λειτουργούν ανυποστήριχτες σε όλη τη χώρα. Μπορεί το χωριό να έχει υποστεί μεγάλη υποτίμηση, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική από τα καθεστώτα που κυβέρνησαν την Ελλάδα, αλλά μια προσεκτική παρατήρηση δείχνει ότι οι ανάγκες και οι δυνατότητες μπορούν να το ξαναφέρουν στο προσκήνιο. Για να συμβάλλει καθοριστικά τόσο στην αναστήλωση της εθνικής οικονομίας όσο και στην αναστήλωση του λαϊκού πολιτισμού, ο οποίος χωρίς τον πολιτισμό της υπαίθρου είναι απολύτως ανάπηρος, εύθραυστος και ευάλωτος.

Ο θάνατος του Αλέκου Κιτσάκη και η καταστροφή του γιοφυριού της Πλάκας, μπορεί, πέρα από τη θλίψη και τη νοσταλγία, να αποτελέσουν αφορμή και αφετηρία για μια μεγάλη και καθολική αναγέννηση της υπαίθρου, εάν η πολιτική αλλαγή δώσει ώθηση και σε μια πολιτισμική αλλαγή τόσο αναγκαία για τον τόπο που εδώ και χρόνια ερημοποιείται όχι από φυσικά φαινόμενα, αλλά από καταστροφικές πολιτικές. Η Αριστερά που απομακρύνθηκε κακήν κακώς από τα ελληνικά χωριά το 1949, έχει μια μοναδική ευκαιρία να επανέλθει σαν φορέας μιας νέας αναγέννησης. Το αν μπορεί εξαρτάται από μας, κυρίως.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!