του Θανάση Μουσόπουλου*

Ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορα της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» (Θεσσαλονίκη, 1969) μιλώντας για τον Νικηφόρο Βρεττάκο παρατηρεί πως «τις καλύτερες στιγμές του τις βρίσκει στη λυρική αίσθηση της φύσης, ενώ με ποιήματα όπως «Το ταξίδι του Αρχάγγελου» φτάνει και σε επιτεύγματα περισσότερο συνθετικά». Ήδη από τα φοιτητικά μας χρόνια ο Ρίτσος μαζί με τον Βρεττάκο αποτελούσαν ένα «αντιστασιακό» δίδυμο.

Με τον Βρεττάκο και το έργο του ασχολήθηκα ιδιαίτερα. Είχα τη χαρά τιμή και ιδιαίτερη συγκίνηση να μιλήσω ενώπιον του στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δήμου Βέροιας (1 Ιούνη 1980). Περίληψη της διάλεξης με τίτλο «50 χρόνια Αγώνας και Αγωνία για τον Άνθρωπο» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Γιατί» και περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Προσεγγίσεις, 2» έκδοση Θρακικά Χρονικά, Ξάνθη 1980.

Ένας ουσιαστικός, σεμνός και βασανισμένος άνθρωπος. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα αλλά η κύρια ασχολία του ήταν η ποίηση. «Στην ποίηση», γράφει ο ίδιος, «έδωσα την ψυχή μου. Και χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είμαι ποιητής, ξέρω τώρα πως δεν είμαι τίποτε άλλο».

Κάποια στοιχεία θα πάρουμε κυρίως από δημοσίευμα της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Σπάρτης, της πατρίδας του:

«Την 1η Ιανουαρίου 1912 (19 Δεκεμβρίου 1911 με το Ιουλιανό ημερολόγιο) γεννιέται ο Νικηφόρος Βρεττάκος στις Κροκεές (Λεβέτσοβα) Λακωνίας. Το 1917 η οικογένεια μετακομίζει στις Κροκεές. Πηγαίνει στο Γυμνάσιο Γυθείου όπου φοιτά και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1928 δίνει δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου με θέματα από “τη Δικαιοσύνη και την Παιδεία ως τη διάσπαση του ατόμου”. Το 1929 ήρθε στην Αθήνα για σπουδές που τελικά δεν πραγματοποίησε. Από τότε άρχισε να δημοσιεύει ποίηση. Εξασφάλιζε τα προς το ζην απασχολούμενος ως υπάλληλος, εργάτης και δημοσιογράφος.

Στον πόλεμο πολεμάει στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης. Στις 14 Απριλίου 1941 διαλύεται το σύνταγμα στο οποίο υπηρετεί και επιστρέφει με τα πόδια στην Αθήνα. Παίρνει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Οργανώνεται στο ΕΑΜ και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Γνωρίζεται με τον Άγγελο Σικελιανό. Κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές του “Το βιβλίο της Μαργαρίτας” και “Ο Ταΰγετος και η σιωπή” καθώς και το λυρικό δράμα “Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου”, εξαιτίας του οποίου διαγράφεται από το ΚΚΕ και απομακρύνεται από τη διεύθυνση του περιοδικού “Ελεύθερα Γράμματα”. Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ο ποιητής αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο “Οδύνη” που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, Πολλές είναι τιμές που του απονέμονται. Ξεχωρίζει το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη “Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη”. Στις 26 Φεβρουαρίου 1987 η Ακαδημία Αθηνών τιμά τον ποιητή με την εκλογή του ως μέλους της. Το πρωί της Κυριακής, 4 Αυγούστου 1991, o Νικηφόρος, πλήρης ημερών πνευματικής δημιουργίας και προσφοράς προς τον άνθρωπο, αφήνει την τελευταία του πνοή στην Πλούμιτσα.

Ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, εἶναι «Ποιητὴς τῆς ἐλεύθερης φαντασίας, ἀφήνεται σὲ λυρικὲς ὀνειροπολήσεις, ἄλλοτε στοὺς κανόνες […] Ἰδιοσυγκρασία εὐαίσθητη, φύση συναισθηματικὴ καὶ γνησίως λυρική, τυλίγει τὰ γραπτά του μὲ μιὰ διάχυση τρυφερότητας, δινοντὰς τοὺς τὸ ἅπλωμα, τὸ γύρισμα καὶ τὴν ἐλαστικότητα τῆς φαντασίας του».

Ένας περίπατος σύντομος στο πλούσιο έργο του.

«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»

Δεν έχετε ούτε τη δύναμη να φωνάξτε, παρών;
Σήκω απάνω κατηγορούμενε! Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες. Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
Να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως το τελευταίο λυκόφως.
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.
Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ’ το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε…
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουν
τα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώ
ένα κοπάδι καρκίνοι, με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.
Το σύμπαν ολόκληρο είναι ένα όστρακο
που εκκολάφτηκε μέσα του τ’ ακριβό
μαργαριτάρι ο άνθρωπος.

«Το Ταξίδι του Αρχάγγελου»

Σα να ’χει το ταξίδι τους τελειώσει
συνάζονται όλοι οι ναύτες και σαν όταν
θα γύρνααν απ’ την Τροία τους, γονατίζουν,
ανοίγουν τα σεντούκια τους και βγάζουν
τα γιορτινά τους ρούχα, τις λευκές τους
φανταχτερές στολές, με τ’ ασημένια
σιρίτια, τα χρυσά κουμπιά και τ’ άνθη,
μυρίζοντας της μάνας τους τα χέρια
που τα κεντούσαν κάτω από τον ήλιο,
στην ξώπορτα που αγνάντευαν ώς πέρα
τους φωτεινούς ορίζοντες, χτενίζουν
σαν τότε ωραία την κόμη τους, βουτάνε
τα χέρια τους στην άρμη και κοιτώντας
κατά τον ωκεανό, φέρνουν στα χείλη
την τελευταία μετάληψη απ’ τη φύση
που χάνεται για πάντα. Πεθαμένη,
πένθιμη, πάνω, παρακολουθώντας
από ένα ρήγμα η Άρκτος το μυστήριο
την όψη έχει κρυμμένη σε μπαμπάκι.
Κι όπως η αυγή στο βάθος φωσφορίζει
μεσ’ απ’ τη συννεφιά, φαίνονται οι ναύτες
με τις λευκές στολές τους κι ένας ένας
παίρνοντας τη βαριά με τη σειρά του,
σφυροκοπάνε μέσα στην ομίχλη
τη μαύρη του αλυσίδα

«Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ποίηση»

Ἀνάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.
Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα
πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπὸ σένα – πλησιάζουν τὰ πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα –
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς.

«Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα»

Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.

«Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε»

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

«Δίχως ἐσέ»

Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του

Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.

Ο Γιάννης Η. Παππάς σημειώνει ότι «Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπήρξε ο πιο ανθρώπινος, ίσως, από τους νεοέλληνες ποιητές. Μεγάλος Ουμανιστής […] Στάθηκε πάντα όρθιος και παρών σε κάθε σημαντική στιγμή της πολιτικής, της κοινωνικής και της πνευματικής ζωής του τόπου».

Στο επόμενο κείμενο θα παρουσιάσουμε τον Νίκο Γκάτσο.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!