Βασισμένος στο πετυχημένο βιβλίο «Motherless Brooklyn» (1999), του Τζόναθαμ Λέθεμ, ο ηθοποιός Έντουαρντ Νόρτον ολοκληρώνει με καθυστέρηση εικοσαετίας την εξαιρετικά απολαυστική νουάρ ταινία του «Οι σκιές του Μπρούκλιν», μεταφέροντας την υπόθεση από τη σύγχρονη εποχή, στη Νέα Υόρκη τέλη του ’50, ενσαρκώνοντας ο ίδιος τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ υπογράφει τη σκηνοθεσία και το διασκευασμένο σενάριο.
Ο Λάιονελ, ο ορφανός ήρωας –όπως μαρτυράει ο αγγλικός τίτλος– πάσχει από ένα νευρολογικό σύνδρομο και εργάζεται στο γραφείο του ιδιωτικού ντετέκτιβ και μέντορά του Φρανκ (Μπρους Γουίλις). Παραβλέποντας την πάθηση του Λάιονελ, ο Φρανκ αξιοποιεί τη φωτογραφική μνήμη και το ευφυές μυαλό του στις υποθέσεις του γραφείου, καθιστώντας τον χρήσιμο μέλος της κοινωνίας. Σε μια παρακολούθηση, όπου όλα πάνε στραβά, ο Φρανκ τραυματίζεται θανάσιμα και οι υπάλληλοί του δεσμεύονται να ανακαλύψουν τους δολοφόνους. Παρακολουθώντας την όμορφη μιγάδα Λόρα (Γκούγκου Μπάθα-ρο), που εμπλέκεται στην τοπική επιτροπή φυλετικών διακρίσεων στη στέγαση, ο Λάιονελ ανακαλύπτει μια υπόθεση διαπλοκής των Δημοτικών αρχών, φτάνοντας μέχρι τον επικεφαλής του αναπτυξιακού οικιστικού σχεδίου της πόλης, τον αδίστακτο Μο Ράντολφ (Άλεκ Μπάλντουιν). Στα τζαζ κουτούκια του Χάρλεμ, ο άτεγκτος Λάιονελ προσπαθεί να εξιχνιάσει τη σχέση της Λόρα και της δολοφονίας του Φρανκ με τα συμφέροντα μεγαλοεργολάβων, ανάμεσα σε σκληροτράχηλους μαφιόζους και τζαζ μουσικούς, σε μια διαδρομή που ωριμάζει και τον ίδιο.
Στην εισαγωγική σκηνή παρακολούθησης, που ο πρωταγωνιστής σε αφήγηση εκτός κάδρου αυτοσυστήνεται, επεξηγώντας τη συχνή ακατανίκητη ορμή της ιδιαίτερης πάθησής του, που επαναλαμβάνει γρήγορα λέξεις και υποκοριστικά, αντιστρέφεται η κινηματογραφική εικόνα του παθητικού δυσλειτουργικού αυτιστικού χαρακτήρα, με επίσης φωτογραφική μνήμη, στον «Άνθρωπο της Βροχής» (1988) του Μπάρι Λέβινσον.
Η απαράμιλλη νουάρ ατμόσφαιρα χτίζεται από την εκτός κάδρου αφήγηση, την επιλογή εξωτερικών πλάνων, με καπνισμένα καταγώγια, σκοτεινά σοκάκια και σκηνές καταδίωξης κάτω από γέφυρες υπό φρι τζαζ αυτοσχεδιασμούς, ενώ σε πολλά πλάνα δεσπόζει η κρεμαστή γέφυρα του Μπρούκλιν. Στα εκφραστικά νουάρ στοιχεία συγκαταλέγονται πλάνα υπό καταρρακτώδη βροχή, σκιάσεις, καθώς και η ενδυματολογική άποψη της εποχής με καπέλα και καμπαρντίνες, όπως τα ρούχα του Φρανκ που φοράει μετά το θάνατό του και ο Λάιονελ, προσπαθώντας να συνεχίσει το έργο του.
Ο χαρακτήρας του Φρανκ σκιαγραφείται στο στυλ του Φίλιπ Μάρλοου, απ’ τα μυθιστορήματα του Ρέιμον Τσάντλερ, που τυποποιήθηκε στον αρρενωπό ντετέκτιβ των νουάρ του ’40 με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ στο ρόλο, βρίσκεται στον αντίποδα του αντί-ήρωα Λάιονελ. Το χαρακτηριστικό, λόγω πάθησης, συχνό αναφώνημα «ιφ!» –αναφορά στο ποίημα του Κίπλινγκ– λειτουργεί σαν ηχητικό μοτίβο διαρκούς αμφισβήτησης, δημιουργώντας μπιτ ποιητική ακουστική.
Χαρακτηριστική είναι και η μυστηριώδης σκίαση στα πρόσωπα των διεφθαρμένων, όπως ακριβώς και στα πλάνα κόντρα φως της σωματώδους φιγούρας του Μο, που απεικονίζεται με πλάτη στο φακό, υποδηλώνοντας με τη σταδιακή αποκάλυψη της ταυτότητάς του, το δέος της υποχθόνιας εξουσίας του, δίνοντας έμφαση στις κινήσεις, και στο εκτόπισμα του όγκου του, ενώ πλάνα όπου απεικονίζεται με φόντο χάρτες της πόλης, ανακαλούν την εξίσου στιβαρή παρουσία του Ροντ Στάιγκερ στα «Χέρια πάνω από την πόλη» (1963), του Φρανσέκο Ρόσσι, με αντίστοιχη διαπλοκή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ο Νόρτον υιοθετεί τη γλώσσα του φιλμ νουάρ, που άνθισε στη δεκαετία του ’40, κυρίως από σκηνοθέτες που είχαν εγκαταλείψει τη ναζιστική Ευρώπη, μεταφέροντας μαζί τους τεχνικές και το αισθητικό λεξιλόγιο του γερμανικού εξπρεσιονισμού, που επηρέασε καθοριστικά τη νουάρ αισθητική. Με βασικό υλικό τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Αμερικής κατά τη Μεγάλη Ύφεση, με το οργανωμένο έγκλημα, στο επίκεντρο των νουάρ βρίσκονται φόνοι και ληστείες, με φόντο το αστικό τοπίο και πρωταγωνιστές ντετέκτιβ και αμφιλεγόμενους χαρακτήρες. Βασικά στοιχεία της πλοκής αποτελούν απιστία, προδοσία, αλλά και μοιραίες γυναικείες παρουσίες, στερεοτυπικά δοσμένες, ενώ αντικείμενα αποκτούν φετιχιστική αξία δημιουργώντας οπτικό στυλ, καμπαρντίνες, καπέλα και ρεβόλβερ.
Πολλά από αυτά τα στοιχεία συμπεριλαμβάνονται έντεχνα στη σκηνοθετική αισθητική του Νόρτον, η δραστική όμως χρονολογική μεταφορά εμπλουτίζει με διαφορετική οπτική το μυθιστόρημα του Λέθεμ. Το βιβλίο αποτολμούσε να σχολιάσει το 1999 το νέο φαινόμενο του πολεοδομικού εξευγενισμού (gentrification). Τοποθετώντας την ταινία στα 1957, ο Νόρτον υπενθυμίζει πως φαινόμενα σφετερισμού της γης από διεφθαρμένες αρχές είχαν σημειωθεί και στο παρελθόν, όταν για ρατσιστικούς λόγους απωθούσαν πληθυσμούς κατώτερων εισοδημάτων και συγκεκριμένης φυλετικής προέλευσης από οικιστικά «φιλέτα» της Νέας Υόρκης, στα περίχωρα, δημιουργώντας γειτονιές-γκέτο. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης εμπλέκει το ανερχόμενο τότε κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων κατά των φυλετικών διακρίσεων που κορυφώθηκε το ’60, εμπλουτίζοντας την πολυεπίπεδη ταινία του με πνεύμα αντιρατσιστικών αιχμών, φέρνοντας στο νου τις αστυνομικές ταινίες του Σπάικ Λι, όπως το νέο-νουάρ «Η 25η ώρα» (2002),με πρωταγωνιστή και πάλι τον Νόρτον και τζαζ συνθέσεις του τρομπετίστα Τέρενς Μπλάνσαρ.
Επηρεασμένος από το αριστουργηματικό «Chinatown» (1974) του Ρομάν Πολάνσκι, ο Νόρτον πετυχαίνει να φτιάξει ένα δικό του πολιτικών αιχμών νέο-νουάρ, με δομή όμως που περιστρέφεται γύρω από τη μουσική τζαζ.
Η όμορφη μιγάδα της ταινίας φέρει όνομα που έγινε τζαζ στάνταρντ του Ντέιβιντ Ράκσιν από το ομώνυμο νουάρ «Λόρα» (1944) του Αυστριακού Όττο Πρέμινγκερ. Το τραγούδι «Λόρα» διασκευάστηκε από διάσημους τζαζίστες, όπως οι Τσάρλι Πάρκερ και Νατ Κινγκ Κολ, το 1955 τραγουδήθηκε από την Τζούλι Λόντον και το 1957, οπότε διαδραματίζεται η ταινία του Νόρτον, γίνεται επιτυχία με τον Σινάτρα.
Ραχοκοκαλιά της ταινίας του Νόρτον αποτελούν τα ακούσματα μπί μποπ και φρι τζαζ αυτοσχεδιασμών, σε μια πλοκή που συνδυάζει εικόνες τζαζ μουσικών σε νυχτερινά καταγώγια, με κοντινά στα χάλκινα πνευστά, ενώ κάποια από τα ανεκδοτολογικά στοιχεία της τζαζ μυθολογίας, όπως το στράβωμα μιας τρομπέτας, ανακαλεί τη στραβωμένη τρομπέτα-σήμα κατατεθέν του Ντίζι Γκιλέσπι. Υπάρχει αναφορά και στον τρομπετίστα Τσετ Μπέικερ, ενώ η ταινία συνδιαλέγεται με τζαζ ταινίες όπως «Μπερντ» (1988) του Κλιντ Ίστγουντ για τον σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ και «Μεσάνυχτα και κάτι» (1986) του Μπερτράν Ταβερνιέ, με τίτλο δανεισμένο από τη τζαζ σύνθεση του πιανίστα Τελόνιους Μονκ, που ακούγεται διασκευασμένη και στην ταινία του Νόρτον.
Το τραγούδι «Daily Battles», του τραγουδιστή των Radiohead, Τομ Γιορκ, διασκευάζεται από τον τρομπετίστα Ουίντον Μαρσάλις, ο οποίος συνέθεσε και την πρωτότυπη τζαζ μουσική της ταινίας και δεσπόζει στα πλάνα που ο Λάιονελ αφήνεται να χαλαρώσει καπνίζοντας για να αδειάσει το υπερδραστήριο μυαλό του. Η νουάρ ατμόσφαιρα συμπληρώνεται από την αυθεντική σύνθεση «Relaxing With Lee» (1950), του Τσάρλι Πάρκερ, με τον ίδιο στο άλτο σαξόφωνο και τους Ντίζι Γκιλέσπι, τρομπέτα και Τελόνιους Μονκ, πιάνο.
Οι αυτοσχεδιασμοί για τρομπέτα της πρωτότυπης μουσικής του Μαρσάλις, ανακαλούν τη μουσική του Μάιλς Ντέιβις στο «Ασανσέρ για Δολοφόνους» (1958), του Λουί Μαλ, σε αντίστοιχη εποχή με την ταινία του Νόρτον.
Συχνά, ο τζαζ ρυθμός συγχρονίζεται με την ταχύτητα αλληλουχίας των πλάνων, ενώ στιγμιότυπα φρι τζαζ αυτοσχεδιασμών υπογραμμίζουν εξάρσεις του πρωταγωνιστή παράλληλα με το παραμιλητό του.
Υποδειγματική η δουλειά του Νόρτον στη χρήση νουάρ στοιχείων και μουσικής τζαζ, όμως ο σκηνοθέτης προχωράει πέρα από την κλασική δομή του νουάρ, εμπλουτίζοντας την πλοκή με την ανάδειξη αντιρατσιστικής νοοτροπίας, που συμβαδίζει και με το ηχόχρωμα της πρωτότυπης μουσικής, από μπι μποπ προς ηλεκτρονικούς ήχους συνθεσάιζερ, εκφράζοντας την ευρύτερη μετάβαση που συντελέστηκε από το καθιερωμένα κλασικό προς το προοδευτικότερο πνεύμα της νέας συνταρακτικής πολιτικά εποχής του ’60.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]