Γνωριστήκαμε με τον Νότη στη Λύρα, όχι στις μπουάτ που πήγαινα ως φοιτητής. Στα 22 μου δούλευα ήδη στην εταιρία. Δεν ήμουν μουσικός, αλλά έπιασα δουλειά από αγάπη στη μουσική και χάρη στις πρώιμες δράσεις μου που δεν περνούσαν απαρατήρητες. Στην καλύτερη εποχή της ελληνικής δισκογραφίας. Την εποχή που κυκλοφόρησαν με διαφορά μιας βδομάδας ο «Μεγάλος Ερωτικός» και το «Βρώμικο Ψωμί»! Το 1972, βρέθηκα σ’ αυτό το χώρο που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι όλοι ετούτοι οι θαυματοποιοί. Ήτανε μια μαγεία. Τότε, η Λύρα δεν ήταν όπως έγιναν οι εταιρίες δίσκων μετά την έλευση όλων των πολυεθνικών που ο καλλιτέχνης έπρεπε να κλείνει ραντεβού μέσω μιας γραμματέως για να επισκεφτεί τα γραφεία. Στην Κριεζώτου, ήταν ανοιχτά, χωρίς θυρωρό στην είσοδο, για να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα οι καλλιτέχνες.
Ο Νότης ερχόταν να μας δει, είχε δεν είχε δουλειά. Ήταν απ’ τους τακτικούς γιατί όσοι περνούσαν δημιουργούσαν ένα κλίμα. Συναντούσανε τους στιχουργούς, πίνανε καφέ, διάβαζαν τα αποκόμματα από τις εφημερίδες, μάθαιναν τα νέα για τα μαγαζιά και τους καινούργιους δίσκους, συζητούσαν για συνεργασίες, έφερναν κασέτες με τραγούδια, μαλώνανε με τον Πατσιφά, πιέζανε τον Μαραβέλια να τους δώσει κανένα κατοστάρικο, πίνανε καφέ, γράφανε παρτιτούρες, κλείνανε τα ραντεβού τους, χρησιμοποιούσαν τα τηλέφωνα και έπαιρναν τα γράμματα που τους έστελναν οι θαυμαστές τους. Ακόμα και κάποια προβλήματα, επαγγελματικά και προσωπικά, προσπαθούσαν να τα λύσουν με τη διαμεσολάβηση των συνεργατών της εταιρίας. Ήταν μια άλλη κατάσταση σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα, ανεπανάληπτη. Και σ’ αυτό το περιβάλλον, υπό αυτές τις συνθήκες, γνώρισα τον Νότη Μαυρουδή.
Από την αρχή μου έκανε εντύπωση ότι εμφανιζόταν με τις δύο ιδιότητες. Βασικά του μουσικού, ήταν κιόλας από τους πιο διακεκριμένους κιθαρίστες εκείνης της εποχής και έγραφε τραγούδια τα οποία γίνονταν επιτυχίες στο είδος του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού που ανθούσε κυρίως στις μπουάτ. Και θυμάμαι, γιατί τους παρατηρούσα όλους αυτούς τους μυθικούς ανθρώπους με τους οποίους είχα μικρότερη ή μεγαλύτερη συνεργασία, ότι μου τραβούσε την προσοχή επειδή βασικά ήταν κλασικός κιθαρίστας που έγραφε λαϊκά τραγούδια. Αυτό μπορεί κανείς να το θεωρήσει φυσιολογικό, και είναι φυσιολογικό, αλλά δεν είναι το σύνηθες. Γιατί οι περισσότεροι συνθέτες και τραγουδοποιοί, οι δημιουργοί εκείνης της περιόδου, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, έγραφαν τα τραγούδια τους χρησιμοποιώντας το πιάνο και το μπουζούκι. Στο έντεχνο, οι περισσότεροι ήταν πιανίστες. Στο λαϊκό μπουζουξήδες. Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Σπανός, Λίνος Κόκοτος, Γιώργος Κριμιζάκης, Γεράσιμος Λαβράνος, Γιάννης Γλέζος, Νίκος Ιγνατιάδης, Γιώργος Χατζηνάσιος, Μίμης Πλέσσας κ.λπ., είναι πιανίστες. Ξεχώρισαν ο Σαββόπουλος, μέτριος στη δεξιοτεχνία αλλά ευφάνταστος, ο Χατζής, εντυπωσιακός με το τσιγγάνικο χρώμα στο παίξιμό του, ο Λοΐζος με τις τρυφερές μπαλάντες του, η Αρλέτα που τραγουδούσε με κιθάρα στις μπουάτ βάζοντας και δικά της τραγούδια, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας από την Κομοτηνή με μικρότερο αριθμό συνθέσεων και ο Λάκης Παπάς που ήταν κιθαρωδός με ελάχιστες δικές του συνθέσεις. Μετά, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, προστέθηκε ο Νικόλας Άσιμος που έγραφε τα τραγούδια του με κιθάρα και τα κυκλοφορούσε σε κασέτες. Ο Μαυρουδής, ανάμεσα σε όσους προανέφερα, ήταν ο μοναδικός βέρος επαγγελματίας κιθαρίστας που έπαιζε για όλους τους συνθέτες και ταυτόχρονα έγραφε δικά του τραγούδια τα οποία τα ερμήνευαν άλλοι.
Περιζήτητος
Εμείς αντιμετωπίζαμε τον Νότη και με τις δύο ιδιότητες. Είχε άλλο ένα προσόν το οποίο δεν το έβρισκες σε πολλούς μουσικούς, γιατί ο καθένας είχε μια κατεύθυνση, ένα προσανατολισμό. Ένα μουσικό πεδίο. Ο Μαυρουδής προερχόταν από τη δυτική μουσική παιδεία, αλλά είχε μια μοναδική ευχέρεια να αλλάζει στυλ, να αλλάζει ύφος, να αλλάζει επίπεδα με μεγάλη άνεση χωρίς αυτό να τον προδίδει. Και γι’ αυτό, οι παραγωγοί των εταιριών τον προτιμούσαν, τον είχαν τοποθετήσει στην ελίτ των μουσικών που έπαιζαν στις ηχοληψίες των δίσκων αφενός λόγω της μεγάλης πλαστικότητας του, αφετέρου επειδή διάβαζε και μάθαινε γρήγορα τα μέρη που έπρεπε να παίξει από τις παρτιτούρες που έφερνε ο ενορχηστρωτής των κομματιών. Κι αυτό ήταν σημαντικό γιατί όσο ταχύτερα ηχογραφούνταν τα τραγούδια τόσο μειωνόταν το κόστος της ηχοληψίας.
Έπρεπε, λοιπόν, ο μουσικός να παίζει ωραία και σωστά, αλλά και να μπαίνει χωρίς χρονοτριβή στο πνεύμα του συνθέτη αποδίδοντας το μάξιμουμ στο λιγότερο δυνατό χρόνο, για να μην σέρνεται όλη η ορχήστρα. Οι μουσικοί, ακόμα κι αυτοί που έπαιζαν στις καλές ορχήστρες δεν ήταν αυτομάτως κατάλληλοι για τις ηχοληψίες, γι’ αυτό τους χρησιμοποιούσαμε επιλεκτικά στις ηχογραφήσεις των δίσκων. Οι μουσικοί στα στούντιο, που στην Αμερική λέγονται session, αποτελούσαν μια πιο κλειστή ομάδα. Κι ο Νότης ανήκε στους απαραίτητους. Ήταν περιζήτητος γιατί ήταν πολύ καλός επαγγελματίας και έπαιζε σχεδόν όλα τα στυλ τραγουδιού, από ποπ και Χατζιδάκι μέχρι λάτιν και ζεϊμπέκικα.
Αργότερα, που ανέλαβα κι εγώ το ρόλο του διευθυντή παραγωγής, στις δουλειές που έδινα μεγαλύτερο βάρος η επιλογή μου για κιθαρίστες ξεκινούσε από τον Νότη. Αυτό ήταν επιβεβλημένο εκ των πραγμάτων εάν είχες αυτή την αρμοδιότητα στη δισκογραφία. Θα ήθελα να ξέρω σε πόσα τραγούδια και σε πόσα μουσικά κομμάτια έχει παίξει ο Νότης σαν session μουσικός στο στούντιο.
Το γεγονός ότι ήτανε συνθέτης δεν του πρόσθεσε το τουπέ που είχαν οι μουσικοσυνθέτες, και το λέω ως διαπίστωση και όχι ως μομφή για τους τραγουδοποιούς. Στο στούντιο, ο Νότης ήταν μουσικός, μόνο. Ήπιος και συνεργάσιμος, όχι εύκολος, αλλά πρόθυμος να εκτελέσει το μέρος του με τη μεγαλύτερη δυνατή ποιότητα και ταυτόχρονα να δώσει συμβουλές όταν το ζητούσες, κάτι πολύ χρήσιμο σε μια τέχνη που στη φάση της διαμόρφωσής της θέλει εμπειρία και ορθή κρίση, για να βγει τελικά ο δίσκος στην ολοκλήρωση του οποίου βάζαμε όλοι οι εμπλεκόμενοι το μερίδιο που μας αναλογούσε.
Πολυμήχανος
Θα μείνω, όμως, σε ένα πιο γενικό προφίλ του Νότη, που έχει άμεση σχέση με το περιεχόμενο του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου του. Ο Νότης, μην παρεξηγηθεί ο όρος, είναι πολυμηχάνημα, είναι μούλτι. Είναι ακτιβιστής και δεν περιορίζεται στο χώρο της μουσικής. Έχει ανοιχτεί σε χώρους πολιτικούς και κοινωνικούς. Αισθάνομαι οικεία μαζί του γιατί κάπως έτσι κινούμαι κι εγώ, αλλά δεν είμαι μουσικός∙ έχω «αυτί» αλλά δεν παίζω κάποιο όργανο. Έχει ένα ατού που με ξεπερνάει.
Ο Νότης, εκτός από μουσικός και συνθέτης, στο ενεργητικό του εμφανίζεται ως ραδιοφωνικός παραγωγός, εταιριάρχης και παραγωγός δίσκων, δάσκαλος με εξαιρετικούς μαθητές, περφόρμερ με κύρος, αρθρογράφος σε μεγάλες εφημερίδες, εκδότης του περιοδικού ΤΑΡ για την κιθάρα. Και, βέβαια, επειδή κανένας, όσο μυθικός και μαγικός κι αν είναι, δεν είναι τέλειος, ο Νότης ασχολήθηκε με την πολιτική. Ως θνητός έχει κι αυτός τις αντιθέσεις και αντιφάσεις του. Είναι το μόνο σημείο, στο οποίο, με αγάπη και εκτίμηση, προβάλλω τις ενστάσεις μου. Και το αναφέρω γιατί διατυπώνονται αυτές οι όψεις και οι απόψεις του Νότη μέσα στο βιβλίο του, μέσα από τα άρθρα τα οποία έχουν θεματικά μεγάλη ποικιλία. Προφανώς έχει κρατήσει μια ιδιαίτερη θέση για ό,τι αφορά τη μουσική, είτε πρόκειται για το εργοστάσιο και τα στούντιο της Κολούμπια που κακώς κατεδαφίστηκαν είτε για την ΑΕΠΠΙ στην οποία είχε συνδράμει ως μέλος του Δ.Σ., είτε πρόκειται για σημαντικούς καλλιτέχνες σαν την Ελένη Βιτάλη ή τον Μπομπ Ντίλαν. Ταυτόχρονα, όμως, πιάνει θέματα από την αλλαγή φύλλου μέχρι τον Μάη του ’68.
Είναι ένας σχολιαστής, ένας χρονογράφος, ένας ενεργός πολίτης που μοιράζεται αυτά που σκέφτεται, με τον τρόπο που τα αξιολογεί και τα κρίνει, με τους ακροατές και τους αναγνώστες του με τους οποίους έχει μια σταθερή επικοινωνία. Αυτό δημιουργεί μια πληρότητα. Έχει και τις αντιφάσεις που, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, έχουμε όλοι μας. Μάλιστα, όσο πιο δραστήριος και παραγωγικός είσαι, η πιθανότητα να έχεις μεγαλύτερες και περισσότερες εμφανείς και αφανείς εσωτερικές αντιφάσεις αυξάνεται. Εξάλλου, αυτό είναι απαραίτητο στοιχείο σε κάθε μορφή δημιουργίας.
Θεωρώ ότι το καλλιτεχνικό του μέρος που είναι η κύρια πλευρά της ζωής και της προσφοράς του στην κοινωνία, χαρακτηρίζεται από μια ευδιάκριτη προοδευτικότητα. Με είχε ξαφνιάσει ως κλασικός κιθαρίστας όταν στο απώτερό μας παρελθόν, ηχογράφησε ένα δίσκο με τραγούδια των Beatles παιγμένα από τον ίδιο. Αυτό, τότε, ήταν πολύ πρωτοποριακό. Ποιος θα το διενοείτο και ποιος θα το τολμούσε! Και στην πορεία του βλέπει κανείς ότι έχει κινηθεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο, μέχρι παιδικά έχει συνθέσει. Έγραψε σε στίχους Γιάννη Κακουλίδη, Άκου Δασκαλόπουλου, Οδυσσέα Ελύτη, Ηλία Πετρόπουλου, Μάνου Χατζιδάκι κ.ά. και έδωσε τραγούδια του από Αρλέτα, Ζωγράφο και Πανδή μέχρι Μουτσάτσου, Βιτάλη, Γλυκερία, Μητσιά κ.ά.
Αντιφάσεις
Από τη μία, λοιπόν, πλευρά έχει μία προοδευτικότητα που διαπνέει το έργο του και από την άλλη διακρίνω ένα συντηρητισμό στην πολιτική του σκέψη. Και μόνο που μπλέχτηκε με τη ΔΗΜΑΡ… Πέρα από τα αστεία που έχω το θάρρος να κάνω με τον Νότη, αυτές οι διολισθήσεις του δημιουργικού ανθρώπου, έχουν να κάνουν με μία σοβαρή θεμελιακή του θέση. Ο Νότης είναι από τη φύση του, από τη ρίζα του, φιλειρηνιστής, της μη-βίας. Στην απόλυτη μορφή της. Είναι Γκαντικός, κατά της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Αυτό το βρίσκω αντιφατικό, γιατί η ίδια η πρόοδος εμπεριέχει μέσα της τη σύγκρουση. Δεν υπάρχει πρόοδος χωρίς τριβές. Η βία ενυπάρχει στην εξέλιξη. Όταν, λοιπόν, είσαι εκ πεποιθήσεως αντίθετος σε κάθε μορφή βίας, σημαίνει ότι δεν κάνεις διάκριση ανάμεσα στη δημιουργική και απελευθερωτική βία και στη βία που ασκούν τα αφεντικά των σκλάβων και οι αποικιοκράτες σε βάρος των λαών του κόσμου για να τους καθυποτάξουν και να τους λεηλατήσουν. Το λέω αυτό φέρνοντας κατά νου το κομμάτι μέσα από το βιβλίο στο οποίο απαξιώνει το σοσιαλιστικό καθεστώς της Κούβας. Εκεί τον βρίσκω άδικο και ισοπεδωτικό.
Αν, για παράδειγμα, η Κούβα δεν ήταν αυτό που είναι, μ’ αυτό το καθεστώς, με τα κουσούρια του, αλλά και με τα επιτεύγματά του στην ανεξαρτησία, την ισότητα, την υγεία και την παιδεία, λαμβάνοντας υπόψη ότι για τις ΗΠΑ είναι όπως ήταν η Αίγινα για την Αθήνα, σήμερα θα κυριαρχούσαν οι μαφιόζοι, οι έμποροι ναρκωτικών και οι παραστρατιωτικές ομάδες πληρωμένων δολοφόνων όπως συμβαίνει ακριβώς απέναντι, στη Γουατεμάλα και το Σαλβαδόρ, στις μπανανίες όπου επιβλήθηκαν οι εκλεκτοί των Αμερικάνων.
Πώς αλλιώς θα το δούμε; Όλα είναι σχετικά. Επειδή βρισκόμαστε στα ίδια μήκη κύματος, αντιλαμβάνομαι ότι το κοινό μας αίτημα, η κοινή μας ανάγκη, η κοινή μας πίστη είναι η δημιουργία ενός καινούργιου καλύτερου κόσμου. Σ’ αυτή τη διαδρομή, από το πώς αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα φτάσουμε σ’ αυτό τον κόσμο, για τον οποίο και οι δύο επιμένουμε, και όχι μόνο εμείς ασφαλώς, μπορεί να μην ταυτίζονται οι εκτιμήσεις μας. Στη γη που ζούμε, παράδεισος δεν έχει υπάρξει. Έχει υπάρξει μόνο στη φαντασία μας. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή, αν όχι εμείς, οι επόμενοι, να τα καταφέρουνε.
Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς τι έχει προσφέρει σε μας ο Νότης. Με το έργο του έχει φέρει στη ζωή μας ψηφία απ’ αυτόν τον μελλοντικό ωραίο κόσμο που φανταζόμαστε. Κι αυτό του το χρωστάμε. Αν έχουμε στο μυαλό μας, στις καρδιές μας, σημεία και πτυχές που μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα, αν απολαμβάνουμε τη ζωή παρ’ όλες τις αντιξοότητες, οφείλεται και στη δημιουργικότητα και την προσφορά σημαντικών ανθρώπων, όπως είναι ο Νότης Μαυρουδής.
Ο Νότης έχει κι άλλο ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους άλλους. Διασχίζει τις δεκαετίες αφήνοντας παντού εμφανή σημάδια της παρουσίας του. Ο Νότης Μαυρουδής, συνοψίζοντας, είναι ένα φαινόμενο.
Στέλιος Ελληνιάδης
(Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Μετά πάσης ειλικρινείας» του Νότη Μαυρουδή με σκίτσα του Πέτρου Πανδή, εκδ. Άπαρσις, μαζί με τους Νίκο Κουρμουλή, Μόρφω Τσαϊρέλη, Γιάννη Καφάτο, Ισιδώρα Δωροπούλου και Χάρη Μαυρουδή)
Ασπρόμαυρη Ζωή
Πάντα με γοήτευαν οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Παρουσιάζουν στην πραγματικότητα την εικόνα μέρους του χρόνου και πάντα με βύθιζαν συναισθηματικά σε μια μεγαλοπρεπή μελαγχολία, μόνο και μόνο επειδή μέσα από την ανάκληση της μνήμης είναι εμφανέστατα τα σημάδια του χρόνου που κυλά ακατάπαυστα.
Η φωτογραφία είναι καθρέφτης, αδυσώπητη αποτύπωση της στιγμιαίας πραγματικότητας και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Στην παλαιότερη εποχή, την εποχή του ασπρόμαυρου, όλα ήταν αληθινά στη φωτογραφία και ο ρεαλισμός σκέπαζε τα πάντα. Ύστερα η τεχνολογία έφερε τα πάνω κάτω, ανακαλύπτοντας άπειρα μέσα, με αποτέλεσμα η αποτύπωση να υποταχτεί σε υποκειμενικές επιθυμίες, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει πλέον το Photoshop. Το φτιασίδωμα, οι τεχνικές επεμβάσεις, ο καλλωπισμός, το παίξιμο με τα χρώματα, οι μεγεθύνσεις, οι σμικρύνσεις, τα πρόσθετα στοιχεία ή οι αφαιρέσεις ακόμα και προσώπων, η αλλοίωση του τοπίου, του φόντου και άλλα πολλά, φτιάχνουν μίαν άλλη κατάσταση, η οποία μπορεί να διαφέρει κατά πολύ από το πραγματικό εικονιζόμενο θέμα.
Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι καινούργιο∙ από το ξεκίνημα της ύπαρξής της, η επεξεργασία της φωτογραφίας αξιοποιήθηκε για προώθηση συμφερόντων πολιτικών, οικονομικών και γεωπολιτικών. Ένα παράδειγμα που γνωρίζουμε όλοι: Ήδη από τη δεκαετία του ’30, το σοβιετικό καθεστώς προέβαινε σε αλλοιώσεις ιστορικών φωτογραφικών ντοκουμέντων, με στόχο τη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων. Ο σταλινισμός είχε ανακαλύψει το… πολιτικό Photoshop, αφαιρώντας από τις φωτογραφίες αγωνιστές που ενδιαμέσως είχαν καθαιρεθεί από τις κεντρικές επιτροπές, είχαν διαγραφεί ή εκτελεστεί με άνωθεν αποφάσεις!
Η εποχή όμως που η φωτογραφία έχασε οριστικά τη δύναμή της ως ντοκουμέντο, είναι η σύγχρονη της ψηφιακής τεχνολογίας. Αυτό βεβαίως δεν αφαιρεί ούτε κατά διάνοια την καλλιτεχνική δύναμη και οντότητα της φωτογραφικής τέχνης, η οποία διαπιστώνουμε συχνότατα πως έχει εξελιχθεί σε πολιτιστικό προϊόν υψηλών προδιαγραφών. Κι ας προσπαθεί η τεχνολογία, όπως κάνει με όλες τις τέχνες, να τη σπρώξει προς μια αμφίβολη «τελειότητα».
Αυτό το τελευταίο το διαπιστώνω και στη μουσική και στο τραγούδι. Ένα σύγχρονο στούντιο ηχογράφησης αναλαμβάνει να βελτιώσει και να «τελειοποιήσει» ένα όργανο, μια ορχήστρα, μια φωνή, να τη φέρει σε απόλυτη τονικότητα, να συγχρονίσει τα όργανα, να τα περάσει όλα με φίλτρα και μαγικά εργαλεία, να φτιάξει «άλλον ήχο», πιο λαμπερό ή πιο σκοτεινό, εντέλει να φτιάξει ένα «άλλο τοπίο», εκείνο που επιθυμεί ο διευθυντής της παραγωγής βάσει των τάσεων της αγοράς και του μάρκετινγκ.
Αν κάποιος πιστέψει πως είμαι γενικά εναντίον των νέων τεχνολογιών και των παρεμβάσεών τους στο καλλιτεχνικό έργο, κάνει λάθος. Αυτώ που κάνω, είναι να διατηρώ την αυτονόητη άποψη πως ο δημιουργός του έργου πρέπει να διατηρεί την αρχική οντότητα της φυσικής και αισθητικής ροής των πραγμάτων. Έζησα και βίωσα το πέρασμα από το γραμμόφωνο στο πικάπ και αργότερα στους δίσκους ακτίνας. Οι συσκευές μουσικής ακρόασης παράγονταν ακατάπαυστα. Όσο η τεχνολογία προόδευε, τόσο το ψέμα στις τέχνες γινόταν όλο και πιο επικίνδυνο, αφού η χρήση της ήταν τυφλή και χωρίς προϋποθέσεις. Ήταν θέμα επιλογής του καθενός, βεβαίως, αλλά οι τεχνολογικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι ζυγισμένες με τέτοιον τρόπο που να μην αναποδογυρίζουν την πραγματικότητα. Τα εφέ τα έχουμε ανάγκη επικουρικά και όχι για να «σώσουν» ή να αντικαταστήσουν την πρώτη δημιουργία, το αρχικό έργο!
Οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες αιχμαλωτίζουν την αλήθεια ατόφια. Πολλές φορές, όταν σκαλίζω κιτρινισμένα κουτιά ή ξεφυλλίζω φθαρμένα άλμπουμ, ξαναβρίσκω πολλά από τα κύρια τοπία του εαυτού μου. Μπορούμε να φανταστούμε τη φωτογραφία της γιαγιάς μας με ένα ρετουσάρισμα που αφαιρεί τις ρυτίδες, την καμπούρα και τα στραβά πόδια; Θα ήταν άδικο, τουλάχιστον για εκείνη, χώρια από το ψέμα που θα αποτυπωνόταν!
Μάζεψα όλες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, προσωπικές, οικογενειακές, φίλων και συγγενών, σε ένα μεγάλο συρτάρι. Η συγκίνησή μου ήταν απερίγραπτη· θαρρείς και όφειλα μια τέτοια ταξινόμηση! Σ’ αυτό το συρτάρι βρίσκονται όλες οι αυθεντικές εκτυπώσεις της παλαιότερης μνήμης, μιας άλλης ζωής ανεξίτηλης που έχει ευτυχώς γλιτώσει από σωτήρες πόσης φύσεως. Επανέρχομαι στην πεπερασμένη πραγματικότητα με το κάρο του παππού, το τσαγκαράδικο του πατέρα, τη μάνα σκυμμένη πάνω στις βελόνες της, τα κουτούκια της παρέας και τις ντροπαλές γυναίκες στις γειτονιές των χωματόδρομων της Καλλιθέας, τους παλαιούς ρεμπέτες στις λαϊκές ταβέρνες και τα χαμόσπιτα της Φιλαρέτου των προσφύγων Ποντίων και Αρμενίων. Σαν να με φυσάει ένα αεράκι ή να πίνω διψασμένος νερό από πηγή με γάργαρο νερό, όταν τις βλέπω!
Θα ακουστεί περίεργο, αλλά το συρτάρι αυτό νιώθω πως είναι η περιουσία μου, το κάστρο και η ζεστασιά μου. Ανοίγοντάς το, υποκλίνομαι στις ανεκτίμητες αξίες που αναγνωρίζουν τις ρίζες τους στην παλαιά ζωή. Όχι, δεν είμαι νοσταλγός του παρελθόντος, μόνο που αν χάσω αυτό το συρτάρι, θα περιοριστεί η ματιά μου προς το μέλλον – επειδή για να πας μπροστά, νιώθω πως καλό είναι να έχεις μνήμη ασπρόμαυρη!
Νότης Μαυρουδής («Μετά πάσης ειλικρινείας», εκδ. Άπαρσις)