Η αντιπαράθεση μεταξύ της Κίνας και της Δύσης στη γειτονιά της πρώτης δεν περιορίζεται, εδώ και καρό πια, στη διαμάχη για τον έλεγχο της Νότιας Σινικής Θάλασσας και στη διεκδίκηση της Ταϊβάν. Η μεταστροφή του νησιωτικού κράτους των Νήσων του Σολομώντα, που πέρυσι υπέγραψε συμφωνίες οικονομικής αλλά και στρατιωτικής συνεργασίας με το Πεκίνο, προκάλεσε την οργή της Αυστραλίας –Δυτικού προμαχώνα στην περιοχή– και γενικότερα του μπλοκ υπό αμερικανική ηγεμονία. Αλλά δεν ανέκοψε τις κινεζικές προσπάθειες για επέκταση της επιρροής σε ακόμη πιο απομακρυσμένα νερά. Τώρα άλλο ένα νησιωτικό κράτος του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, το Βανουάτου, φαίνεται να αποσκιρτά από τον μεγάλο αυστραλιανό αδελφό και να «ισορροπεί» τις σχέσεις του με το Πεκίνο.
Όλα ξεκίνησαν όταν η αντιπολίτευση της χώρας υπέβαλε πρόταση μομφής εναντίον του φιλοδυτικού πρωθυπουργού Ισμαέλ Καλσακάου, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Αυστραλία στις αρχές του χρόνου για να «ενισχύσει τους εμπορικούς και αμυντικούς δεσμούς» μαζί της. Η πρόταση μομφής εγκρίθηκε με 26 ψήφους έναντι 23, και το Ανώτατο Δικαστήριο του Βανουάτου απέρριψε την προσφυγή του Καλσακάου περί «αντισυνταγματικότητας» του αποτελέσματος. Ο νέος πρωθυπουργός Σάτο Κίλμαν δεν περίμενε ούτε ένα 24ωρο από την ανάληψη των καθηκόντων του για να δηλώσει: «Υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το αν η αμυντική συμφωνία με την Αυστραλία είναι προς το συμφέρον του Βανουάτου. Πιθανότατα πρέπει να την επανεξετάσουμε». Απαντώντας στις κατηγορίες ότι είναι υποχείριο του Πεκίνου, ο Κίλμαν τόνισε: «Δεν είμαστε φιλοδυτικοί, ούτε φιλοκινέζοι. Υιοθετούμε μια αδέσμευτη πολιτική».
ΕΝΘΑΡΡΥΜΕΝΗ από τη νέα επιτυχία της, η κινεζική κυβέρνηση συνέχισε με μια παρέμβαση «υπεύθυνης δύναμης» στην ετήσια σύνοδο του ASEAN στην Ινδονησία, όπου εκπροσωπήθηκε από τον πρωθυπουργό Λι Τσιανγκ (ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δεν πήγε όταν κατέστη σαφές ότι δεν θα συμμετάσχει ούτε ο Αμερικανός ομόλογός του Τζο Μπάιντεν). Ο Λι Τσιανγκ κάλεσε τα κράτη της περιοχής «να αντισταθούν στον πειρασμό να διαλέξουν στρατόπεδο στην αντιπαράθεση των μπλοκ, και κυρίως να αντιταχθούν σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο». Υπό την πίεση της «φιλειρηνικής επίθεσης» του Πεκίνου, και ο Νοτιοκορεάτης πρόεδρος Γιουν Σουκ-γεόλ –που επίσης παρευρέθηκε ως παρατηρητής στη σύνοδο– δεσμεύτηκε να εργαστεί για την επανέναρξη των τριμερών συνομιλιών μεταξύ Σεούλ, Πεκίνου και Τόκιο.
Έτσι η κινεζική ηγεσία, μετά και την ηγεμονική παρουσία της στη σύνοδο των BRICS, συνεχίζει τις μεθοδικές προσπάθειες για επέκταση και εδραίωση της επιρροής της σε όλα τα μέτωπα, αλλά με «βελούδινο» τρόπο. Κατοχυρώνει κέρδη σε μεγάλο μέρος του κόσμου (η πρόσφατη προσφορά «υπηρεσιών καλής θέλησης» στη νέα αντιδυτική στρατιωτική κυβέρνηση του Νίγηρα είναι άλλο ένα τέτοιο παράδειγμα) και την ίδια στιγμή εκθέτει την Ουάσιγκτον και τη Δύση ως τους κύριους υπεύθυνους για την καλλιέργεια ψυχροπολεμικών διεθνών σχέσεων και για την υποδαύλιση ένοπλων συγκρούσεων. Είναι σαφές ότι οι Κινέζοι εκτιμούν πως δεν είναι έτοιμοι για κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τη Δύση (εξ ου και η προσεκτική στάση τους στον πόλεμο της Ουκρανίας), αλλά ταυτόχρονα προωθούν παντού αριστοτεχνικά τα συμφέροντά τους.