Συνέντευξη στον Brian Justie

Το βιβλίο «Inhuman Power» (*) αυτοσυστήνεται ως «μια μαρξιστική κριτική της Τεχνητής Νοημοσύνης» και μαζί ως «μια κριτική του μαρξισμού στο φως των νέων δεδομένων της Τεχνητής Νοημοσύνης». Τι είναι εκείνο, που καθιστά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ώριμη για την εισαγωγή ενός τέτοιου διττού πλαισίου;

Η καταλληλότητα της στιγμής προκύπτει από το γεγονός ότι αυξάνεται ραγδαία το εταιρικό ενδιαφέρον για τη μηχανική μάθηση και γι’ άλλους νέους τομείς της έρευνας σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη. Οι μεγαλύτερες εταιρείες πληροφορικής βλέπουν πλέον τα νοητικά και βιολογικά όρια του ανθρώπου σαν εμπόδια στην κεφαλαιακή συσσώρευση, και διακρίνουν στη μηχανική μάθηση, στην προηγμένη ρομποτική και σ’ άλλες τεχνολογίες της «τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης» δυνατότητες υπέρβασης αυτών των εμποδίων. Η τεχνητή νοημοσύνη βρίσκεται ακόμη σήμερα σε αρχικό στάδιο, περιοριζόμενη σε συγκεκριμένα πεδία ειδικών εφαρμογών πολύ πίσω από μια γενικού χαρακτήρα τεχνητή νοημοσύνη που θα ήταν ισοδύναμη ή και θα ξεπερνούσε τις ανθρώπινες δυνατότητες, η οποία παραμένει πηγή άντλησης μυθολογικού υλικού για την επιστημονική φαντασία, αν και παρ’ όλα αυτά σε κάποιες περιπτώσεις αποτελεί και στόχο ορισμένων σοβαρών ερευνητικών προγραμμάτων. Εντούτοις, υπό τη μορφή αυτή, την περιορισμένη ως προς τα πεδία εφαρμογής της, η τεχνητή νοημοσύνη διαπερνά την καθημερινότητα των χωρών του παγκόσμιου Βορρά και της Δύσης, αλλά επιπλέον και της Κίνας και, μέχρι ενός βαθμού έχει παγκόσμια εξάπλωση: οι αλγόριθμοί της οργανώνουν τις ροές παροχής πληροφοριακού περιεχομένου στο πλαίσιο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τις οικονομικές δραστηριότητες, τα παιχνίδια εικονικής πραγματικότητας, την επιτήρηση των χώρων εργασίας, τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας και την αστυνομική παρακολούθηση.

Κινούμαστε, πλέον, στον «υπαρκτό καπιταλισμό της τεχνητής νοημοσύνης», όπως τον αποκαλούμε οι συγγραφείς του βιβλίου – ο Atle Mikkola Kjøsen, ο James Steinhoff και εγώ. Οι τεχνολογίες του θα συνεχίσουν, πιθανότατα, να εισβάλουν στη επικράτεια των όσων θεωρούσαμε αποκλειστικά ανθρώπινες ιδιότητες, ενώ θα εφαρμόζονται σε μιαν ολοένα πλατύτερη γκάμα δραστηριοτήτων. Όπως το πιθανολογεί ο James Steinhoff, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε «γενικό όρο της παραγωγής», με το περιεχόμενο που έδωσε ο Μαρξ σ’ αυτή την έννοια, δηλαδή σε μια βασική υποδομή, αναγκαία υλική προϋπόθεση της εμπορικής δραστηριότητας, όπως υπήρξαν οι ατμομηχανές και οι σιδηρόδρομοι τον 19ο αιώνα, ή ο ηλεκτρισμός και οι μαζικές μεταφορές τον 20ό. Η διαδικασία αυτή ξεδιπλώνεται σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν κάτω από τη διεύθυνση γιγάντιων ολιγοπωλιακών εταιρειών –Google, Microsoft, IBM, Amazon, Facebook, Alibaba, Tencent, Baidu– με τη συνδρομή κυβερνήσεων, που ανυπομονούν για την αξιοποίηση εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης από το κράτος για σκοπούς «εθνικής ασφάλειας». Τις τέτοιες διαδικασίες θα τις είχε μια χαρά κατανοήσει ο Μαρξ. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια μαρξιστική κριτική της τεχνητής νοημοσύνης, ως του κορυφαίου, μάλλον, σύγχρονου παραδείγματος ιδιοποίησης και διεύθυνσης της τεχνοεπιστημονικής γνώσης, με σκοπό την άντληση κερδών, αλλά και την καταστολή της κοινωνικής ανυπακοής. Η διαδικασία αυτή, όμως επιπλέον θέτει υπό αμφισβήτηση τις ανθρωπιστικές παραδοχές που βρίσκονται στον πυρήνα της έννοιας της εργασίας, όπως ο Μαρξ την ανέπτυξε. Οπότε, χρειάζεται να δούμε κριτικά τον μαρξισμό, από τη σκοπιά των εξελίξεων στο πλαίσιο της τεχνητής νοημοσύνης. 

Ο λανθάνων ανθρωπισμός του Μαρξ είναι ένα από τα κύρια σημεία όπου εστιάζετε την κριτική σας οι συγγραφείς του βιβλίου, στο δεύτερο μισό του. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια πάνω σε αυτό;

Για τον Μαρξ το αποκορύφωμα της καπιταλιστικής εκμηχάνισης υπήρξε, όπως είναι φυσικό, το ατμοκίνητο εργοστάσιο της εποχής του, μια τεχνική βάση, που απασχολούσε και εκμεταλλευόταν εργάτες σε μαζική κλίμακα. Έτσι μπορούσε να εξακολουθεί να θεωρεί τη μηχανή σαν επέκταση και προϊόν του ανθρώπινου μόχθου – την «νεκρή εργασία», που προέρχεται από τη «ζωντανή εργασία» και πρέπει να μπαίνει σε κίνηση απ’ αυτήν. Είχε μια-δυο προφητικές συλλήψεις, σχετικά με την περιθωριοποίηση των εργατών που θα μπορούσε να επιφέρει εν τέλει η ακραία αυτοματοποίηση – συλλήψεις στο δικό του έργο που μέχρι σήμερα παραμένουν αμφιλεγόμενες στο πλαίσιο της μαρξιστικής παράδοσης […] Αυτό που, ωστόσο πλέον φέρνει στην ημερήσια διάταξη η έρευνα γύρω απ’ την τεχνητή νοημοσύνη, είναι το ενδεχόμενο να γίνει η μηχανή ως «επέκταση-προσάρτημα» της εργασίας, ο κύριος παράγοντας του παιχνιδιού και κατ’ αυτόν τον τρόπο να καταρρεύσει το όριο, που συνέλαβε ο Μαρξ μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας.

Χρειαζόμαστε μια μαρξιστική κριτική της τεχνητής νοημοσύνης, ως του κορυφαίου, μάλλον, σύγχρονου παραδείγματος ιδιοποίησης και διεύθυνσης της τεχνοεπιστημονικής γνώσης, με σκοπό την άντληση κερδών, αλλά και την καταστολή της κοινωνικής ανυπακοής

Η φορτισμένη διάκριση ανάμεσα σε «ζωντανή» και «νεκρή» εργασία, ανάμεσα στο ανθρώπινο και το απάνθρωπο, δεσπόζει στο βιβλίο. Όμως, η προοπτική αυτή αποσταθεροποίησης θα μπορούσε να διαβαστεί τόσο ως προάγγελος μιας δυστοπικής απειλής όσο και ως η πραγμάτωση μιας θετικής ουτοπικής υπόσχεσης. Έτσι, ποιός πιστεύετε ότι είναι ο λόγος που μια ολοένα διευρυνόμενη κλίκα ισχυρών παικτών της Σίλικον Βάλλεϋ συσπειρώνονται τελευταία γύρω από την νεφελώδη ιδέα μιας «ανθρωπιστικής τεχνολογίας»; Ο ανθρωπισμός, όπως το έχουν και άλλοι επισημάνει, ξαναγίνεται της μόδας!

Η ώθηση να δημιουργηθούν ψηφιακές τεχνολογίες, υποστηρικτικές της ανθρώπινης ευημερίας, έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο· τη βρίσκουμε, για παράδειγμα, κατά τις αρχικές φάσεις του διαδικτύου, στη δράση των χάκερ προκειμένου να απεγκλωβιστεί απ’ τον έλεγχο του Πενταγώνου αυτό το δίκτυο των δικτύων. Και η τέτοια ελπίδα για χειραφέτηση επανεμφανίζεται διαρκώς. Όμως, η απάνθρωπη / αποανθρωποποιητική δύναμη, που της στέκεται εμπόδιο, είναι η αγορά. Σε αυτό αναφερόταν ο Μαρξ, όταν έγραφε τη φράση απ’ την οποία πήρε τον τίτλο του το βιβλίο μας: «Τελικά, μια απάνθρωπη / αποανθρωποποιητική δύναμη κυβερνά το καθετί». Αυτό που επισημαίνουμε είναι ο τρόπος, με τον οποίο το κεφάλαιο διευθύνει και σχεδιάζει τις τεχνολογίες, ως μια προέκταση της δύναμης της αγοράς, ως εργαλεία όχι της ανθρώπινης ανάπτυξης, μα της συσσώρευσης κέρδους. Με την έλευση της τεχνητής νοημοσύνης, τα εργαλεία αυτά μοιάζει, πλέον, να αποκτούν δική τους ζωή, καθιστώντας το κεφάλαιο σ’ ολοένα μεγαλύτερο βαθμό αυτόνομο απέναντι στον άνθρωπο.

Στη δεκαετία του 1990, τον καιρό της πρώτης διάδοσης του διαδικτύου στο πλατύ κοινό, όταν άρχισα να γράφω για τις ψηφιακές τεχνολογίες και πριν ο επιχειρηματικός κόσμος βρει τους τρόπους για την αφομοίωσή τους, υπήρχε ένας πολιτιστικός και πολιτικός αναβρασμός γεμάτος ενθουσιασμό, όσον αφορά τις δυνατότητες των «δημιουργικών κοινών αγαθών», των λογισμικών ανοιχτού κώδικα και μιας αποκεντρωμένης συνεργατικής παγκόσμιας επικοινωνίας: Οι επιχειρηματικές φιλοδοξίες οι σχετικές με τις τεχνολογίες της Πληροφορίας (οι εταιρείες που αναφέρονται ως “dot.com”) και οι “dot.communist” προσδοκίες (που προσέβλεπαν στη δυνατότητα κοινοκτημοσύνης επί της Πληροφορίας και της γνώσης) κάλπαζαν παράλληλα. Κάπου στα μέσα, όμως, της δεκαετίας του 2000, την επομένη της κατάρρευσης της φούσκας των εταιρειών “dot.com”, το κεφάλαιο ρίχτηκε με τα μούτρα στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας, αναπτύσσοντας το μοντέλο του «καπιταλισμού της ψηφιακής πλατφόρμας», όπως το αποκαλεί ο Nick Srnicek, που βασίζεται στη συλλογή μαζικών δεδομένων, στην ατομικά στοχευμένη διαφήμιση και στην χρηματιστικοποίηση του πληροφοριακού περιεχομένου που παράγουν οι χρήστες, όλες τους δραστηριότητες διαχειριζόμενες από αλγοριθμικές διαδικασίες, που τώρα τις ενισχύει η μηχανική μάθηση που στην ουσία της αφορά επιμέρους εφαρμοσμένες χρήσεις της τεχνητής νοημοσύνης.

Τι έχουμε, λοιπόν, τώρα; Έχουμε ένα σύστημα επιτάχυνσης της διαφήμισης και της πώλησης εμπορευμάτων που συνδυάζει τη μαζική επιτήρηση με την εξατομικευμένη διασπορά πληροφοριακού περιεχομένου, κατάλληλου για την προσέλκυση της προσοχής, ανεξάρτητα από τις τοξικές κοινωνικές και οικολογικές συνέπειες. Ένα σύστημα που βρίσκεται υπό τον έλεγχο γιγάντιων εταιρειών και που η διαχείριση των παράπλευρων απωλειών του μετατίθεται στους ώμους στρατιών επισφαλών, χαμηλόμισθων και εξουθενωμένων «εργαζόμενων του πληκτρολογίου» […] Σήμερα η εναπόθεση ελπίδων για χειραφέτηση μέσω της ψηφιοποίησης είναι κατά το μέγιστο μέρος της αστήρικτη, εκτός αν είμαστε διατεθειμένοι να σκεφτούμε ταυτόχρονα το ξήλωμα και την απαλλοτρίωση του σημερινού βιομηχανικού συμπλέγματος που σχετίζεται με την τεχνητή νοημοσύνη: οπότε, η προβολή τέτοιων ελπίδων από μέρους «ισχυρών παικτών» της Σίλικον Βάλλεϋ που είναι βαθιά χωμένοι μέσα σ’ αυτό το βιομηχανικό σύμπλεγμα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, υποκριτική. 

Θέλω να μείνω σ’ αυτή την αναφορά σας στο «σημερινό βιομηχανικό σύμπλεγμα της τεχνητής νοημοσύνης» ή, σ’ αυτό που με άλλα λόγια πριν υπαινιχθήκατε μιλώντας για τον «υπαρκτό καπιταλισμό της τεχνητής νοημοσύνης», που είναι άλλωστε κομβική έννοια μέσα στο βιβλίο. Αυτό που φαίνεται εδώ να υπονοείται, είναι ότι αυτή αναδυόμενη εκδοχή ενός καπιταλισμού της τεχνητής νοημοσύνης πρέπει κατ’ ανάγκη να γίνει αντιληπτή ως διαφορετική από τις προγενέστερές της, ως ξεχωριστό είδος και ποιότητα και όχι απλώς ως ποσοτική διαβάθμιση. Πράγμα που φέρνει στον νου το πρόσφατο βιβλίο της Shoshana Zuboff, το «The Age of Surveillance Capitalism» (**). Κάποιοι, που άσκησαν κριτική στο βιβλίο της, έχουν υποστηρίξει δικαιολογημένα νομίζω ότι επιτήρηση και καπιταλισμός πάνε μαζί απ’ τα παλιά, και άρα ο βαρύγδουπος ισχυρισμός περί νέου υποδείγματος είναι υπερβολικός, ίσως και αποπροσανατολιστικός. Αποτελεί ο καπιταλισμός, που φέρει το πρόθεμα «της τεχνητής νοημοσύνης», ένα νέο υπόδειγμα;

Θα απαντήσω σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι απλό: είναι ευρέως αποδεκτή η ιδέα πως ο καπιταλισμός, ενώ έχει μιαν αμετακίνητη λογική –την εμπορευματοποίηση των πάντων– αλλάζει κατά περιόδους τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η λογική αυτή, όσον αφορά το ρόλο και τη θέση των κυρίαρχων τεχνολογιών, την οργάνωση της εργασίας, τις καταναλωτικές πρακτικές και πάει λέγοντας. Έτσι για παράδειγμα, ο φορντισμός των μέσων του 20ού αιώνα, για παράδειγμα, που οργανωνόταν γύρω απ’ την γραμμή παραγωγής, τη μαζική εργασία και τη μαζική κατανάλωση, είχε ήδη μετά το πέρασμα στην νέα χιλιετία μεταμορφωθεί σε έναν μεταφορντισμό της ψηφιακής τεχνολογίας, της λεγόμενης «ελαστικοποιημένης» εργασίας και του στοχευμένου μάρκετινγκ. Στο βιβλίο «Inhuman Power» υποστηρίζουμε πως η τεχνητή νοημοσύνη ενδέχεται να αποτελεί σημαντικό στοιχείο μιας ακόμη τέτοιας μεταμόρφωσης, ή, όπως το θέτει ο David Harvey, ενός «ωκεανού αλλαγών» στον τρόπο λειτουργίας του κεφαλαίου. Μέχρις εδώ, λοιπόν, αυτό που εμείς προτείνουμε βρίσκεται σε συμφωνία με άλλες περιοδολογήσεις του κεφαλαίου και προστίθεται σ’ αυτές, προεκτείνοντάς τις.

Μολαταύτα –πηγαίνοντας τώρα στο δεύτερο επίπεδο– με το να διατυπώνουμε την υπόθεση περί «καπιταλισμού της τεχνητής νοημοσύνης», αναφερόμαστε σ’ έναν μετασχηματισμό που μπορεί να θέσει μερικά προβλήματα με πολύ μεγάλο βάθος, ενδεχομένως και για το ίδιο το κεφάλαιο και, αν όχι γι’ αυτό, πάντως σίγουρα για τους ανθρώπους κάτω από την εξουσία του, όπως επίσης και για την μαρξιστική θεωρία ως ένα είδος παράπλευρης απώλειας. Αυτό έχει, βέβαια, να κάνει με τη θέση της εργασίας στην εποχή της μηχανικής νοημοσύνης. Πριν μερικά χρόνια υπήρξε μια διάχυτη ανησυχία για μια «ρομποτική-αποκάλυψη» [robopocalypse], μιαν απότομη κρίση ανεργίας, προκαλούμενη από την τεχνολογία. Οι φόβοι αυτοί ενός αιφνίδια επερχόμενου «τέλους της εργασίας» διαψεύδονται σήμερα, τουλάχιστον όσον αφορά την Βόρεια Αμερική, από τη μεταϋφεσιακή επιστροφή σε αρκετά υψηλά επίπεδα απασχόλησης – όσο και αν είναι αμφίβολο το επίπεδο των μισθών και οι συνθήκες απασχόλησης. Σε ορίζοντα πιό μακροπρόθεσμο όμως, είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο, η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης με τρόπους πιο βαθμιαίους και πλάγιους, να εξασθενήσει και να αδειάσει από περιεχόμενο τη σχέση της μισθωτής εργασίας. Το βλέπουμε να έρχεται σαν ένα αργόσυρτο τσουνάμι. Κύματα κλαδικής τεχνολογικής ανεργίας, συνδεμένα με τους κύκλους της επιχειρηματικής δραστηριότητας και τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, θα είναι κομμάτι αυτής της εξέλιξης, όπως και διάφορες ενδιάμεσες φάσεις με την αντικατάσταση θέσεων εργασίας από την τεχνητή νοημοσύνη: όπου οι φορτηγατζήδες, λόγου χάρη, θα καταλήξουν απλοί επόπτες σε αυτοκινητοπομπές αυτοματοποιημένων οχημάτων ή το ολοένα μειούμενο προσωπικό τηλεφωνικών κέντρων εξυπηρέτησης θα καλύπτει τα κενά, σε συστήματα αλγοριθμικών υπηρεσιών εξυπηρέτησης τραπεζικών εργασιών.

Δεν τελειώνει, όμως, εδώ το θέμα. Όπως λέει ο Jason Smith, στον καπιταλισμό οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη προκειμένου να αποφύγουν την πλήρη εξαθλίωση, οπότε ακόμα και ενόσω προχωρεί η αυτοματοποίηση, αυτοί αναζητούν εργασία και καταλήγουν εκμεταλλευόμενοι, ή αναζητούν αυτοαπασχόληση και καταλήγουν «αυτο» εκμεταλλευόμενοι, μέσα από όλο και πιο περίτεχνες μορφές εργασίας του τύπου παροχής υπηρεσιών. Όμως, η εργασία στον καπιταλισμό της τεχνητής νοημοσύνης θα είναι, κατά κανόνα περιστασιακή, απογυμνωμένη από προσόντα και αναλώσιμη, ελεγχόμενη από αδιαφανή προγράμματα που από κάποιο σημείο και ύστερα είναι ακατανόητα ακόμη κι απ’ αυτούς που τα ανέπτυξαν· τα ανθρώπινα στοιχεία της θα είναι όλο και περισσότερο περιθωριοποιούμενα τόσο για την παραγωγή όσο και για την επίτευξη κέρδους. Το ζήτημα δεν είναι τόσο η ανεργία όσο η έλλειψη δύναμης· ένα εργατικό δυναμικό χωρίς δύναμη, καθώς το κεφάλαιο σταδιακά αυτονομείται από τον άνθρωπο. Από αυτή την άποψη, ο καπιταλισμός της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να αποδειχθεί μια περίοδος που δεν θα μοιάζει τόσο με τον φορντισμό ή τον μεταφορντισμό, αλλά περισσότερο με τη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης, κατά την οποία το κεφάλαιο εκδίωξε τους πληθυσμούς από την ύπαιθρο και τους έστειλε να δουλεύουν μέσα σε εργοστάσια – μόνο που εδώ η κίνηση θα είναι αντίστροφη […]

Άλλοι, που γράφουν εντασσόμενοι μέσα στο πλαίσιο της μαρξιστικής παράδοσης, βλέπουν τις θεωρήσεις της «εργατικής αυτονομίας» ή τον επιταχυντισμό, ως βιώσιμες απαντήσεις στον καπιταλισμό της τεχνητής νοημοσύνης. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, είναι ανεπαρκείς οι απαντήσεις αυτές;

Ο αριστερός επιταχυντισμός βλέπει στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης ένα πολλά υποσχόμενο εργαλείο για τον σοσιαλισμό, που θα ελευθερώσει τους ανθρώπους από τη μισθωτή εργασία και θα αναβαθμίσει τις δυνατότητες οικονομικού σχεδιασμού. Παρόμοιο ενθουσιασμό εκδηλώνουν και ορισμένα ρεύματα του μαρξισμού της «εργατικής αυτονομίας», στη βάση της πεποίθησης πως η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης θα έχει στήριγμά της και θα ενδυναμώνει την μοιρασμένη μέσα στην κοινωνία τεχνοεπιστημονική γνώση μιας ακόμα ανθρώπινης –έστω και κυβερνο-οργανικής [cyborg]– γενικής διάνοιας. Οι θέσεις αυτές διατηρούν τον χαρακτηριστικά υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης της νεωτερικότητας σε μιαν εν τέλει προοδευτική κατεύθυνση της καπιταλιστικής τεχνολογικής ανάπτυξης – εμπιστοσύνης, που συνιστά μέρος του μαρξισμού. Δεν απορρίπτω τη δυνατότητα χειραφετητικών χρήσεων της τεχνητής νοημοσύνης. Αυτό, όμως, που τούτη τη στιγμή επιταχύνεται, στην τροχιά που σήμερα κινείται η τεχνητή νοημοσύνη, είναι η κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στον εργάτη και οι δυνατότητές του να απαλλάσσεται απ’ αυτόν· και αυτό που εξαπλώνεται δεν είναι η αυτονομία της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο, αλλά η αυτονόμηση του κεφαλαίου απ’ τον άνθρωπο.

Δεν είναι ζητήματα μιας κάποιας αφηρημένης επιστημονικής φαντασίας, αυτά. Αφήνοντας το ζήτημα μιας μακροπρόθεσμης κρίσης της εργασίας κατά μέρος, βλέπουμε σήμερα τις κυρίαρχες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης να εντατικοποιούν τις διαδικασίες που βρίσκονται σε ισχύ απ’ όταν το κεφάλαιο ξεκίνησε την επίθεσή του με χρήση της επιστήμης της κυβερνητικής ενάντια στην οργανωμένη εργασία, δεκαετίες πριν. Τούτες περιλαμβάνουν την αυξανόμενη επισφάλεια της εργασίας μέσα σε μιαν οικονομία ελαστικοποιημένων σχέσεων εργασίας, άμεσα εμπλεκόμενη στον πυρήνα της δημιουργίας της τεχνητής νοημοσύνης, όπως και στην ανάπτυξη της μηχανικής μάθησης από εταιρείες όπως η Uber ή η Amazon· την πόλωση του εργατικού δυναμικού, με τον διαχωρισμό του σε μιαν ελίτ τεχνο-διαχειριστικών στρωμάτων, επιφορτισμένων με την αυτοματοποίηση της εργασίας, και σε ένα τομέα υπηρεσιών, όπου δουλεύουν κυρίως μη λευκοί και γυναίκες, των οποίων η εργασία παραμένει σε μεγάλο βαθμό πολύ φτηνή για να αυτοματοποιηθεί· την μετακύλιση, σε καθέναν ατομικά, του κόστους για την κατάρτιση και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του, μέσω των οποίων υποτίθεται πως θα αντεπεξέλθει στις επιπτώσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης· την εντατικοποίηση της παρακολούθησης των χώρων εργασίας· τη διασύνδεση της επιτήρησης αυτής με ζωτικής σημασίας προπαγανδιστικές εκστρατείες, λεπτομερειακά εξατομικευμένες μέσω αλγορίθμων και υποβοηθούμενες από διαδικτυακά ρομπότ [bot] – εκστρατείες εκ μέρους αντιδραστικών συμφερόντων, που έχουν όλους τους απαραίτητους πόρους ώστε να πληρώνουν γι’ αυτά· και την ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης σε συστήματα ασφαλείας με χρήση μαζικών δεδομένων για την πειθάρχηση των φτωχών που εκτείνεται από τον έλεγχο διαλογής σε επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας μέχρι την προληπτική αστυνόμευση […]

Βλέπετε κάποιον δρόμο απεμπλοκής;

Η πολιτική απάντηση δεν είναι η επιτάχυνση, αλλά η εναντίωση. Και έχει, πράγματι, αυτό αρχίσει να εκδηλώνεται με μια σειρά διαφορετικούς κοινωνικούς ξεσηκωμούς […] Σε τέτοιες εναντιώσεις θα κολλιέται πάντοτε η στάμπα του Λουδιτισμού, αλλά, όπως εμείς το βλέπουμε, ο χαρακτηρισμός αυτός είναι εκτός θέματος.

Το βιβλίο «Inhuman Power» εκδόθηκε μόλις πέρυσι (***), μα από τότε έχουμε δει σημαντικές εξελίξεις, που επιβεβαιώνουν την οπτική που εισάγει […]

Σημειώσεις

(*) Σ.τ.Μ.: Με την έννοια της Απάνθρωπης και ταυτόχρονα Αποανθρωποποιητικής δύναμης.
(**) Σ.τ.Μ.: Εκδόθηκε στα ελληνικά με τον τίτλο «Η Εποχή του Κατασκοπευτικού Καπιταλισμού» (εκδ. Καστανιώτης, 2020).
(***) Σ.τ.Μ.: Το 2019.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!