του Θανάση Μουσόπουλου*
Στο έβδομο βιβλίο της «Ποιητικής Ανθολογίας» του Λίνου Πολίτη «Σικελιανός ‒ Καβάφης και οι Νεώτεροι» (εκδ. Γαλαξία, 1966) ευαισθητοποιηθήκαμε στη Γενιά του Τριάντα. Εκεί μυηθήκαμε στον Νίκο Εγγονόπουλο: «Έμεινε, και στα ποιήματα και στους ζωγραφικούς του πίνακες, ο πιστός του ορθόδοξου υπερρεαλισμού, πάντοτε απροσάρμοστος, κάποτε και προκλητικός».
Το 2025, τιμώντας τα σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Εγγονόπουλου, θα ασχοληθούμε με τον λογοτέχνη και όχι τον εικαστικό.
***
Στις εκδόσεις «Ίκαρος» διαβάζουμε ένα εμπεριστατωμένο εργοβιογραφικό κείμενο, επιλέγοντας τα βασικότερα σημεία.
Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κωνσταντινουπολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασική γαλλική ποίηση. Το 1924 το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν θα επηρεάσει και τον ίδιο. Το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη θα φοιτήσει και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Την ίδια εποχή αρχίζει να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (είναι επηρεασμένος αρχικά από τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ).
Πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, παρωδούσαν τα ποιήματά του με εξευτελιστικά στο τέλος σχόλια. Με την επιστράτευση στέλνεται κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Το μεταξικό καθεστώς τον κρατάει στην πρώτη γραμμή πυρός, αδιαλείπτως, έως το τέλος του πολέμου. Στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, στις 13 Απριλίου 1941, μετά από φονικότατη μάχη της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, και στέλνεται παράνομα σε στρατόπεδο «εργασίας αιχμαλώτων», από όπου δραπετεύει και επιστρέφει στην Αθήνα με τα πόδια. Δεν σταματά να γράφει ποιήματα με όποιον τρόπο μπορεί.
Το 1967 γίνεται καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο στο ελεύθερο σχέδιο. Από το 1967 μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (οπότε και συνταξιοδοτείται) θα επηρεάσει σημαντικά τη φοιτητική ζωή μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Στις 31 Οκτωβρίου 1985 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα.
Από τα έργα του ξεχωρίζουμε: – «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», 1938 – «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής», 1939 – «Μπολιβάρ», 1944 – «Η επιστροφή των πουλιών», 1946 – «Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω», 1957 (Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1958) – «Στην κοιλάδα με τους Ροδώνες», 1978 (Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1979) – «Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό θέατρο σκιών», Ύψιλον, 1980. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν πεζά και ποιητικά έργα του.
Μετέφρασε, επίσης, πολλά έργα ξένων ποιητών. Βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος ο Νίκος Εγγονόπουλος, δεν ήταν μόνο ένας ζωγράφος και ποιητής, αλλά και ένας αληθινός στοχαστής. Παθιασμένος με τον υπερρεαλισμό μας κληρονόμησε ένα διαχρονικό έργο μίας αποκλειστικά δικής του ατμόσφαιρας.
***
Ο Μάριο Βίττι, στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, σημειώνει ότι ο Εγγονόπουλος: «δεν θα μπορούσε να στήσει τον λόγο του με τρόπο προκλητικό, εάν δεν είχε στον νου του έναν συγκεκριμένο συνομιλητή. Απευθυνόμενος σε αυτόν ο λόγος του γίνεται προφορικός, κουβεντιαστός, πρόθυμος να υπακούσει στη συντακτική δομή της γλώσσας, κάποτε εμφατικός (κάτι που εντείνεται με τη χρήση της καθαρεύουσας). Ένα χρόνο μετά το πρωτόλειό του “Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν” (1938), αγνοώντας τις υβριστικές επιθέσεις που το υποδέχτηκαν, ο Εγγονόπουλος δημοσιεύει “Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής”».
Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στην «Εισαγωγή στην ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2008, κη΄-κθ΄, τονίζει ότι «Ο Εγγονόπουλος, όπως και οι άλλοι της γενιάς του, προσπαθούσε να διαμορφώσει μια προσωπική φωνή και ένα ιδίωμα μέσα σε ένα συγκερασμό μοντέρνου και παράδοσης. Όμως η διπλή ιδιότητα ζωγράφου και ποιητή τον οδηγούσε σε πιο σύνθετους προβληματισμούς σχετικά με το ζήτημα της παράδοσης.
Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο Εγγονόπουλος συνδέθηκε με τον υπερρεαλισμό επιλεκτικά, και ότι το κίνημα αυτό τον εξέφραζε σε πολλά σημεία και ανταποκρινόταν στην ανάγκη του για μια διαφορετική αντίληψη περί μοντέρνου και, κυρίως, για ένα διαφορετικό και πιο τολμηρό διάλογο με την ελληνική παράδοση, με εντελώς διαφορετικούς όρους από εκείνους των συγχρόνων του».
***
Θα κλείσουμε αυτή την ενότητα με ένα χαρακτηριστικό πεζό κείμενο του Εγγονόπουλου που φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει την παράδοση. Περιέχεται στα Κείμενα της Β΄ Γυμνασίου με τίτλο: «Ο Καραγκιόζης. Ένα ελληνικό θέατρο σκιών». Προηγείται Εισαγωγικό σχόλιο: «Το μικρό δοκίμιο για τον Καραγκιόζη, που ο υπερρεαλιστής ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος έγραψε το 1969, έχει ως θέμα του την καταγωγή και τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού θεάτρου σκιών. Στο παρακάτω απόσπασμα ο συγγραφέας εξετάζει κατ’ αρχάς τις πιθανές επιδράσεις που δέχτηκε ο Καραγκιόζης από χώρες της Ανατολής, συγκρίνοντας κυρίως το ελληνικό με το τουρκικό θέατρο σκιών. Κατόπιν αναφέρεται στη θεματολογία, τους ήρωες και τον τρόπο της παράστασης του ελληνικού Καραγκιόζη, τον οποίο θεωρεί αντιπροσωπευτικό και γνήσιο εκπρόσωπο της ελληνικής λαϊκής ψυχής».
Θα παραθέσουμε μια σημαντική ενότητα από το δοκίμιο του Νίκου Εγγονόπουλου.
«Ο Καραγκιόζης είναι ο γνήσιος θεατρικός εκπρόσωπος της λαϊκής ψυχής, των λαϊκών τάσεων και διαθέσεων, των λαϊκών πόθων κι επιθυμιών. Με πολλή κομψότητα, με πολλή διακριτικότητα, αλλά και με αρκετή, ενίοτε, δύναμη. Μ’ αυτή τη συνήθεια που έχουμε του “ποιος είσαι συ και ποιος είμαι γω”, εδώ όπου ο καθείς έχει μια τόσο βαθιά, και πόσο εύθικτη, συνείδηση της “ανθρωπίνης του αξιοπρεπείας”, κι όπου στο ίδιο μέρος είναι πολύ φυσικό να εμφανισθούν, ταυτόχρονα, πλάι πλάι, ένας δισεκατομμυριούχος εφοπλιστής ή μεγαλοβιομήχανος και διακόσιοι τόσοι φουκαράδες, τα επεισόδια του Καραγκιόζη διατραγωδούν τα μαρτύρια του κοσμάκη και τις βασανισμένες του προσπάθειες “ναν τα βγάλει πέρα”, “ναν τα ξεκεφαλώσει”. Ας μη μας γελούν οι μορφές του πασά, των θυγατέρων του (οι βεζυροπούλες), οι αυλικοί του (αυλοκόλακες) και οι λοιποί που τον ακολουθούν. Δεν είναι κανένα κατάλοιπο, όπως είναι φυσικό να το φανταστεί κανείς, της “προελεύσεως” του Καραγκιόζη. Απλούστατα συγκαλύπτουν τη μορφή του “κακού πλουσίου” του Ευαγγελίου, του σκληρού, του άκαρδου, του φιλάργυρου, του ακαταλόγιστου, που βασανίζει τους αδυνάτους που είχαν την ατυχία να πέσουν στα νύχια του, ενώ πιστεύει, και το διαλαλεί μεγαλόφωνα, πως είναι δίκαιος και αλάνθαστος, αγαθός και πονόψυχος! Και της Συνοδείας του. Ο ελληνικός Καραγκιόζης είναι βαθύτατα πατριώτης, γνώστης των αρετών και των παραδόσεων της Φυλής. Όμως αδιαφορεί για την πατρίδα και την καταγωγή του δυνάστη, αρνείται να του αναγνωρίσει, με κάθε τρόπο, οποιαδήποτε ειδική εθνικότητα και τον απωθεί, απλούστατα, στη γενική συνομοταξία των “Τούρκων”. Δίχως να είναι μισαλλόδοξος ή ξενόφοβος, ο Καραγκιόζης μας εφαρμόζει, με τον τρόπο του, τη ρήση του παλαιού φιλοσόφου: “Να αντιτάσσεται η βία στη βία”».
Στην επόμενη ενότητα θα προσεγγίσουμε την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής